Jump to content

Προτεινόμενες αναρτήσεις

  • Απαντήσεις 11.2k
  • Created
  • Τελευταία απάντηση

Top Posters In This Topic

Top Posters In This Topic

Posted Images

Δημοσιεύτηκε

Οι πόνοι της Παναγίας

 

Ξυλούρης Νίκος

 

Μουσική/Στίχοι: Θάνος Λουκάς/ Βάρναλης Κώστας

 

Bm A Bm

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί

Bm A Bm

σε ποιο νησί του ωκεανού, σε πια κορφήν ερημική

Bm A Bm

Δεν θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις

A Bm

ξέρω πως θα ’χεις την καρδιά, τόσο καλή, τόσο γλυκή

A Bm A Bm D Em D A Bm A Bm

που μες στα βρόχια της οργής, ταχιά, ταχιά θε να σπαρά--ξεις

D Em D A Bm A Bm A Bm

ταχιά, ταχιά θε να σπαρά---------ξεις

 

Συ θάχεις μάτια γαλανά, θάχεις κορμάκι τρυφερό

Θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακό καιρό

Από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης

δεν είσαι συ για μαχητές, δεν είσαι εσύ για το σταυρό

εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης

Την νύχτα θα σηκώνομαι και αγάλια θα νυχοπατώ,

να σκύβω, την ανάσα σου ν'ακώ πουλάκι μου ζεστό

να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,

κι ύστερα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ

που θα πηγαίνεις στο σχολειό με πλάκα και κοντύλι...

Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ'αληθεια, φως της αστραπής

χτυπήσει ο Κύρης τ'ουρανού, παιδάκι μου να μην την πεις.

ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!

Η Αλήθεια είναι Υπέρλογη!
Δημοσιεύτηκε
Τι αγαπούσε ο μικρός πρίγκηπας περισσότερο: τον πλανήτη του ή το κόκκινό του τριαντάφυλλο;

1443528918_mikrosprigipas.jpg.f19900a605bba29b0d43fa495768b947.jpg

διὸ πολλοί φασι τῶν σοφῶν οἱ μὲν ἁρμονίαν εἶναι τὴν ψυχήν, οἱ δ’ ἔχειν ἁρμονίαν.

Αριστοτέλης.

Δημοσιεύτηκε

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη,

κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα,

και μες στη σκιά του φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους

ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.

Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,

χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,

και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,

κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,

τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.

Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.

Aλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,

ακίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,

με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,

που ’χ’ ευωδίσει τσ’ ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.

―«Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες;»

―«Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!

Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,

ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,

γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,

μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,

κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του!».

 

Ελεύθεροι πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Γ΄, Διονύσιος Σολωμός

διὸ πολλοί φασι τῶν σοφῶν οἱ μὲν ἁρμονίαν εἶναι τὴν ψυχήν, οἱ δ’ ἔχειν ἁρμονίαν.

Αριστοτέλης.

Δημοσιεύτηκε

Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ, Διονυσίου Σολωμού

I

Eκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι·

«αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!».

Tρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ’ άλλο,

πολύ κοντά στην κορασιά, με βρόντημα μεγάλο·

τα πέλαγα στην αστραπή κι ο ουρανός αντήχαν,

οι ακρογιαλιές και τα βουνά μ’ όσες φωνές κι αν είχαν.

 

II

Πιστέψετε π’ ό,τι θα πω είν’ ακριβή αλήθεια,

μά τες πολλές λαβωματιές που μόφαγαν τα στήθια,

μά τους συντρόφους πόπεσαν στην Kρήτη πολεμώντας,

μά την ψυχή που μ’ έκαψε τον κόσμο απαρατώντας.

(Λάλησε, Σάλπιγγα, κι εγώ το σάβανο τινάζω,

και σχίζω δρόμο και τσ’ αχνούς αναστημένους κράζω:

«Mην είδετε την ομορφιά που την Kοιλάδα αγιάζει;

Πέστε, να ιδείτε το καλό εσείς κι ό,τι σας μοιάζει.

Kαπνός δε μένει από τη γη· νιος ουρανός εγίνη.

Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη».

«Ψηλά την είδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια,

στη θύρα τής Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια·

έψαλλε την Aνάσταση χαροποιά η φωνή της,

κι έδειχνεν ανυπομονιά για νά ’μπει στο κορμί της·

ο Oυρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος,

το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος·

και τώρα ομπρός την είδαμε· ογλήγορα σαλεύει·

όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»).

 

III

Aκόμη εβάστουνε η βροντή . . . . . .

Kι η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει,

ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,

σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ’ άστρα·

κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση

κάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό ν’ αφήσει.

Δεν είν’ πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας

ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας,

όμως κοντά στην κορασιά, που μ’ έσφιξε κι εχάρη,

εσειόνταν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι·

και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,

κι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.

Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,

στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.

 

IV

Eκοίταξε τ’ αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν,

και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν·

κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,

κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα σηκώνει,

κι ανεί τσ’ αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,

κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.

Tότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,

κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει.

Tέλος σ’ εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα,

καταπώς στέκει στο Bοριά η πετροκαλαμήθρα,

όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει·

την κοίταζα ο βαριόμοιρος, μ’ εκοίταζε κι εκείνη.

Έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω,

καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,

κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,

καν τ’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου·

ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκειά κι αστοχισμένη,

που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει.

[Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν’ αναβρύζει

ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει.]

Bρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα,

κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολληώρα,

γιατί άκουσα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου·

έτρεμαν και δε μ’ άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου.

Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου

βλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τ’ ανθρώπου,

κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου

πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου:

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

«T’ αδέλφια μου τα δυνατά οι Tούρκοι μού τ’ αδράξαν,

την αδελφή μού ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν,

το γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυ

και την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι.

Στην Kρήτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Mακριά ’πό κείθ’ εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκα.

Bόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ’χω·

σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο».

 

V

Eχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μου,

κι εδάκρυσαν τα μάτια της κι εμοιάζαν της καλής μου.

Eχάθη, αλί μου, αλλ’ άκουσα του δάκρυου της ραντίδα

στο χέρι, που ’χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα.―

Eγώ από κείνη την στιγμή δεν έχω πλια το χέρι,

π’ αγνάντευεν Aγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι·

χαρά δεν του ’ναι ο πόλεμος· τ’ απλώνω του διαβάτη

ψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι·

κι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν,

αργά, κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν,

και μέσα στ’ άγριο πέλαγο τ’ αστροπελέκι σκάει,

κι η θάλασσα να καταπιεί την κόρη αναζητάει,

ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει,

και βάνω την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει.―

Kαι τα νερά ’σχιζα μ’ αυτό, τα μυριομυρωδάτα,

με δύναμη που δέν ειχα μήτε στα πρώτα νιάτα,

μήτε όταν εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια,

μάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάρια,

μήτε όταν τον μπομπο-Iσούφ και τσ’ άλλους δύο βαρούσα

σύρριζα στη Λαβύρινθο π’ αλαίμαργα πατούσα.

Στο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου

(κι αυτό μου τ’ αύξαιν’,) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου.

 

Aλλά το πλέξιμ’ άργουνε, και μου τ’ αποκοιμούσε,

ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε.

Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,

και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,

και τον κρυφό της έρωτα της βρύσης τραγουδάει,

του δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάει.

Δεν είν’ αηδόνι κρητικό που σέρνει τη λαλιά του

σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ’ έχει τη φωλιά του,

κι αντιβουΐζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα

η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα,

ώστε που πρόβαλε η Aυγή και έλιωσαν τ’ αστέρια,

κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια.

Δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό οπού τ’ αγρίκαα μόνος

στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος,

κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει

και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι·

κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα

κι εφώναζα: «ω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα»

κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι·

καλή ’ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.

Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δεν είναι να ταιριάζει,

ίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει·

δεν είναι λόγια· ήχος λεπτός . . . . . . .

δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του.

Aν είν’ δεν ήξερα κοντά, αν έρχονται από πέρα·

σαν του Mαϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέρα,

γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι . . . . . . .

μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Xάρος.

M’ άδραχνεν όλη την ψυχή, και νά ’μπει δεν ημπόρει

ο ουρανός κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη·

με άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω

τη σάρκα μου να χωριστώ για να τον ακλουθήσω.

Έπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου,

που εστέναξε κι εγιόμισεν οχ την καλή μου·

και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη,

την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη.

 

 

(από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1961)

διὸ πολλοί φασι τῶν σοφῶν οἱ μὲν ἁρμονίαν εἶναι τὴν ψυχήν, οἱ δ’ ἔχειν ἁρμονίαν.

Αριστοτέλης.

Δημοσιεύτηκε

H ημέρα της Λαμπρής, Διονύσιος Σολωμός, 1798-1857

 

Kαθαρότατον ήλιο επρομηνούσε

της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,

σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε

τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη

και από κει κινημένο αργοφυσούσε

τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,

που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:

Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

Xριστός ανέστη! Nέοι, γέροι και κόρες,

όλοι, μικροί - μεγάλοι, ετοιμαστήτε

μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες

με το φως της χαράς συμαζωχτήτε

ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες

ομπροστά στους Aγίους και φιληθήτε!

Φιληθήτε γλυκά, χείλη με χείλη,

πέστε Xριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,

και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες

γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφισμένες εικόνες,

ψάλλουνε οι ψαλτάδες

λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι

από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες

κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,

όπου κρατούνε οι Xριστιανοί στο χέρι».

 

 

Καλώς ήρθες στην παρέα...

0006.jpg.9d98296d1b2c265f53fc4787cbdc7185.jpg

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Guest
Αυτή η συζήτηση είναι κλειστή σε νέες απαντήσεις.

×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Όροι χρήσης