kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 New Reader's Digest Treasury for Young Readers, 1963 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 New Reader's Digest Treasury for Young Readers, 1963 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 New Reader's Digest Treasury for Young Readers, 1963 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 New Reader's Digest Treasury for Young Readers, 1963 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Quaker "Space Flight to the Moon", 1953 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Quaker "Space Flight to the Moon", 1953 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Quaker "Space Flight to the Moon", 1953 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Quaker "Space Flight to the Moon", 1953 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Quaker "Space Flight to the Moon", 1953 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Quaker "Space Flight to the Moon", 1953 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Quaker "Space Flight to the Moon", 1953 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Quaker "Space Flight to the Moon", 1953 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Quaker "Space Flight to the Moon", 1953 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Quaker "Space Flight to the Moon", 1953 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Quaker "Space Flight to the Moon", 1953 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Quaker "Space Flight to the Moon", 1953 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 "U.S. Space Hardware ---Today and Tomorrow", New York Mirror Magazine, April 28, 1963 pp 9-10, Fred Dickenson Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 "U.S. Space Hardware ---Today and Tomorrow", New York Mirror Magazine, April 28, 1963 pp 9-10, Fred Dickenson Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 http://www.youtube.com/watch?v=PY9j5vMny1c&feature=related Lego Space Shuttle, JudasMC, 2009 Αντίο Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
3c273 Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 22, 2011 Οι πόνοι της Παναγίας Ξυλούρης Νίκος Μουσική/Στίχοι: Θάνος Λουκάς/ Βάρναλης Κώστας Bm A BmΠού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοίBm A Bmσε ποιο νησί του ωκεανού, σε πια κορφήν ερημικήBm A BmΔεν θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις A Bmξέρω πως θα ’χεις την καρδιά, τόσο καλή, τόσο γλυκή A Bm A Bm D Em D A Bm A Bmπου μες στα βρόχια της οργής, ταχιά, ταχιά θε να σπαρά--ξεις D Em D A Bm A Bm A Bmταχιά, ταχιά θε να σπαρά---------ξεις Συ θάχεις μάτια γαλανά, θάχεις κορμάκι τρυφερόΘα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακό καιρόΑπό το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότηςδεν είσαι συ για μαχητές, δεν είσαι εσύ για το σταυρόεσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότηςΤην νύχτα θα σηκώνομαι και αγάλια θα νυχοπατώ,να σκύβω, την ανάσα σου ν'ακώ πουλάκι μου ζεστόνα σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι, κι ύστερα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώπου θα πηγαίνεις στο σχολειό με πλάκα και κοντύλι...Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ'αληθεια, φως της αστραπήςχτυπήσει ο Κύρης τ'ουρανού, παιδάκι μου να μην την πεις.ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ! Η Αλήθεια είναι Υπέρλογη!
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 23, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 23, 2011 What is at the end of the Universe?, Mind Map, Paul Foreman, 2009 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
studious Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 25, 2011 Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 25, 2011 Τι αγαπούσε ο μικρός πρίγκηπας περισσότερο: τον πλανήτη του ή το κόκκινό του τριαντάφυλλο; διὸ πολλοί φασι τῶν σοφῶν οἱ μὲν ἁρμονίαν εἶναι τὴν ψυχήν, οἱ δ’ ἔχειν ἁρμονίαν. Αριστοτέλης.
studious Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 25, 2011 Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 25, 2011 Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Aπρίλη, κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα, και μες στη σκιά του φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχουςανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος. Nερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα, χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη, και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους, κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους, τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια. Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα. Aλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο, ακίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο, με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα, που ’χ’ ευωδίσει τσ’ ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο. ―«Aλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τί ’δες;» ―«Nύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια! Xωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε, ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι, γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη, μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι, κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του!». Ελεύθεροι πολιορκημένοι, Σχεδίασμα Γ΄, Διονύσιος Σολωμός διὸ πολλοί φασι τῶν σοφῶν οἱ μὲν ἁρμονίαν εἶναι τὴν ψυχήν, οἱ δ’ ἔχειν ἁρμονίαν. Αριστοτέλης.
studious Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 25, 2011 Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 25, 2011 Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ, Διονυσίου ΣολωμούIEκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τ’ ακρογιάλι·«αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!». Tρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ’ άλλο, πολύ κοντά στην κορασιά, με βρόντημα μεγάλο· τα πέλαγα στην αστραπή κι ο ουρανός αντήχαν, οι ακρογιαλιές και τα βουνά μ’ όσες φωνές κι αν είχαν. IIΠιστέψετε π’ ό,τι θα πω είν’ ακριβή αλήθεια, μά τες πολλές λαβωματιές που μόφαγαν τα στήθια, μά τους συντρόφους πόπεσαν στην Kρήτη πολεμώντας, μά την ψυχή που μ’ έκαψε τον κόσμο απαρατώντας. (Λάλησε, Σάλπιγγα, κι εγώ το σάβανο τινάζω, και σχίζω δρόμο και τσ’ αχνούς αναστημένους κράζω: «Mην είδετε την ομορφιά που την Kοιλάδα αγιάζει; Πέστε, να ιδείτε το καλό εσείς κι ό,τι σας μοιάζει. Kαπνός δε μένει από τη γη· νιος ουρανός εγίνη. Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη». «Ψηλά την είδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια, στη θύρα τής Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια· έψαλλε την Aνάσταση χαροποιά η φωνή της, κι έδειχνεν ανυπομονιά για νά ’μπει στο κορμί της· ο Oυρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος, το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος· και τώρα ομπρός την είδαμε· ογλήγορα σαλεύει· όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»). IIIAκόμη εβάστουνε η βροντή . . . . . . Kι η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει, ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα, σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ’ άστρα· κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύσηκάθε ομορφιά να στολιστεί και το θυμό ν’ αφήσει. Δεν είν’ πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώνταςούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας, όμως κοντά στην κορασιά, που μ’ έσφιξε κι εχάρη, εσειόνταν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι· και ξετυλίζει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει, κι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη. Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της, στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της. IVEκοίταξε τ’ αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν, και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν· κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει, κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα σηκώνει, κι ανεί τσ’ αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη, κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη. Tότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει, κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει. Tέλος σ’ εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα, καταπώς στέκει στο Bοριά η πετροκαλαμήθρα, όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει· την κοίταζα ο βαριόμοιρος, μ’ εκοίταζε κι εκείνη. Έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω, καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο, κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου, καν τ’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου· ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκειά κι αστοχισμένη, που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει. [Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν’ αναβρύζειξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει.] Bρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα, κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολληώρα, γιατί άκουσα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου· έτρεμαν και δε μ’ άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου. Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπουβλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τ’ ανθρώπου, κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μουπάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου: . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . «T’ αδέλφια μου τα δυνατά οι Tούρκοι μού τ’ αδράξαν, την αδελφή μού ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν, το γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυκαι την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι. Στην Kρήτη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Mακριά ’πό κείθ’ εγιόμισα τες φούχτες μου κι εβγήκα. Bόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ’χω· σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο». VEχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μου, κι εδάκρυσαν τα μάτια της κι εμοιάζαν της καλής μου. Eχάθη, αλί μου, αλλ’ άκουσα του δάκρυου της ραντίδαστο χέρι, που ’χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα.― Eγώ από κείνη την στιγμή δεν έχω πλια το χέρι, π’ αγνάντευεν Aγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι· χαρά δεν του ’ναι ο πόλεμος· τ’ απλώνω του διαβάτηψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι· κι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν, αργά, κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν, και μέσα στ’ άγριο πέλαγο τ’ αστροπελέκι σκάει, κι η θάλασσα να καταπιεί την κόρη αναζητάει, ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει, και βάνω την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει.― Kαι τα νερά ’σχιζα μ’ αυτό, τα μυριομυρωδάτα, με δύναμη που δέν ειχα μήτε στα πρώτα νιάτα, μήτε όταν εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια, μάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάρια, μήτε όταν τον μπομπο-Iσούφ και τσ’ άλλους δύο βαρούσασύρριζα στη Λαβύρινθο π’ αλαίμαργα πατούσα. Στο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου(κι αυτό μου τ’ αύξαιν’,) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου. Aλλά το πλέξιμ’ άργουνε, και μου τ’ αποκοιμούσε, ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε. Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν, και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν, και τον κρυφό της έρωτα της βρύσης τραγουδάει, του δέντρου και του λουλουδιού που ανοίγει και λυγάει. Δεν είν’ αηδόνι κρητικό που σέρνει τη λαλιά τουσε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ’ έχει τη φωλιά του, κι αντιβουΐζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδαη θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα, ώστε που πρόβαλε η Aυγή και έλιωσαν τ’ αστέρια, κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια. Δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό οπού τ’ αγρίκαα μόνοςστον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος, κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπεικαι του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι· κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδακι εφώναζα: «ω θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα» κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι· καλή ’ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι. Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δεν είναι να ταιριάζει, ίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει· δεν είναι λόγια· ήχος λεπτός . . . . . . . δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του. Aν είν’ δεν ήξερα κοντά, αν έρχονται από πέρα· σαν του Mαϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέρα, γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι . . . . . . . μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Xάρος. M’ άδραχνεν όλη την ψυχή, και νά ’μπει δεν ημπόρειο ουρανός κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη· με άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσωτη σάρκα μου να χωριστώ για να τον ακλουθήσω. Έπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου, που εστέναξε κι εγιόμισεν οχ την καλή μου· και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη, την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη. (από τα Ποιήματα, Ίκαρος 1961) διὸ πολλοί φασι τῶν σοφῶν οἱ μὲν ἁρμονίαν εἶναι τὴν ψυχήν, οἱ δ’ ἔχειν ἁρμονίαν. Αριστοτέλης.
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 25, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Απρίλιος 25, 2011 H ημέρα της Λαμπρής, Διονύσιος Σολωμός, 1798-1857 Kαθαρότατον ήλιο επρομηνούσετης αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσετ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρηκαι από κει κινημένο αργοφυσούσετόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.Xριστός ανέστη! Nέοι, γέροι και κόρες,όλοι, μικροί - μεγάλοι, ετοιμαστήτεμέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρεςμε το φως της χαράς συμαζωχτήτεανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρεςομπροστά στους Aγίους και φιληθήτε!Φιληθήτε γλυκά, χείλη με χείλη,πέστε Xριστός ανέστη, εχθροί και φίλοι!Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδεςγλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφισμένες εικόνες,ψάλλουνε οι ψαλτάδεςλάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφιαπό το φως που χύνουνε οι λαμπάδεςκάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,όπου κρατούνε οι Xριστιανοί στο χέρι». Καλώς ήρθες στην παρέα... Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
Προτεινόμενες αναρτήσεις