Jump to content

Προτεινόμενες αναρτήσεις

  • Απαντήσεις 11.2k
  • Created
  • Τελευταία απάντηση

Top Posters In This Topic

Top Posters In This Topic

Posted Images

Δημοσιεύτηκε

L'Aurore boréale, Les Aspirations, William Chapman, 1904

 

La nuit d'hiver étend son aile diaphane

Sur l'immobilité morne de la savane

Qui regarde monter, dans le recueillement,

La lune, à l'horizon, comme un saint-sacrement.

L'azur du ciel est vif, et chaque étoile blonde

Brille à travers les fûts de la forêt profonde.

La rafale se tait, et les sapins glacés,

Comme des spectres blancs, penchent leurs fronts lassés

Sous le poids de la neige étincelant dans l'ombre.

La savane s'endort dans sa majesté sombre,

Pleine du saint émoi qui vient du firmament.

Dans l'espace nul bruit ne trouble, un seul moment,

Le transparent sommeil des gigantesques arbres

Dont les troncs sous le givre ont la pâleur des marbres.

Seul, le craquement sourd d'un bouleau qui se fend

Sous l'invincible effort du grand froid triomphant

Rompt d'instant en instant le solennel silence

Du désert qui poursuit sa rêverie immense.

 

Tout à coup, vers le nord, du vaste horizon pur

Une rose lueur émerge dans l'azur,

Et, fluide clavier dont les étranges touches

Battent de l'aile ainsi que des oiseaux farouches,

Eparpillant partout des diamants dans l'air,

Elle envahit le vague océan de l'éther.

Aussitôt ce clavier, zébré d'or et d'agate,

Se change en un rideau dont la blancheur éclate,

Dont les replis moelleux, aussi prompts que l'éclair,

Ondulent follement sur le firmament clair.

Quel est ce voile étrange, ou plutôt ce prodige ?

 

C'est le panorama que l'esprit du vertige

Déroule à l'infini de la mer et des cieux.

Sous le souffle effréné d'un vent mystérieux,

Dans un écroulement d'ombres et de lumières,

Le voile se déchire, et de larges rivières

De perles et d'onyx roulent dans le ciel bleu,

Et leurs flots, tout hachés de volutes de feu,

S'écrasent et, trouant les archipels d'opale,

Déferlent par-dessus une montagne pâle

De nuages pareils à des vaisseaux ancrés

Dans les immensités des golfes éthérés,

Et puis, rejaillissant sur des vapeurs compactes,

Inondent l'horizon de roses cataractes.

Le voile en un clin d'oeil se reforme plus beau,

Lové comme un serpent, flottant comme un drapeau.

Plus rapide cent fois qu'un jet pyrotechnique,

Il fait en pétillant un sabbat fantastique,

Et met en mouvement des milliers de soleils

A travers des brouillards transparents et vermeils

Comme cristallisés dans la plaine éthérée.

Quelquefois on dirait une écharpe nacrée

Qu'un groupe de houris secouerait en volant

Dans l'incommensurable espace étincelant ;

Tantôt on le prendrait pour le réseau de toiles

Que Prométhée étend pour saisir les étoiles,

Ou pour le tablier sans bornes dans lequel

Les anges vanneraient des roses sur le ciel.

 

Et la forêt regarde, enivrée, éblouie.

Se dérouler au loin cette scène inouïe ;

Et l'orignal, le mufle en avant, tout tremblant,

Les quatre pieds cloués sur un mamelon blanc,

L'oeil grand ouvert, au bord de la savane claire,

Fixe depuis longtemps l'auréole polaire

Poudroyant de ses feux le céleste plafond,

Et son extase fauve en deux larmes se fond.

ciel.65158.jpg.6e830a7773ee9434ef46acca767ad707.jpg

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

"Πρωτομαγιά", Διονύσιος Σολωμός

 

 

Του Μαΐου ροδοφαίνεται η μέρα

που ωραιότερη φύση ξυπνάει

και την κάνουν λαμπρά και γελάει

πρασινάδες, αχτίδες, νερά.

 

Άνθη κι άνθη βαστούνε στο χέρι

παιδιά κι άντρες, γυναίκες και γέροι

ασπροεντύματα, γέλια και κρότοι,

όλοι οι δρόμοι γιομάτοι χαρά.

 

Ναι, χαρείτε του χρόνου τη νιότη,

άνδρες, γέροι, γυναίκες παιδιά.

 

.jpg.1dacbdadb6b040eea9c077bdef79dbe8.jpg

αστράκι

Δημοσιεύτηκε

Γιάννης Ρίτσος – Ἐπιτάφιος (ἀποσπάσματα)

 

(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,

μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της,

βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν – τῶν ἀπερ-

γῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):

I

Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,

πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,

πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω

καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;

Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,

Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,

τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα

καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;

Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη

πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;

Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω

καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.

Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει

κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.

Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω

καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.

II

Κορώνα μου, ἀντιστύλι μου, χαρὰ τῶν γερατειῶ μου,

ἥλιε τῆς βαρυχειμωνιᾶς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη

χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ;

Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,

μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.

Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,

ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.

Νιότη ἀπ᾿ τὴ νιότη σου ἔπαιρνα κι ἀκόμη ἀχνογελοῦσα,

τὰ γερατειὰ δὲν τρόμαζα, τὸ θάνατο ἀψηφοῦσα.

Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,

ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο;

Γιέ μου, ἂν δὲ σοὖναι βολετὸ νἀρθεῖς ξανὰ σιμά μου,

πᾶρε μαζί σου ἐμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι ἂν εἶν᾿ τὰ πόδια μου λιγνά, μπορῶ νὰ πορπατήσω

κι ἂν κουραστεῖς, στὸν κόρφο μου, γλυκὰ θὰ σὲ κρατήσω.

III

Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα

τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο,

καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμένο,

Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη

πρωινοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μὴν τὰ θαμπώσει δάκρυ,

Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες ἀνθίζαν

λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθεια πλατιὰ σὰν τὰ στρωτὰ φτερούγια τῆς τρυγόνας

ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας,

Μπούτια γερὰ σὰν πέρδικες κλειστὲς στὰ παντελόνια

ποὺ οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,

Καὶ γώ, μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα,

σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτὸ μὲ τὴ γαλάζια χάντρα,

Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,

πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω;

ΙV

Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει

τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;

Πουρνὸ – πουρνὸ μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης

πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακριὰ ὁ καμπανοκρούστης.

Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνὰ – πυκνὰ ἀπ᾿ τὸ παραθύρι

καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.

Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι

κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζὶ κι ἀηδόνι.

Καὶ γὼ ἡ φτωχειὰ κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλὴ κ᾿ ἡ σκύλα,

σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνὴ ἡ ματιά μου ἐφίλα

Μιὰ – μιὰ τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θωρὶ

κι ἀγαλλόμουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.

Κι οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω

τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.

Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτὲς μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα

κι, ὦ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.

V

Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,

καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.

Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη

θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.

Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,

θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.

Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει

κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.

Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου

κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.

Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν

καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν

Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,

παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.

Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι

νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.

ΙΧ

Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,

βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.

Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου

θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.

Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,

κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.

Γιέ μου, καλὰ μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι

κάθε φορὰ ποὺ ὁρμήνευε, κάθε φορὰ ποὺ ἐμίλει:

Ἐμεῖς ταγίζουμε ζωὴ στὸ χέρι: περιστέρι,

κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ χέρι.

Ἐμεῖς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα

καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοὶ κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.

Ἄχ, γιέ μου, πιὰ δὲ μοὔμεινε καμιὰ χαρὰ καὶ πίστη,

καὶ τὸ χλωμὸ καὶ τὸ στερνὸ καντήλι μας ἐσβήστη.

Καί, τώρα, ἐπὰ σὲ ποιὰ φωτιὰ τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,

τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;

Δημοσιεύτηκε

«Άγρια των άστρων μουσική», Γιάννης Αγγελάκας

 

 

Άγρια των άστρων μουσική

μόλις νυχτώνει με ξυπνάς

Μέσα στην πιο βαθιά σιωπή

έρχεσαι και με τυραννάς

 

Άγρια των άστρων μουσική

στην ξεχασμένη σου φωτιά

ρίχνονται οι πιο κρυφοί καημοί

ψάχνοντας να 'βρουν γιατρειά

 

Μ' όσα φύγαν, μ' όσαν έχουν πια χαθεί

μ' ό,τι μέσα μου έχω ως τώρα περισώσει

ξεκινάω κάθε μέρα απ' την αρχή

τα μετράω και περιμένω να νυχτώσει

 

Άγρια των άστρων μουσική

μόλις νυχτώνει με ξυπνάς

και μ' ένα ξαφνικό φιλί

με καταπίνεις με ρουφάς

 

Με μεθάς με γελάς με χαϊδεύεις με πονάς

Στην ανύπαρκτη πατρίδα των ονείρων μ' οδηγάς

Με μεθάς με γελάς με χαϊδεύεις με πονάς

Κι όταν φεύγεις το πρωί σαν παιδί με παρατάς

Δημοσιεύτηκε

"Παροιμίες από τον Κρόνο"

 

Στίχοι: Αγγελάκας Γιάννης

Μουσική: Αγγελάκας Γιάννης

Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Αγγελάκας

 

 

Γεια σου Γιάννη παλικάρι

Που σου ασπρίσαν τα μαλλιά

Πες μας καμιά παροιμία

Που σου μάθαιναν παλιά

 

Τα σκυλιά και το φεγγάρι

Το μαχαίρι του φονιά

Σ' όποιον ξέρει να κοιτάει

Φαίνονται όλα μαγικά

 

Γεια σου Γιάννη ξεδοντιάρη

Που δε σου 'μεινε μυαλό

Πες μας καμιά παροιμία

Από τον παλιό καιρό

 

Των αθώων τα τραγούδια

Του κατάδικου η στριγκλιά

Όποιον ξέρει να τ' ακούει

Του γλυκαίνουν τα αυτιά

 

Άσε τις φιλοσοφίες

Μίλα μας πιο καθαρά

Θα μας πεις για την αγάπη;

Που σου πήρε τα μυαλά

 

Στην αγάπης το πηγάδι

Όποιος ρίχνεται βαθιά

Αν μπορέσει να βγει πάλι

Δεν τον καίει πια η φωτιά

Δημοσιεύτηκε
«Άγρια των άστρων μουσική», Γιάννης Αγγελάκας

 

Είναι αδύνατον να μη σχολιάσω. Το σύμπαν της τέχνης απογειώθηκε και ταξιδεύει στο άπειρο.Εγώ ευχαριστώ όλους τους συμμετέχοντες που μας ταξιδεύουν.

Η Αλήθεια είναι Υπέρλογη!
Δημοσιεύτηκε

Όνομα δημιουργούΡήνας Ευάγγελος

ΤίτλοςΤο φεγγάρι της αξιολύπητης μαγείας μου

Θέμααλληγορικό

Χρονολογία έργου1990

Τύπος έργουχαλκογραφία

1466492129_5422-2072_web_wt.jpg.a46607926583e9f940837527ac23bf45.jpg

διὸ πολλοί φασι τῶν σοφῶν οἱ μὲν ἁρμονίαν εἶναι τὴν ψυχήν, οἱ δ’ ἔχειν ἁρμονίαν.

Αριστοτέλης.

Δημοσιεύτηκε

Όνομα δημιουργούΠαπαγεωργίου Ειρήνη

ΤίτλοςΚοιτάζω το φεγγάρι

Θέματοπιογραφία

Χρονολογία έργου1992

Τύπος έργουλιθογραφία δοκίμιο

642134414_6149-2799_web_wt.jpg.ae58d7c7c1f3bc9ecda52d7629f52779.jpg

διὸ πολλοί φασι τῶν σοφῶν οἱ μὲν ἁρμονίαν εἶναι τὴν ψυχήν, οἱ δ’ ἔχειν ἁρμονίαν.

Αριστοτέλης.

Δημοσιεύτηκε

Μελισσάκης Λεωνίδας

Χωρίς τίτλο

1990 μικτή τεχνική

ζωγραφική

_P4K6045_web_wt.jpg.0eed6ff88509e48492969c11d1cf1005.jpg

διὸ πολλοί φασι τῶν σοφῶν οἱ μὲν ἁρμονίαν εἶναι τὴν ψυχήν, οἱ δ’ ἔχειν ἁρμονίαν.

Αριστοτέλης.

Δημοσιεύτηκε

Ξιφαρά Ιόλη

Νυχτερινό της μεγάλης πόλης

λιθογραφία

χαρακτική

446787582_6933-3583_web_wt.jpg.096be3fc97e4176786386651bb93a706.jpg

διὸ πολλοί φασι τῶν σοφῶν οἱ μὲν ἁρμονίαν εἶναι τὴν ψυχήν, οἱ δ’ ἔχειν ἁρμονίαν.

Αριστοτέλης.

Guest
Αυτή η συζήτηση είναι κλειστή σε νέες απαντήσεις.

×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Όροι χρήσης