Δροσος Γεωργιος Δημοσιεύτηκε χθες στις 04:16 PM Δημοσιεύτηκε χθες στις 04:16 PM Κίρκεγκωρ και Νίτσε. Ήδη, από τα μέσα του 19ου αιώνος άρχισαν να υπάρχουν τάσεις διαφορετικές – τάσεις αντιλογικές – που βλέπουν τον άνθρωπο όχι ως απόλυτα λογικό ον, αλλά ως μια σύνθεση τάσεων και δυνάμεων, που δεν είναι όλες λογικές. Έτσι, αντίθετα προς την απολυταρχία της λογικής που έχουμε στον Έγελο, ο Μαρξ μετακινεί το θέμα του ανθρώπου προς την κοινωνία, και τον βλέπει ως παράγωγο των κοινωνικών όρων. Συγχρόνως η φυσική επιστήμη αρχίζει να βλέπη τον άνθρωπο ως συνάρτηση του φυσικού του περιβάλλοντός του. Η ίδια στροφή παρατηρείται και στην βιολογία, την κοινωνιολογία και παντού.Το πρόβλημα περί της ουσίας του ανθρώπου γίνεται τώρα και πρόβλημα των όρων της ζωής. Η έννοια της ζωής προβάλλει σε όλη της την ένταση και αλογία και πρώτος ο Bergson ετόνισε την τάση αυτή του ανθρώπου, που δεν είναι καθαρώς λογική. Έτσι, δημιουργείται ένα μεγάλο ρεύμα φιλοσοφικό που φέρει το όνομα «φιλοσοφία της ζωής». Γενικώς οι τάσεις αυτές έγιναν αφορμή να δημιουργηθεί ένας καινούργιος κλάδος της φιλοσοφίας, η «φιλοσοφική ανθρωπολογία», η οποία καταγίνεται με τον άνθρωπο ως προς την πληρότητά του – όχι με την αφηρημένη έννοια του ανθρώπου, αλλά με την πραγματική του ουσία, με τις δυνάμεις που τον αποτελούν και συνιστούν το Είναι του.Όμως όλες αυτές οι τάσεις δεν θα ήταν ικανές να αλλάξουν την έννοια του ανθρώπου που δημιουργήθηκε από την Αναγέννηση και έπειτα, αν κατά τα μέσα του 19ου αιώνος δεν εμφανίζονταν δυο φιλόσοφοι, οι οποίοι εμορφοποίησαν όλες αυτές τις τάσεις τις αντιλογικές και εξωλογικές. Οι φιλόσοφοι αυτοί είναι ο Kierkegaard και ο Nietzsche.Η αλήθεια, ως απλή επιστημονική γνώση, γίνεται τώρα ύποπτη και στους δυο, γιατί και οι δύο έχουν μια διαφορετική συνείδηση για την αλήθεια. Δεν αμφισβητούν την μεθοδική ορθότητα της επιστημονικής γνώσεως, αλλά ταράσσονται με την απάθεια των επιστημόνων, των καθηγητών. Ο Kierkegaard απορεί με τον τρόπο που ζουν οι πεπαιδευμένοι, οι σοφοί καθηγηταί της εποχής του. Οι περισσότεροι ζουν και πεθαίνουν με την ιδέα της αδιάκοπης («προόδου») της επιστήμης. Δεν ωριμάζουν εις βάθος, ούτε φθάνουν να διαπιστώσουν σημεία τα οποία δεν καταλαβαίνουν. Αυτός, έτσι πιστεύει ο Kierkegaard, είναι ο χειρότερος τρόπος για να ζή κανείς, δηλαδή να εξηγή τον κόσμο με τις ανακαλύψεις του και τον πλούτο του πνεύματός του, ν’ αναλύη όλη τη φύση και στο τέλος να μη καταλαβαίνη τίποτε από τον εαυτό του, να μη του έχη γίνει πρόβλημα ο εαυτός του. Τούτο είναι αφόρητο γι’ αυτόν.Ο Nietzsche εξ άλλου δεν κουράζεται ν’ αναλύη τους τύπους των μορφωμένων της εποχής του, οι οποίοι δεν έχουν συνείδηση για το τι κάνουν, δεν συλλαμβάνουν το νόημα του έργου των. Οι πεπαιδευμένοι αυτοί δεν είναι ποτέ εαυτοί τους, και όμως πιστεύουν ότι με την μηδαμινή του γνώση συνέλαβαν πράγματι το Είναι. Δεν έχουν ιδέα για το Είναι τους, και όμως ζουν με την πεποίθηση ότι έχουν συλλάβει το Είναι της πραγματικότητας. Και οι δύο τούτοι φιλόσοφοι αμφισβητούν ότι είναι δυνατόν η αλήθεια να περιληφθή σε ένα σύστημα. Γι’ αυτό υπήρξαν και οι δύο πολέμιοι του συστήματος, δηλαδή της μορφής με την οποία παρουσιάζεται η φιλοσοφία καθ’ όλη την ιστορία της, και συνεπώς υπήρξαν πολέμιοι και του γερμανικού Ιδεαλισμού. Το σύστημα – έτσι πιστεύουν – είναι παρεκτροπή του πνεύματος από την πραγματικότητα, συνεπώς είναι ψεύδος και απάτη. Ο Kierkegaard λέγει ότι η ζωή είναι δυνατόν να είναι σύστημα μόνον για τον Θεό, όχι όμως για τον άνθρωπο.Σύστημα και αποκλεισμός είναι ταυτόσημα, ενώ η ουσία της ζωής είναι κάτι αντίθετο, είναι ανοιχτή. Ο φιλόσοφος, που σχηματίζει ένα σύστημα, που οικοδομεί σύστημα, μοιάζει με άνθρωπο πολύ οικοδομεί ανάκτορο και ο ίδιος μένει διπλά μέσα σε μιά καλύβα. Ο άνθρωπος αυτός δεν ζή μέσα στην σκέψη του, δεν ζή μέσα σε ό,τι σκέπτεται. Η σκέψη όμως ανθρώπου έχει νόημα μόνον τότε, όταν γίνεται και η κατοικία του.Έτσι το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας – τι είναι φιλοσοφία και τι είναι επιστήμη – τίθεται τώρα εξ αρχής κατά τρόπο αδυσώπητο. Ο Nietzsche λέγει ότι θέλει να αμφιβάλλει ριζικώτερα και από τον Descartes και αντικρούει το σύστημα του Εγέλου και γενικώς τα συστήματα του γερμανικού Ιδεαλισμού, θεωρεί μάλιστα το σύστημα ως έλλειψη ειλικρίνειας. Η ζωή, κατ’ αυτόν, δεν ανέχεται το σύστημα. Η γνώση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ερμηνεία του κειμένου της ζωής. Η ερμηνεία όμως του κειμένου της ζωής δεν έχει τέλος. Η ζωή επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Κάθε ερμηνεία αποκαλύπτει και μία πλευρά, μία όψη της πραγματικότητος, που ήταν πριν κρυμμένη.Και οι δύο προχωρούν με τη σκέψη τους σε ό,τι πιστεύουν πως αποτελεί την ουσία, το Είναι του ανθρώπου. Ο Kierkegaard αντιτάσσει στον λόγο που ίσχυσε από την εποχή του Παρμενίδου ως τον Έγελο – ότι δηλαδή το Νοείν είναι ταυτόσημο με το Είναι, ότι η νόηση συμπίπτει με το Είναι – αντιτάσσει τον λόγο ότι η πίστη ταυτίζεται με το Είναι. Ο Nietzsche από το άλλο μέρος αντιτάσσει την θέληση για την επικράτηση, την θέληση προς απόκτηση δυνάμεως, («το επικρατείν δύνασθαι»), όπως λέει ο Πίνδαρος. Αλλά και οι δύο αυτές διατυπώσεις της ουσίας της ζωής, η πίστη και η θέληση της επικρατήσεως, της δυνάμεως, είναι απλές ενδείξεις και είναι δυνατόν να προσλάβουν ποικίλη ερμηνεία. Και οι δύο φιλόσοφοι ζητούν απόλυτη ειλικρίνεια. Αυτή είναι η αρετή, στην οποία υποτάσσονται. Και οι δύο στρέφονται προς το άτομο, προς τον κατ’ ιδίαν άνθρωπο και τον καλούν να αντλήσει από μέσα του και να φέρει εις φως ό,τι αυτοί έμμεσα μόνον μπορούν να του φανερώσουν.Για να χαρακτηρίσει το έργο του ο Kierkegaard καταφεύγει σε ένα λόγο του Lichtenberg (Λίχτενμπεργκ 1742-1799). Ο λόγος αυτός λέγει: «Παρόμοια έργα είναι καθρέπτες· αν κοιτάη μέσα σ’ αυτά ένας πίθηκος, δεν μπορεί από εκεί μέσα να φανή κανένας απόστολος». Ο Nietzsche εξ άλλου λέγει, ότι για να τον κατανοήση κανείς, απαιτείται κάτι το εξαιρετικό. Θεωρεί αδύνατο να διδάξη κανείς την αλήθεια εκεί, όπου η νοοτροπία είναι χαμηλή. Εξ άλλου και ο ένας και ο άλλος δεν εκφράζουν θετικώς την εποχή τους. Δεν είναι θετικοί εκπρόσωποι του πνεύματος της εποχής τους, αλλά αρνούνται το πνεύμα της εποχής των, είναι οι αιρετικοί της εποχής των, ή μάλλον η πέτρα του σκανδάλου.Μια εσωτερική στροφή, μια ριζική απόφαση χαρακτηρίζει και τους δυο από την νεότητά τους, η απόφαση της ριζικής απομονώσεως από το περιβάλλον τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι δυο έμειναν άγαμοι, και σχεδόν δίχως πραγματικό επάγγελμα, αν και έχουν την συνείδηση ότι είναι και οι δυο μεγάλοι ρεαλισταί. Επίσης, ζουν και οι δυο την πραγματικότητα ως ένα ερείπιο – έτσι πιστεύουν. Τέλος ζουν και οι δυο την ιστορία του πνεύματος από την εποχή των Ελλήνων ως την εποχή τους, ως το τέλος μιας μακράς πορείας, και επισημαίνουν μια στροφή της ιστορίας.Ολοι οι άλλοι ζητούν να κατανοήσουν την ιστορία οικονομικώς, τεχνικώς, πολιτικώς, κοινωνιολογικώς. Ο Μαρξ είναι ο κύριος εκπρόσωπος αυτής της προσπάθειας. Ο Kierkegaard όμως και ο Nietzsche ανακαλύπτουν αντιθέτως την ουσία της ζωής μέσα στον άνθρωπο, βλέπουν τον άνθρωπο ως κέντρο, είναι ριζικώς υποκειμενικοί. Η στροφή αυτή προς τον άνθρωπο γίνεται από διαφορετική αφετηρία στον καθένα. Στον Kierkegaard η αφετηρία είναι η χριστιανωσύνη της εποχής του. Η χριστιανωσύνη αυτή, έτσι πιστεύει και διδάσκει ο Kierkegaard, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πελώρια απάτη. Ο Χριστιανισμός της εποχής αυτής δεν έχει τίποτε το κοινό με την Καινή Διαθήκη. Δύο δυνατότητες υπάρχουν, λέγει ο Kierkegaard. Η μία είναι να συνεχισθή με διάφορα τεχνάσματα η απάτη αυτή, η οποία συγκαλύπτει την πραγματικότητα. Ο δρόμος όμως αυτός θα καταλήξη κατ’ ανάγκην στο μηδέν. Η άλλη δυνατότης είναι να ομολογήση η εποχή το ψεύδος της και την αθλιότητά της – προ παντός να ομολογήση ότι δεν υπάρχει πια ούτε ένας αληθινός χριστιανός, ούτε ένας άνθρωπος, που να ζή με το πνεύμα της Καινής Διαθήκης. Από την ομολογία αυτήν είναι δυνατόν να προκύψη κάτι το αληθινό – μία ειλικρίνεια στη ζωή, αλλιώς δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά να σωριαστούν όλα κάτω, κι’ απ’ αυτήν μέσα την καταστροφή και τη φρίκη να γεννηθούν πάλι άτομα που να μπορούν να κρατήσουν το πνεύμα του Χριστιανισμού.Ο Nietzsche από άλλο μέρος συνοψίζει την κατάστασιν της εποχής του με τον φοβερό λόγο: ο Θεός είναι νεκρός, και είναι καιρός να ζήση ο υπεράνθρωπος. Και αναγνωρίζει βέβαια ότι αυτή είναι η αιτία του μεγάλου κινδύνου, δηλαδή το γεγονός ότι ο Θεός είναι νεκρός, αλλά προσθέτει ότι αυτό μπορεί να γίνη και αιτία για το πιό μεγάλο θάρρος. Ο θάνατος του Θεού είναι για τον προφήτη, λέγει, το φοβερώτερο γεγονός, για τον Ζαρατούστρα όμως είναι το ευτυχέστερο γεγονός και το πλουσιώτατο σε ελπίδες. Όλες οι προϋποθέσεις της «τάξεως» των πραγμάτων, που υφίσταται, δηλαδή οι όροι της παραδεδομένης κοσμοθεωρίας, έχουν ανατραπή, έχουν ανασκευασθή, λέγει ο Nietzsche. 1. Ο Θεός έχει αναιρεθή, γιατί ό,τι γίνεται δεν είναι ούτε καλό ούτε φρόνιμο ούτε αληθινό. 2. Επειδή το «καλό» και το «κακό» δεν είναι αντιθέσεις και οι ηθικές αξίες μεταβάλλονται. 3. Επειδή η «αλήθεια» και «ψεύδος» είναι και τα δύο αναγκαία, το να θέλεις ν’ απατηθείς και το ν’ αρνηθείς ν’ απατηθείς είναι προϋπόθεση της ζωής. 4. Το να μην είσαι εγωιστής, δεν είναι καθόλου δυνατόν. Η «αγάπη» έχει παρεξηγηθεί, η «προσευχή» είναι αδιαφορία, η «αφοσίωση» είναι επικίνδυνη.Το κοινό και στους δύο είναι ότι βλέπουν την κενότητα της εποχής, την κενότητα του ανθρώπου. Αντικρύζουν και οι δύο ενώπιόν των, το μηδέν, δίχως όμως να επιδιώκουν τον μηδέν. Ο ένας βλέπει την ανυπαρξία γνησίου, πραγματικού χριστιανισμού, ο άλλος προσέχει ότι οι άνθρωποι έχασαν την πίστη τους στον Θεό. Την κενότητα ακριβώς αυτήν ζητούν και οι δύο να την μεταβάλουν σε μία δυνατότητα, για να επανεύρη ο άνθρωπος το Είναι του, την αξία του. Και οι δύο αυτοί άνθρωποι δεν κάνουν πολιτικά, μεταρρυθμιστικά προγράμματα, ούτε πιστεύουν καθόλου στα προγράμματα και στα συστήματα, αλλά στρέφονται με τη σκέψη τους κατ’ ευθείαν προς το συγκεκριμένο άτομο, που θέλουν να το βοηθήσουν με τη σκέψη τους να συνέλθη, να συγκεντρωθή στο πραγματικό του Είναι. Και οι δύο κατέχονται από τη σκέψη και τη μέριμνα: τι θα γίνει με τον άνθρωπο; Είναι τόσο σύγχρονος όσο κανείς άλλος. Ανασκάπτουν όλη την επιφάνεια της ζωής, που επιδεικνύεται με τόσο κομπασμό την «πρόοδον» της, για να βρουν στερεό έδαφος για τον άνθρωπο. Και την ανασκαφή αυτήν την κάνουν με την ατέλειωτη, αδισώπητη σκέψη. Η σκέψη αυτή – οδηγεί στην καταστροφή, στην διάλυση του ανθρώπου, δεν καταλήγει πουθενά. Τον κίνδυνο αυτόν τον ξέφυγε περισσότερο ο Kierkegaard και λιγότερο ο Nietzsche. Πολλοί όμως είναι εκείνοι, οι οποίοι παρασυρόμενοι από τα δύο αυτά πνεύματα και προ παντός από τη γλαφυρότητα του ύφους των κατέληξαν στη σοφιστική της ζωής – στην άβαθη αισθητική θεώρηση της ιστορίας, και στην ασήμαντη και εφήμερη λογογραφία. Παρά πολλοί νέοι παρασύρονται ιδίως από τον Nietzsche και καταλήγουν ή σε ό,τι ανέφερα πριν ή και στην πλήρη διάλυση. Ο Nietzsche όμως δεν είναι για νέους, αλλά για ώριμους ανθρώπους. Οι νέοι μπορούν να διαβάσουν Nietzsche μόνον όταν συνάμα δουλεύουν ένα μεγάλο κλασικό. Πρέπει να έχουν αυτόν ως αντέρεισμα για να μπορέσουν να διαβάσουν Νίτσε χωρίς να διαλυθούν.Χωρίς όμως την αδυσώπητη, ατέλειωτη διαλεκτική σκέψη, – έτσι πιστεύουν και οι δύο – δεν είναι δυνατόν κανείς να φτάσει στην εσωτερική του απελευθέρωση, μένει στο τέλος της εποχής του, στην ανελευθερία και στην ειδωλολατρία και δεισιδαιμονία της εποχής. Η διαλεκτική, αδυσώπητη σκέψη είναι δυνατόν να οδηγήσει και στο μηδέν, είναι όμως και η προϋπόθεση της ελευθερίας. Την ελευθερία αυτήν ο Kierkegaard ονόμασε ύπαρξη. Η διαλεκτική αυτή σκέψη, η οποία οδηγεί στην απελευθέρωση, είναι όμως απλή δυνατότητα. Γι’ αυτό και ο Kierkegaard και ο Nietzsche χαρακτηρίζουν την όλη διαδικασία της σκέψεώς των πειραματική. Και ο ένας και ο άλλος βλέπουν τη σκέψη των ως απλή απόπειρα, ως ένα πείραμα προς αυτοανακάλυψη της ουσίας του ανθρώπου. Γι’ αυτό καλύπτουν ό,τι σκέπτονται και ό,τι θέλουν να ειπούν και πολλές φορές το καλύπτουν τόσο, ώστε να γίνεται δυσδιάγνωστο.Ο Kierkegaard μάλιστα γράφει και κρύβεται συνεχώς κάτω από ψευδώνυμα. «Το κάτι που είμαι», λέγει, «αυτό είναι ακριβώς ένα τίποτε». «Να κρατάς την ύπαρξή σου επάνω στο κρίσιμο σημείο του μηδενός – ανάμεσα στο κάτι και στο μηδέν ως ένα απλό «ίσως». Δεν έχουμε λοιπόν εδώ ένα στερεό έδαφος – ούτε ίχνος δογματισμού, αλλά μια συνεχή αβεβαιότητα, η οποία τείνει να γίνει βεβαιότης, η οποία νοσταλγεί τη βεβαιότητα – την εσωτερική αυτοβεβαίωση, περί του τι είναι άνθρωπος. Και οι δύο αυτοί άνθρωποι γνωρίζουν «τη δυστυχισμένη σχετικότητα σε όλα τα ατέλειωτα ερωτήματα για το τι είμαι».Μια τάση προς την πηγή, προς την πρωταρχή της ζωής, υπάρχει και μέσα στον Kierkegaard και μέσα στον Nietzsche. Στις μεταγενέστερες γενεές η τάση αυτή θα γενικευθή σχεδόν. Θα ζητήσουν αργότερα όλοι σχεδόν την πρωταρχή και πρωτοτυπία στη γλωσσική έκφραση, θα ζητήσουν το άμεσο της αισθητικής γοητείας και εμπειρίας, την ένταση του εσωτερικού βιώματος της ζωής. Και οι δύο φιλόσοφοι του δέκατου ένατου αιώνος είναι τόσο δημιουργικοί στη γλώσσα, ώστε τα έργα τους ανήκουν στα κορυφώματα της συγγραφικής δημιουργίας των λαών τους.Τούτο βεβαίως συνετέλεσε πολύ ώστε να διαβασθούν πολύ κατά την τελευταία πεντηκονταετία και οι δύο αυτοί συγγραφείς. Η γλαφυρότης όμως και η πρωτοτυπία της γλώσσας δεν αφαιρεί ούτε περιορίζει τη δυσκολία να κατανοήση κανείς τα νοήματα της φιλοσοφίας τους. Απλώς προσελκύει τον αναγνώστη. Η αισθητική μορφή των έργων τους είναι απλώς ένα δόλωμα για τον αναγνώστη. Θέλουν μ’ αυτήν να αναγκάσουν τον αναγνώστη να τους προσέξη. Όπως ο έρως του Σωκράτους προς την νεότητα ήταν περισσότερο παγίδα του φιλοσόφου για να κερδήση την προσοχή του νέου και να στρέψη το πνεύμα του προς το εσωτερικό, προς την ψυχή, έτσι και σ’ αυτούς τους δύο φιλοσόφους η αισθητική μορφή είναι δόλωμα. Το μυστικό της συγγραφικής τέχνης του Kierkegaard είναι η ενσυνείδητη δισήμαντη, διπρόσωπη όψη της, είναι ότι η τέχνη του είναι συνάμα αισθητική και θρησκευτική. Τούτο σημαίνει ότι ο Kierkegaard ήταν εξ αρχής αισθητικός και θρησκευτικός συγγραφεύς.Άλλο κοινό γνώρισμα των δύο αυτών φιλοσόφων είναι ο ενθουσιασμός τους για την μουσική. Συνάμα όμως επισημαίνουν και οι δύο την μουσική ως πειρασμό, και ειδοποιούν τον αναγνώστη τους νάχει νου του. Και ως προς αυτό συμφωνούν με τον Πλάτωνα και τον Αυγουστίνο. Κανείς άλλος ερμηνευτής δεν κατώρθωσε να παρουσιάση με λέξεις το νόημα της μουσικής του Μότσαρτ όσον ο Kierkegaard. Η ερμηνεία της όπερας Δον Ζουάν του Μότσαρτ από τον Kierkegaard είναι μοναδικό μνημείο μουσικής ερμηνείας. Μόνον ένας άνθρωπος με την απίθανη εσωτερικότητα του Kierkegaard ήταν δυνατόν να ερμηνεύση και να παρουσιάση με τη γλώσσα το κάλλος της μουσικής του Μότσαρτ.Κανείς άλλος φιλόσοφος δεν έγραψε τόσα πράγματα, δεν εισέδυσε τόσο βαθιά στο πνεύμα της μουσικής όσον ο Nietzsche. Χωρίς μουσική, λέγει, θα ήταν η ζωή μια πλάνη. Συγχρόνως ο Nietzsche ερμήνευσε τον μεταφυσικό χαρακτήρα της μουσικής και ετόνισε την θρησκευτική πηγή της νεώτερης μουσικής. Ποτέ φιλόσοφος δεν κατώρθωσε να εκφράση τόσο πλούσια το πνεύμα και τον κόσμο της μουσικής, όσον ο Nietzsche. Πρώτος δε αυτός διέγνωσε ότι η μουσική της εποχής του είναι σε παρακμή, ή, όπως αλλιώς λέγει, είναι άρρωστη και επικίνδυνη.Άλλο κοινό σημείο μεταξύ των δύο τούτων φιλοσόφων είναι ότι: η διαλεκτική των σκέψεων υπερπηδά με τη ριζικότητά της το πεπερασμένο και, χωρίς να γίνεται δογματική, πιάνεται από ένα υπερβατικό σημείο. Με το σύνθημα: «ή όλα ή τίποτε» προσπερνούν με τη διαλεκτική των σκέψεων τα πεπερασμένα και τολμούν να ανοιχθούν προς το άπειρο.Η τόλμη όμως αυτή προσδιορίζεται από μία πρώτη σύλληψη που έκανε το πνεύμα τους κατά τη νεότητά των, από ένα σπινθήρα που άναψε μέσα τους, όταν ήταν νέοι. Και οι δυο στη νεότητά των, αφού έσπασαν με το πνεύμα των κάτω όλα τα είδη των ειδώλων, ζήτησαν τον άγνωστο Θεό. Έτσι, έγραψε ο Kierkegaard, όταν ήταν ακόμα 25 ετών, «αν και είμαι ακόμα μακριά από το να καταλαβαίνω εσωτερικώς τον εαυτό μου, … λατρεύω τον άγνωστο Θεό». Ο Nietzsche, εξ άλλου σε ηλικία 20 ετών έγραψε το αλησμόνητο πρώτον ποίημά του «Στον άγνωστο Θεό» Θέλω, να σε γνωρίσω, άγνωστε, ’Εσύ που απλώνεσαι βαθιά στην ψυχή μου, ’Εσύ που σαν θύελλα στροβιλίζεσαι στην ζωή μου ’Εσύ ασύλληπτε, μ’ εμένα συγγενικέ, Θέλω να Σε γνωρίσω, να Σε υπηρετήσω». Και οι δυο αυτοί φιλόσοφοι ζητούν τον άγνωστο Θεό. Δεν ησυχάζουν μέσα στα πεπερασμένα, όπου δοκιμάζουν μία απόλυτη μοναξιά. Γι’ αυτό ζητούν να υπερνικήσουν ό,τι υπάρχει, ισχύει, αξίζει, κι’ από εκεί ξεκινάει η τάση τους να καταρρίψουν κάθε αξία. Έτσι γράφει ο Kierkegaard: «Θεέ μου, αν δεν υπήρχε ένα έσχατο σημείο μέσα στον άνθρωπο, όπου όλα τ’ άλλα μπορούν να λησμονηθούν…, ποιός θα μπορούσε να το ανθέξη;» Αν δηλαδή δεν υπήρχε ένα σημείο απόλυτα εσωτερικό, όπου να συγκεντρώνονται όλα. Έτσι και ο Nietzsche αισθάνεται ότι κινείται πάντοτε μέσα στο πέλαγος του απείρου, ότι πάντοτε απομακρύνεται από τη στεριά, από το στερεό έδαφος, όπου πατά η σκέψη των άλλων. Γνωρίζει ότι τη μοναξιά του δεν την εγνώρισαν, δεν την εδοκίμασαν ούτε ο Δάντης, ούτε ο Σπινόζα, γιατί είχαν συντροφιά τον Θεό. Έγκλεισμένοι μέσα στην μοναξιά του – δίχως ανθρώπους και χωριστά από τον παλαιό Θεό – παρηγορείται μόνο από την ιδέα του Ζαρατούστρα, του Υπερανθρώπου του, που ο ίδιος τον κατασκεύασε, και από την ιδέα της αιώνιας ανακύκλησης των πάντων, που την παίρνει από τον Ηράκλειτο. Ο ίδιος μάλιστα λέγει: «Αν δεν είχαμε τον Ηράκλειτο, τι θα είχαμε;» Και προσθέτει: «Αν είχα το θάρρος να σκεφθώ όλα όσα γνωρίζω», – εννοεί, βέβαια, να πάη ως την άκρη με τη σκέψη του για όλα όσα γνωρίζει. Αλλ’ ακριβώς μέσα σ’ αυτήν την ατερμάτιστη πορεία της ακοίμητης σκέψεώς του, του αποκαλύπτονται όλα τα υπερβατικά νοήματα, όλες οι ιδέες που τον ικανοποιούν.Το άλμα του πνεύματός του προς το Υπερβατικό, φέρνει τον Kierkegaard προς το παράδοξο πνεύμα του Χριστιανισμού, παράδοξο, γιατί είναι αντίθετο προς τη λογική. Και βαθαίνει όσο γίνεται την ουσία αυτού του πνεύματος, για να φανή η άλογη του, η οποία εκφράζεται με τον φοβερό λόγο ότι: «Ο Θεός έγινε άνθρωπος», και για να δείξη έτσι ότι με την πίστη πρέπει να υπερνικήση ό,τι πιό δύσκολο. Κατ’ αυτόν το πνεύμα του Χριστιανισμού αρνείται την πεπερασμένη μορφή του κόσμου, αρνείται τα πάντα και υπάρχει και ζή ως μαρτύριο. Το μαρτύριο του Kierkegaard το συνεχές είναι πως δεν λέγει καν πως είναι Χριστιανός, αλλά προσπαθεί να γίνη.Τον Nietzsche εξ άλλου το ίδιο άλμα της σκέψεώς του τον φέρνει στην ανακύκληση των πάντων και στον υπεράνθρωπο, καθώς και στην σταθερή, αμετακίνητη αγάπη του για τους αρχαίους Έλληνες, για τους οποίους και μόνον δεν άλλαξε ποτέ γνώμη, ειδικά για τους Προσωκρατικούς και την αρχαία τραγωδία. Αυτές είναι οι μόνιμες ιδέες, που συγκρατούν το πνεύμα του, για να μη διαρραγεί και γίνει χίλια κομμάτια. Δεν έχει ο Nietzsche καμιά άλλη υπερβατική ιδέα, εκτός από την αιώνια ανακύκληση των πάντων, και εκτός από ό,τι εκείνος ονόμασε θέληση της δυνάμεως, κατάφαση της ζωής, που τείνει να ξεπεράσει τα πεπερασμένα όριά της. Αυτήν την κατάφαση της ζωής, της ζωής που του έλειπε τόσο, την εμελέτησε όσο κανείς άλλος, και έγινε αρχηγέτης της «φιλοσοφίας της ζωής». Μελετά την ζωή, για να την ξεπεράσει – όχι να την τελειώσει, αλλά να πάει πιο πέρα. Πώς; Ο άνθρωπος έχει εχθρό τον εαυτό του, την αποπνιχτική μετριότητά του, την φιλαυτία του. Αυτήν πρέπει να ξεπεράσει, να φθάσει τον υπεράνθρωπο. Καμιά άλλη ιδέα του Nietzsche δεν παρεξηγήθηκε τόσο, όσο αυτή, από τους μεταγενεστέρους, και προ παντός από τους συμπατριώτες του, όσο η ιδέα του υπερανθρώπου. Και όμως την ίδια ιδέα βρίσκουμε και στον Φάουστ και στα αρχαία χρόνια. Και το νόημά της είναι απλό.Ο Nietzsche, όπως ο ίδιος λέγει, φιλοσοφεί με το σφυρί στο χέρι, για να συντρίψει τα είδωλα, που κάτω απ’ αυτά δεν κρύβεται καμιά ζωντανή ιδέα, και τα κρατούν οι άνθρωποι, γιατί τα φοβούνται, και ψευδόμενοι λέγουν ότι τα πιστεύουν. Καλεί τους ανθρώπους, δηλαδή την άπιστη εποχή του, να δημιουργήσουν πραγματικές αξίες. «Νεκροί», λέγει, «είναι όλοι οι θεοί, τώρα λοιπόν θέλουμε να ζήσει ο υπεράνθρωπος». «Ιδέτε, σας διδάσκω τον υπεράνθρωπο. Ο υπεράνθρωπος είναι το νόημα, ο σκοπός της γης. Σας εξορκίζω, αδελφοί μου, μείνετε πιστοί στην γη και μη πιστεύετε εκείνους, που σας μιλούν για υπεργήινες ελπίδες. Αυτοί είναι περιφρονηταί της ζωής». Έτσι ομιλεί ο Ζαρατούστρας, όταν αφήνει την μοναξιά των ορέων και, γεμάτος σοφία, έρχεται στους ανθρώπους να τους χαρίσει την σοφία του, να τους χαρίσει ζωή.«Το μεγάλο που έχει μέσα του ο άνθρωπος είναι ότι αποτελεί γέφυρα και όχι σκοπό, γέφυρα που οδηγεί από την μετριότητα, την ανωνυμία, την αδιαφορία και ανυπαρξία, στο όνομα και στην δημιουργία – από τον θάνατο στην ζωή, από το ψέμα στην αλήθεια. Ο υπεράνθρωπος γνωρίζει ότι ο κόσμος είναι διονυσιακός, ότι γεννιέται αιώνια από την πρωταρχή του Είναι, ότι όλες οι προσπάθειες του ανθρώπου να γνωρίσει, να δημιουργήσει, να θέσει αξίες και μέσα τους να κρατηθεί, είναι καταδικασμένες να ναυαγούν μέσα στην πορεία του παντοδύναμου χρόνου. Γι’ αυτό πρέπει να φυλάγεται ο άνθρωπος, να καταλαβαίνει πότε οι αξίες του έγιναν είδωλα στο πέρασμα του χρόνου, που αχρηστεύει τα πάντα. Να ενώση θέλει λοιπόν ο Nietzsche τον χρόνο με την αιωνιότητα. Την βαθιά αυτή κατανόηση της ουσίας της ζωής, εν αντιθέσει προς την επιφανειακή, άβαθη και φανταστική, την ονόμασε ο Nietzsche «τραγική σοφία».Ο Nietzsche είναι ο πρωτότοκος μιάς εποχής, η οποία βυθισμένη στην απατηλή πρόοδο και ευδαιμονία της, δεν μαντεύει την τραγική μοίρα, που την περιτυλίσσει, δεν αντιλαμβάνεται τα μηνύματα. Και δεν είναι μόνον ο Nietzsche που φέρνει το φοβερό μήνυμα. Βλέπει ο Nietzsche πρώτος πόσο ο άνθρωπος αποξενώνεται από την εσωτερικότητά του, πόσο αδειάζει το Είναι του και χάνεται προς τα έξω, βλέπει πόσο άπιστος έχει γίνει προς τον εαυτό του και πόσο άπιστος έχει γίνει αυτός που ισχυρίζεται ότι πιστεύει ακόμα στον Θεό. Γι’ αυτό η αθεΐα του Nietzsche δεν είναι ο συνηθισμένος διανοητικός ακροβατισμός νεοπλούτου του πνεύματος, αλλά είναι η τραγική συνείδηση για την αθεΐα των ανθρώπων της εποχής του και για την προσήλωσή τους σε είδωλα που πεθαίνουν.Το ίδιο συμβαίνει και με τον Kierkegaard. Αυτός που έζησε και εξέφρασε βαθύτερα από κάθε άλλον άνθρωπο της εποχής του το πνεύμα του Χριστιανισμού, φαίνεται από την πλευρά των πιστών της εποχής του ως άπιστος. Έτσι οι «πιστοί» είναι κατά βάθος «άπιστοι» και οι «άπιστοι» είναι κατά βάθος οι «πιστοί». Και ο Kierkegaard και ο Nietzsche διέγνωσαν πρώτοι βαθύτατα πόσο άπιστη ήταν η εποχή τους, ενώ είχε την ψευδαίσθηση της πίστεως, του μεγαλείου και της προόδου.Όμως δεν θα ήταν δυνατόν οι δύο αυτοί τραγικοί άνθρωποι να διαγνώσουν την απιστία της εποχής των, αν δεν είχαν και οι δύο, ο καθένας με τον τρόπο του, αφομοιώσει όλη την προηγούμενη πνευματική παράδοση της ιστορίας. Και οι δύο είχαν πλούσια κλασική ελληνική παιδεία. Μοναδικός είναι ο Nietzsche ως προς αυτό. Δεν μπορεί κανέναν άλλον να βάλει ο λαός του στην θέση του. Ο Kierkegaard επίσης τους γνώρισε καλά τους αρχαίους, αν και σε μικρότερη έκταση. Επίσης έχουν και οι δύο ανατραφεί μέσα σε αυστηρό χριστιανικό περιβάλλον και χωρίς αυτήν την ανατροφή δεν είναι νοητός ο πνευματικός αγών, τον οποίον έκαμαν. Απ’ αυτήν την παιδεία κατανόησαν τα ενσυνείδητα της ψυχής των και εξηγούνται οι εξερευνήσεις του πνεύματός των και η τάση για την επιστροφή του πνεύματός των στα πρότυπα.Το πνεύμα του ενός, του Kierkegaard, αγωνίζεται ν’ αποκαταστήση τον Χριστιανισμό της Καινής Διαθήκης, το πνεύμα του άλλου, του Nietzsche, μοχθεί ν’ αποκαλύψη τον προσωκρατικό Ελληνισμό, την προσωκρατική φιλοσοφία, και την πρωταρχή της ελληνικής τραγωδίας, που αποτελούν τα μόνα αντερείσματα του πνεύματός του, μέσα στον όλο χαλασμό και την καταστροφή. Ώστε, αν και χτυπούν και οι δύο την παράδοση, του Χριστιανισμού ο ένας και της Φιλοσοφίας ο άλλος – όπως σχηματίσθηκε ανά τους αιώνας -, όμως χρησιμοποιούν ως αντερείσματα, ο ένας την πηγή του Χριστιανισμού και ο άλλος την πρωταρχή της Ελληνικής φιλοσοφίας.Ως ανθρώπινοι τύποι, ο Kierkegaard και ο Nietzsche, δεν κατατάσσονται, λέγει ο Jaspers, στους ιστορικώς γνωστούς τύπους, του ποιητού, του φιλοσόφου, του αγίου, του προφήτου, αλλά εμφανίζουν και οι δύο μια καινούργια μορφή μαρτύρων του πνεύματος, οι οποίοι, θα έλεγε κανείς, αυτοκαταστρέφονται στην αγωνία να εκφράσουν ό,τι μέσα τους συγκέντρωσε η ιστορική μοίρα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι και οι δύο έχουν ένα αιφνίδιο τέλος – ο ένας, ο Kierkegaard, στα 42 χρόνια της ζωής του, μετά από 10 χρόνια εντατικής συγγραφικής δουλειάς, και ο άλλος, ο Nietzsche, στα 45 χρόνια της ζωής του, αν και ο Nietzsche έζησε μετά τον πνευματικό του θάνατο 12 ακόμα χρόνια ως πνευματικό ερείπιο- ώσπου στα 1900 τον ελύτρωσε ο σωματικός θάνατος. Η αδυσώπητη μοίρα κατέσπαραξε ανηλεώς πνεύμα και σώμα των δύο αυτών τραγικών ανθρώπων και έτσι έγιναν μάρτυρες μοναδικοί της εποχής των. Όμως, προτού σβήσουν, ανοίγουν και οι δύο μία απεγνωσμένη επίθεσιν – ο ένας, ο Kierkegaard, κατά της Χριστιανωσύνης, όπως την εκπροσωπεί η εκκλησία, και ο άλλος, ο Νίτσε, κατά του Χριστιανισμού κατ’ ευθείαν. Και οι δύο αυτές επιθέσεις χαρακτηρίζονται από αδυσώπητη βιαιότητα και αποφασιστικότητα, είναι πράξεις καθαρώς αρνητικές και, παρά την απόλυτη ειλικρίνειά τους, δεν συντελούν στην οικοδόμηση του κόσμου ή μιας κοσμοθεωρίας.Η σημασία των δύο αυτών τραγικών ανθρώπων για την όλη πνευματική ζωή της συγχρόνου εποχής καταφαίνεται από την επίδραση που εξακολουθούν επάνω σ’ αυτήν. Και η επίδρασή τους αυτή είναι εντονότερη και μεγαλύτερη στην όλη πνευματική ζωή παρά στην φιλοσοφία, όπου επέδρασαν περισσότερο ο μεν ένας, ο Kierkegaard, στο φιλοσοφικό εκείνο κίνημα, που λέγεται υπαρξισμός, ο δε άλλος, ο Nietzsche, στο κίνημα, που λέγεται φιλοσοφία της ζωής. Ο Kierkegaard όμως επηρέασε και επηρεάζει και όλη την σύγχρονη προτεσταντική θεολογίαΕξ άλλου, η επίδραση του Nietzsche, κυρίως στην Γερμανία, υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε μπορεί κανείς, χωρίς υπερβολή, να ισχυρισθή ότι ξεπέρασε την επιρροή κάθε άλλου φιλοσόφου του τόπου του. Δεν υπάρχει σχεδόν καμμία κοσμοθεωρία στον αιώνα μας, η οποία να μη δείχνει την επίδραση του Nietzsche. Επίσης τα ολοκληρωτικά πολιτικά συστήματα, όπως ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός, ευρήκαν στον Nietzsche πολλά επιχειρήματα, για να στηρίξουν τις παράφορες ιδέες τους. Προ παντός δε η ιδέα και η διδασκαλία του Nietzsche για τον υπεράνθρωπο, καθώς επίσης και η διδασκαλία του, ότι ουσία και σκοπός της ζωής είναι η θέληση προς επικράτηση, το «επικρατείν δύνασθαι», συνεχωνεύθησαν μέσα στην θεωρία των ολοκληρωτικών πολιτικών συστημάτων. Οι δικτάτορες του αιώνος, Χίτλερ και Μουσολίνι, αμέσως ή εμμέσως εστήριξαν πολλά σημεία της πολιτικής των θεωρίας στην φιλοσοφία περί ζωής του Nietzsche. Για να υπομνήση συμβολικώς τι χρωστούσαν τα δύο αυτά ολοκληρωτικά συστήματα στον Nietzsche, ο Χίτλερ εξέδωσε κάποτε «Τα άπαντα του Nietzsche» στον Μουσολίνι. Έντονη επίδραση είχε επίσης ο Nietzsche στην ποίηση και λογοτεχνία του καιρού μας. Οι δικοί μας Παλαμάς και Καζαντζάκης είχαν αντλήσει πολλά από τον Nietzsche. Το ασκημένο βλέμμα ανακαλύπτει με την πρώτη ματιά τα δάνεια που έλαβαν και οι δύο από τον Nietzsche. απόσπασμα από το βιβλίο: «ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ», Ι. Ν. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΗΝΑΙ 1972 Ο πλανήτης μας ειναι το λίκνο της ανθρωπότητας.Αλλα κανείς δεν περνάει ολη του τη ζωή στο λίκνο. Κονσταντίν Εντουάρντοβιτς Τσιολκόφσκι.
Προτεινόμενες αναρτήσεις
Δημιουργήστε έναν λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε
Πρέπει να είσαι μέλος για να αφήσεις ένα σχόλιο
Δημιουργία λογαριασμού
Εγγραφείτε για έναν νέο λογαριασμό στην κοινότητά μας. Είναι εύκολο!.
Εγγραφή νέου λογαριασμούΣυνδεθείτε
Έχετε ήδη λογαριασμό? Συνδεθείτε εδώ.
Συνδεθείτε τώρα