kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 11, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 11, 2011 Amanti, Francesco Ciampi Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 11, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 11, 2011 Le Roi Soleil, Château de Versailles, 1682 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 11, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 11, 2011 Le Roi Soleil, Château de Versailles, 1682 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 11, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 11, 2011 Μηχανισμός Αντικυθήρων, 80πχ APOD 09/01/11 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
supernovus Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 11, 2011 Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 11, 2011 Μου το έστειλαν και ήθελα να το μοιραστώ μαζί σας. (Κώστα δεν είδα να το έχεις αναβάσει. Αν υπάρχει κάπου παλαιότερα, συγγνώμη, παιδιά) Αυτό είναι ένα άγαλμα στο Kaunas, Lituania. ...Στο φως της μέρας, περνά μάλλον απαρατήρητο. Όμως...[fullalbumimg]12021[/fullalbumimg] ...όμως σαν πέφτει η νύχτα, ...ζωντανεύει, δικαιώνοντας τ' όνομα του! Είναι... [fullalbumimg]12022[/fullalbumimg] ...είναι ο "Σπορέας Άστρων". Γι' αυτό, μη σταματάς να σπέρνεις αστέρια, ακόμα κι' όταν οι πολλοί δεν τα βλέπουν. ...,εάν αποτύχει, τουλάχιστον θα αποτύχει έχοντας τολμήσει να μεγαλουργήσει. Οπότε η θέση του ποτέ δεν θα είναι ανάμεσα στις κρύες και δειλές ψυχές, που δεν γνώρισαν ποτέ, ούτε τις νίκες ούτε τις ήττες. (Theodore Roosevelt)
wereniki Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 σ Επειδή σήμερα έχουμε 11/1/11κι επειδή τα Μαθηματ(γ)ικά είναι από μόνα τους Σύμπαν και Τέχνη μαζί...! Η Αδελφή Ψυχή είπε, ότι γι' αυτόν τον αιώνα μένει ακόμα η 1/11/11! 1 x 1 = 1 11 x 11 = 121 111 x 111 = 12321 1111 x 1111 = 1234321 11111 x 11111 = 123454321 111111 x 111111 = 12345654321 1111111 x 1111111 = 1234567654321 11111111 x 11111111 = 123456787654321 111111111 x 111111111 = 12345678987654321 11/11/11;26 έτη παρά μία ημέρα 11/11/11: έξι άσσοι11/1/11: πέντε άσσοι1/11/11: πέντε άσσοι 26 έτη παρά μία μέρα; Το σύμπαν της τέχνης & οι τέχνες τ’ ουρανού
wereniki Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Pulvis et umbra sumus (Horace)Είμαστε σκόνη και σκιά (Οράτιος) Horace,as imagined by Anton von Werner Γ. Δέρπαπας, "στο Σύμπαν" Φωτoγραφία του δορυφόρου Envisat, σκόνη από τη Σαχάρα πάνω από τον Ατλαντικό ωκεανό Το σύμπαν της τέχνης & οι τέχνες τ’ ουρανού
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Celestial Heaven Sun Moon Star Cigarette Case 11/11/11: έξι άσσοι11/1/11: πέντε άσσοι1/11/11: πέντε άσσοι 26 έτη παρά μία μέρα; Θα σας εξηγήσω στις 12/12/12 Δηλαδή στα 27 έτη και έναν μήνα. 6 άσσοι είναι καλύτεροι από πέντε άσσους.1 άσσος παραπάνω δεν μπορεί να βλάπτει.Εκτός αν προέρχεται από τον Παπαστράτο... Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Telescope Cigarette Case Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Τοξότης και Σκορπιός, Βαβυλώνα, 2300πχ Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Τοξότης, Βαβυλώνα, 1200πχ Hinke, William John, A New Boundary Stone of Nebuchadrezzar I. from Nippur, with a Concordance of Proper Names and a Glossary of the Kudurru Inscriptions thus far published (Philadelphia: University of Pennsylvania, 1907 [= The Babylonian Expedition of the University of Pennsylvania, Series D: Researches and Treatises, nr. IV]) http://www.etana.org/abzu/coretext.pl?RC=20301 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Ελληνοαιγυπτιακός Τοξότης, 330πχ-30μχ Hinke, William John, A New Boundary Stone of Nebuchadrezzar I. from Nippur, with a Concordance of Proper Names and a Glossary of the Kudurru Inscriptions thus far published (Philadelphia: University of Pennsylvania, 1907 [= The Babylonian Expedition of the University of Pennsylvania, Series D: Researches and Treatises, nr. IV]) http://www.etana.org/abzu/coretext.pl?RC=20301 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Ελληνοαιγυπτιακός Ζωδιακός της Denderah, 123-147μχ Μουσείο του Λούβρου Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 The Order Of Nature, William Cullen Bryant, 1866 Thou who wouldst read, with an undarkened eye, The laws by which the Thunderer bears sway, Look at the stars that keep, in yonder sky, Unbroken peace from Nature's earliest day. The great sun, as he guides his fiery car, Strikes not the cold moon in his rapid sweep ; The Bear, that sees star setting after star In the blue brine, descends not to the deep. -- The star of eve still leads the hour of dews ; Duly the day-star ushers in the light ; With kindly alternations Love renews The eternal courses bringing day and night. Love drives away the brawler War, and keeps The realm and host of stars beyond his reach ; In one long calm the general concord steeps The elements, and tempers each to each. -- The moist gives place benignly to the dry ; Heat ratifies a faithful league with cold ; The nimble flame springs upward to the sky ; Down sinks by its own weight the sluggish mould. Still sweet with blossoms is the year's fresh prime ; Her harvests stir the ripening Summer yields ; Fruit-laden Autumn follows in his time, And rainy Winter waters still the fields. -- The elemental harmony brings forth And rears all life, and, when life's term is o'er, It sweeps the breathing myriads from the earth, And whelms and hides them to be seen no more : While the Great Founder, he who gave these laws, Holds the firm reins and sits amid his skies Monarch and Master, Origin and Cause, And Arbiter supremely just and wise. -- He guides the force he gave ; his hand restrains And curbs it to the circle it must trace : Else the fair fabric which his power sustains Would fall to fragments in the void of space. Love binds the parts together, gladly still They court the kind restraint nor would be free ; Unless Love held them subject to the Will That gave them being, they would cease to be. -- Νούφαρα, Claude Monet, 1906 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Telescope, Vladstudio "I see clear at last; I love, I loathe,On this end of the telescope."- Jakob Dylan. Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 She is as Astronomer, Naveen Nanjundappa, 2009 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Astronaut Piggy Wiggy, Christian & Dyan Fox PiggyWiggy, his beloved toy, Teddy and all their friends sample space flight con brio!He imagines himself wearing a special space suit, climbing into a rocket, and preparing for blastoff. Once in space he would explore faraway planets and have grand adventures. The short text ends with the piglet safely back home “in time for breakfast.” Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 12, 2011 Sam Finnigan, Jacinta Behne, NASA, 20092B5C40E0d01.pdf Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 13, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 13, 2011 Ένα 24ωρο σε μια φωτογραφία, Χρήστος Κωτσιόπουλος, 2010 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 13, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 13, 2011 Sunset at Sounio, Χρήστος Κωτσιόπουλος, 2010 Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 13, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 13, 2011 Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, Οδυσσέας Ελύτης, 1971 ΑΦΗΓΗΤΗΣΟ ΗΛΙΟΣΑΝΕΜΟΙΚΟΡΙΤΣΙΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ------------------------------------------------------------------ ΑΦΗΓΗΤΗΣΟ Ήλιος ο Ηλιάτοραςο πετροπαιχνιδιάτοραςαπό την άκρη των ακρώκατηφοράει στο ΤαίναροΦωτιά'ναι το πηγούνι τουχρυσάφι το πιρούνι του.Ο ΗΛΙΟΣΕ σεις στεριές και θάλασσεςτ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιέςακούτε τα χαμπέρια μουμέσα στα μεσημέρια μου«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώμόνον ετούτον αγαπώ!»Από τη μέση του εγκρεμούστη μέση του άλλου πελάγουκόκκινα κίτρινα σπαρτάνερά πράσινα κι άπατα«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώμόνον ετούτον αγαπώ!»Με τα μικρά χαμίνια τουκαβάλα στα δελφίνια τουμε τις κοπέλες τις γυμνέςπου καίγονται στις αμμουδιέςμε τους λοξάτους πετεινούςκαι με τα κουκουρίκου τους!ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝΕμείς ψωμί δεν έχουμεκαι τέτοια δεν κατέχουμεΧρόνους πολλούς μας πολεμάνκι ανάσα δεν επήραμαν.ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑΦύγανε τα πουλιά γι' αλλούμα εγώ στο κύμα του γιαλούθεμέλιωσα το σπιτικόνα τ' αποσώσω δεν μπορώ.ΟΛΕΣ ΜΑΖΙΤέσσερις μήνες χτίζουμεκαι τους οχτώ γκρεμίζουμεκαι κάθε γινωμένη ελιάστοιχίζει και μια φαμελιά.ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑΌνειρο πόκανα κρυφάγια τα παιδιά π' ανάθρεφαΠοιος το'λεγε πως θε να μουτα στείλουνε του σκοτωμού.ΟΛΕΣ ΜΑΖΙΆλλος εβγήκε απ' τα βουνάκι άλλος απ' τα πλεούμεναμε το πουκάμισο χακίκατάρα οι ξένοι κι οι εδικοί.ΑΦΗΓΗΤΗΣΤ' άκουσε ο ήλιος κι έφριξετο φως το κόκκινο έριξεΠήραν να καίγονται οι κορφέςκι όλες οι πάνω γειτονιές.Ο ΗΛΙΟΣΩρ' τι'ναι τούτ' η αποκοτιάβρε συ Βοριά βρε συ ΝοτιάΠουνέντε και Λεβάντε μουένα ραπόρτο κάντε μου.ΑΝΕΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣΘέλω καράβια σπρώχνω θέλω σταματώΤα δυο βουνά χωρίζωτα περπατώΜες στις αγάπες μπαίνω και ζαλίζομαικι από τα μυστικά τους αντραλίζομαιΣ' όλους το παραγγέλνω σ' όλους το μηνώΤρώγεται ο νους του ανθρώπου μόνο αλίμονό.ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣΑνάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώτο ανάποδο βαφτίζει και το λέει σωστόΤου αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέβγαίνει τη νύχτα μέρα και τ' ορκίζεταιΌπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτόςκάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος.ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣΚάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μοριάπου'ν' τα παρμένα κάστρα που'ναι τα χωριάΜες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαροκοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώΔευτέρα μεγαλώνει Τρίτη πολεμάΤετάρτη γονατίζει Πέμπτη ξεψυχά.ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣΔρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοιΠοιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατείΜα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματαΜήτε Θεός μήτ' άλλος δεν τον σταματάΚατακαημένη πλάση που σε γήτεψανΌλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!ΑΦΗΓΗΤΗΣΠαράπονα κι αθιβολέςγύρισε ο κόσμος τρεις φορέςΓιόμα βράδυ μεσάνυχτακι όλα τα δώματα ανοιχτάΣτ' αλώνια και στις εμπατέςξυπνούν οι ελαφροΐσκιωτεςσύρνουν ανάβουνε μαλλίστων αστεριών τη χόβοληκαι τους μικρούς αγγέλους σταματάν και παίζουν αμ στραμ νταμΚαημέ που πάρα εβάρυνεςτον κόσμο δεν εμάρανεςΤα μαύρα λεν και τ' άσπρα σουοι άνεμοι κι όλο τα φυσούνΚι ένα κορίτσι εννιά χρονώγια λόγου τραγουδά ολονώ.ΚΟΡΙΤΣΙΔύο συ και τρία γωπράσινο πεντόβολομπαίνω μέσα στον μπαξέγεια σου κύριε ΜενεξέΣιντριβάνι και νερόκαι χαμένο μου όνειροΤζίντζιρας τζιντζίρισετο ροδάνι γύρισεΧοπ αν κάνω δεξιάπέφτω πάνω στη ροδιάΧοπ αν κάνω αριστεράπάνω στη βατομουριάΤο'να χέρι μου κρατείμέλισσα θεόρατητ' άλλο στον αέρα πιάνειπεταλούδα που δαγκάνει.ΧΟΡΟΣΒότσαλο μέσα στα νεράτου κοριτσιού η αποθυμιάΚύκλοι και πως ανοίγουνεκαι με τα σένα σμίγουνεψηλά στη γλάστρα του βουνούχρυσό γεράνι τ' ουρανούΉλιε μου και τρισήλιε μουένα σου λόγο στείλε μου.ΑΝΕΜΟΙΆκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμενησιά και πολιτείες που γνωρίσαμεΚρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι ΙκαριάΝάξο και Σαντορίνη Ρόδο ΚέρκυραΣπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουεράπάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νεράΞάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια ΚαστοριάΓιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και ΜιστράΚαμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιάκι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.Ο ΗΛΙΟΣΌμορφη και παράξενη πατρίδαΩσάν αυτή που μου'λαχε δεν είδαΡίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτάΣτήνει στη γη καράβι κήπο στα νεράΚλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεταιΜένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεταιΚάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατάΚάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματαΜπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούςΞεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννουςΠέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρείΝα λείψουν απ' τη μέση τους δοξολογεί.ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝΠολλά δε θέλει ο άνθρωποςνα'ν' ήμερος να'ναι άκακοςλίγο φαΐ λίγο κρασίΧριστούγεννα κι Ανάστασηκι όπου φωλιάσει και σταθείκανείς να μην του φτάνει εκείΜα'ρθαν αλλιώς τα πράματατονε ξυπνάν χαράματατον παν τον φέρνουν πίσω μπροςτου τρώνε και το λίγο βίοςκι από το στόμα την μπουκιάπάνω στην ώρα τη γλυκιάτου τηνε παίρνουνε κι αυτήΧαρά στους που'ναι οι Δυνατοί!ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝΧαρά στους που'ναι οι Δυνατοίγι' αυτούς δεν έχει«εγώ» κι«εσύ»Χαρά στους που'ναι οι Δυνατοίγι' αυτούς δεν έχει χόρταση.ΑΦΗΓΗΤΗΣΟ Ήλιος ο Ηλιάτοραςο πετροπαιχνιδιάτοραςλίγο το στόμα του άνοιξεκι ευθύς εμύρισε άνοιξηΤα δέντρα κελαηδήσανετα ζωντανά σουνίσανεκι οι άνεμοι χρωματιστούςγεμίσανε χαρταετούς.Ο ΗΛΙΟΣΤι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πωπαρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώΜόνο να σας ακούω πότε θλίβομαιπιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαιΠότε μα το Θεό περηφανεύομαιβάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαιΣτα χώματα όπου η ρίζα μ' αφουκράστηκεγύρισε τ' άνθος κι από μένα πιάστηκεΜε το φαρμάκι δένει κόμπο στα κρυφάτο γιατρικό που σώζει κι όλ' η ομορφιάΤο φως όπου σηκώνω και τον έρωταέννοια σας μήτ' εγώ δεν τα'χω απλέρωταΜέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητατου κόσμου όλα τα βρόμικα και τ' άπλυταΚι όσον καιρό κρεμιέμαι πάνω απ' τα νεράκι όσον περνώ στα μακρινά τα ΤάρταραΤυραγνίες ζηλοφθονίες φόνους παιδεμούςτ' αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενουςΤ' αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γηπου'δωσε το σκοτάδι φως για να το πιειΚουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μουΟι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μουΌπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεταιΉλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετεΣ' ευλογημένη μέρα βγάζει το κακόσε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακοΚι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωσηόπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμησηΡίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγήδώσε την περηφάνια πάρε την οργήΣ' όλα τα σπίτια σ' όλα τα παράθυραδάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαραΣ' ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασίνέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοιΠάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμαπάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμάΝ' αρχίσει το τραγούδι ν' ανεβεί ο καημόςνα πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμόςΤι με το«χα» και με το«νο» και με το«νται»όλα του κόσμου τ' άδικα ξε-χά-νο-νται.ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟΤραγούδιΒαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνάκι αρχίζει τις μανούβρες«βίρα μάινα»Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριέςφορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριέςΕίναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειροκι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρόΑπό τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούςβάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούςΈλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώτέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάποροΧρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμεχίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμεΚατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμεμπήκαμε μες στα όλα και περάσαμεΚι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτοραπαντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα! Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 13, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 13, 2011 Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, Οδυσσέας Ελύτης, Θανάσης Γκαϊφύλλιας Λαϊκό ορατόριο Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 13, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 13, 2011 Ήλιος ο Πρώτος και Παραλλαγές πάνω σε μιάν Αχτίδα, Οδυσσέας Ελύτης, 1943 ΕΤΣΙ ΣΥΧΝΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΠΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟΜΠΕΡΔΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑΜΕΓΑΛΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ.ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ Ι Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτουΣτον μυχό της ψυχής μου αράζει στόλος άστρων.Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανίΑεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεταιΝ' αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά του βράχιαΤα δυο μάτια μου αγκαλιά σε πλέουνε με το άστροΤης σωστής μου καρδιάς: Δεν ξέρω πια τη νύχτα. Δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ' αρνιέταιΚαθαρά διαβάζω τα όστρακα τα φύλλα τ' άστραΗ έχτρα μου είναι περιττή στους δρόμους τ' ουρανούΕξόν κι αν είναι τ' όνειρο που με ξανακοιτάζειΜε δάκρυα να διαβαίνω της αθανασίας τη θάλασσαΈσπερε κάτω απ' την καμπύλη της χρυσής φωτιάς σουΤη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω πια. II ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχήΠάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρεςΤώρα ο ουρανός καίει απέραντοςΤα φρούτα βάφουνε το στόμα τουςΤης γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγάΚαι πλάι απ' το νερό που στάζει συλλαβίζονταςΈνα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο! Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιέςΑνάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλαΤα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ' αυτιά τουΤα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος τουΣαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάληςΚι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα Σταλμένο απ' τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε: Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένοΦαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτιΣώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάςΜεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάςΆχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίοΓεμάτο αστράκια και πευκοβελόνεςΣώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας! Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζιαΠερνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιάΠου μελανιάζει στα βαθιά μ' αγριεμένα κύματαΒουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών Όμως και πίσω απ' όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοιαΚαι ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός. III Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ' έπλασεςΓυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές Ανάμεσ' από των γιαλών τα καλωσόρισεςΦύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο Άπλωσε μια πρασιά στοργήςΓια να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι τουΝ' ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνεςΤις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποιΓια να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψηΦτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας. Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου την αχτίδα Που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά. Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα. IV Πίνοντας ήλιο κορινθιακόΔιαβάζοντας τα μάρμαραΔρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσεςΣημαδεύοντας με το καμάκιΈνα τάμα ψάρι που γλιστρά Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζειΤη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεταιΝ' ανοίγει. Πίνω νερό κόβω καρπόΧώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμουΟι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάςΤα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μουΦεύγω με μια ματιά Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεταιΌμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς. V Ποιο μπουμπούκι ακόμη ανέραστο απειλεί τη μέλισσαΟ άνεμος βρίσκει μια παρέα φυλλώματα κυματιστά Η στεριά σκαμπανεβάζει Στον αφρό των χόρτων οι μουριές ανοίγουν τα πανιά Το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το πρώτο πρώτο. Ω να σπάσουν οι πέτρες να λυγίσουνε τα θυμωμένα σίδεραΟ αφρός να φτάσει ως την καρδιά ζαλίζοντας τα θεριεμένα μάτιαΗ θύμηση να γίνει ένα κλαδάκι δυόσμου αμάραντοΚι από τη ρίζα του να ορμήσουν άνεμοι γιορτήςΕκεί να γείρουμε το μέτωποΤ' αστραφτερά μας πράγματα να 'ναι κοντάΣτην πρώτη απλοχεριά του πόθουΗ κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη της ημέραςΉμερα να χτυπάει στις φλέβες ο παλμός της γης. VI Χτυπήσανε τη μέρα σε καλή μεριά Ξύπνησε το νερό μέσα στο χώμα Κρύα φωνή νεογέννητη Που σμίγει από μακριά τη γειτονιά των βρύων. Με χάδι από λιοτρόπι δε φοβάταιΤο περιβόλι μήπως βγει στην άβυσσοΧέρι με χέρι παν οι ερωτευμένοιΌταν χτυπάνε οι καμπάνες του ήλιου. Υγεία ηχώ φοράδαΠέταλο και φτερό πλαγίαςΣύννεφο και χορτάρι αθέριστοΓλαυκές οργιές ανέμου. Λοξά τ' ανήλικα πουλιάΠαν να σημάνουν άνοιξη στα σύννεφαΚι όσα η χαρά ποτές δεν ονομάτισεΤώρα διψούν την ευτυχία του κόσμου. Δίψα του κόσμου η αντρική στολή σου πάειΘα πας να βρεις τη θηλυκή σου κοίτηΑναποδογυρίζοντας ένα λιβάδιΈναστρο που του φύγαν οι ανεμώνες. VII Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα Ιδρώνει ο ήλιος τρέμει το νερό Φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε Στάχυα ψηλά λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό. Με χείλια μπρούντζινα κορμιά γυμνάΤσουρουφλισμένα στο τσακμάκι του οίστρουΕέ! εέ! Τραντάζοντας διαβαίνουν οι αμαξάδεςΣτο λάδι της κατηφοριάς τ' αλόγατα βουλιάζουνΤ' αλόγατα ονειρεύονται Μια πολιτεία δροσερή με γούρνες μαρμαρένιεςΈνα τριφύλλι σύννεφο έτοιμο να χυθείΣτους λόφους των λιγνών δέντρων που ζεματάν τ' αυτιά τουςΣτα ντέφια των μεγάλων κάμπων που χοροπηδάν τις καβαλίνες τους. Πέρα μες στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσαΟ ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιάΣτα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράειΑπ' τη μασχάλη τους γλυκά στάζει το μοσχοκάρυδοΚι η άχνα πιωμένη με βαριές χτυπιές παραπατάΣτην αζαλιά στην έλισσα και στη μοσκοϊτιά! VIII Έζησα τ' όνομα το αγαπημένοΣτον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας. Εκείνοι που με λιθοβόλησαν δεν ζούνε πιαΜε τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνηΣτο κατώφλι της έρχονται χλωρά κορίτσιαΤα χείλια τους κατάγονται από την αυγήΤα μαλλιά τους ξετυλίγονται βαθιά στο μέλλον. Έρχονται χελιδόνια τα μωρά του ανέμουΠίνουν πετούν να πάει μπροστά η ζωήΤο φόβητρο του ονείρου γίνεται όνειροΗ οδύνη στρίβει το καλό ακρωτήριΚαμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους τ' ουρανού. Ω αμάραντο πέλαγο τι ψιθυρίζεις πες μου Από νωρίς είμαι στο πρωινό σου στόμαΣτην κορυφήν όπου προβάλλ' η αγάπη σουΒλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ' άστραΤη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη γη. Σπέρνω στους κάμπους της ζωής χίλια μπλαβάκιαΧίλια παιδιά μέσα στο τίμιο αγέριΩραία γερά παιδιά που αχνίζουν καλοσύνηΚαι ξέρουν ν' ατενίζουν τους βαθιούς ορίζοντεςΌταν η μουσική ανεβάζει τα νησιά.Χάραξα τ' όνομα το αγαπημένοΣτον ίσκιο της γιαγιάς ελιάςΣτον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας. ΙΧ Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσαΒαθύ γαρίφαλο ακρωτήριΤο χέρι σου έφευγε με το νερό Να στρώσει νυφικό το πέλαγοςΤο χέρι σου άνοιγε τον ουρανό. Άγγελοι μ' έντεκα σπαθιάΠλέανε πλάι στ' όνομά σουΣκίζοντας τ' ανθισμένα κύματαΚάτω μπατέρναν τα λευκά πανιά Σ' απανωτές σπιλιάδες γραίγου. Μ' άσπρα τριανταφυλλαγκάθιαΈραβες φιόγκους προσμονής Για τα μαλλιά των λόφων της αγάπης σουΈλεγες: Η χτενίστρα του φωτός Είναι πηγή στη γη που διασκεδάζει. Κλέφτρα σαΐτα σκάνταλο του γέλιουΩ εγγονούλα της γρια-λιακάδας Μέσ' απ' τα δέντρα πείραζες τις ρίζεςΆνοιγες τα χωνάκια του νερού Ραβδίζοντας της λησμονιάς τα τζίτζιφα. Ή πάλι νύχτα μ' άσωτα βιολιάΜέσα στους μισοχαλασμένους μύλουςΚρυφομιλούσες με μια μάγισσαΣτους κόρφους σου έκρυβες μια χάρηΠου ήταν το ίδιο το φεγγάρι. Φεγγάρι εδώ φεγγάρι εκείΑίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσαΓια το δικό σου το χατίριΟ κήπος έμπαινε στη θάλασσαΒαθύ γαρίφαλο ακρωτήρι. Χ Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατοΚουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτοΠοδιά με σταυρωμένες άγκυρεςΜπράτσο του πεύκου γλώσσα του ψαριούΑδερφάκι του σύννεφου! Κοντά σου είδες ν' ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλοΆκουσες να σφυρίζει ένα καλάμιΤα πιο γυμνά τοπία που γνώρισεςΤα πιο χρωματιστά Βαθιά-βαθιά ο αστείος περίπατος του σπάρουΨηλά-ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλοΚαι πέρα-πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα. Είδες το κύμα των φυτών όπου έπαιρνεν η πάχνη Το πρωινό λουτρό της το φύλλο της φραγκοσυκιάς Το γεφυράκι στη στροφή του δρόμουΑλλά και τ' αγριοχαμόγελο Σε μεγάλους χτύπους δέντρων Σε μεγάλα λιοστάσια παντρειάςΕκεί που στάζουν από τα ζουμπούλια δάκρυαΕκεί που ανοίγει ο αχινός τους γρίφους του νερούΕκεί που τ' άστρα προμηνούν τη θύελλα. Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατοΧαϊμαλί τρελό σαγόνι πεισματάρικοΠαντελονάκι αέρινοΣτήθος του βράχου κρίνο του νερούΜορτάκι του άσπρου σύννεφου! XI ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ Με όρτσα ψυχή με άρμη στα χείλιαΜε ναυτικά και με σαντάλια κόκκιναΣκαλώνει μες στα σύννεφαΠατάει τα φύκια τ' ουρανού.Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα τηςΜια πλώρη έρχεται αφρίζονταςΆγγελοι! Σία τα κουπιάΝ' αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια! Κάτω στη γη πώς καμαρώνει το αρχοντολόι του περβολιού!Όταν γυρίζει ο αλάδανος το αχτένιστο κεφάλι τουΟι χαβούζες ξεχειλίζουνεΚι η Ευαγγελίστρια μπαίνει Γυμνή σταλάζοντας αφρούς με αστερία στο μέτωποΜε αγέρι μοσχοκάρφης στα λυτά μαλλιάΚι ένα καβούρι που τρικλίζει ακόμη στον ηλιοκαμένον ώμο της! -Νονά των άσπρων μου πουλιώνΓοργόνα Ευαγγελίστρα μου! Τι μπάλες θαλασσιά γαρούφαλα ρίχνουν στο μόλο τα κανόνια σουΠόσες αρμάδες κοχυλιών βουλιάζουνε οι φωτιές σουΚαι πως λυγάς τις φοινικιές όταν τρελαίνεται ο γαρμπήςΚαι σούρνει άμμους και βότσαλα! Περνάν οι ελπίδες μες στα μάτια τηςΜε βάρκες από σουπιοκόκαλοΣτα τρία δελφίνια που χοροπηδούνΠίσω της φλοκωτές παντιέρες ανεμίζουνε!-Αχ με τι βιόλες με τι πασχαλιέςΘα κάρφωνα έλεος μιαν ευχή στα στήθια σουΝα όριζες άλλο ριζικό μου εμένα! Δεν την αντέχω τη στεριά Δε με βαστάνε οι νεραντζιές Δώσε να πάω για τ' ανοιχτά με μπαλωθιές και σήμαντρα! Γρήγορα Παναγιά μου γρήγορα Κιόλας ακούω τραχιά φωνή ψηλά πάνω απ' τις ντάπιες Χτυπάει χτυπάει στις χάλκινες αμπάρες Χτυπάει χτυπάει κι αντρειεύεται Στράφτουν σαν ήλιοι τα τσαπράζια τηςΑχ και προστάζει —δεν ακούς;—Αχ και προστάζει: η Μπουμπουλίνα! Κι η Παναγία χαίρεται η Παναγία χαμογελάΤο πέλαγο έτσι που κυλάει βαθιά πόσο της μοιάζει!-Ναι βρε κεφάλι αγύριστοΝαι βρε ναυτάκι του περιβολιούΣτον ύπνο σου προσμένουν τρία τρικάταρτα! Τώρα με ψάθα γυριστή και με σαντάλια κόκκινα Μ' ένα σουγιά στο χέρι Πάει το ναυτάκι του περιβολιού Κόβει τα κίτρινα σκοινιά Λασκάρει τ' άσπρα σύννεφα Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της Μπαρούτι σκάει στα όνειρα Λαμπρή στα φύκια τ' ούρανου! XII Μισοβουλιαγμένες βάρκεςΞύλα που πρήζουνται με απόλαυσηΆνεμοι ξυπόλυτοι άνεμοιΣτα σοκάκια που κουφάθηκανΠέτρινοι κατήφοροι Ο μουγκός ο τρελόςΗ μισοχτισμένη ελπίδα. Μεγάλα νέα καμπάνες Στις αυλές άσπρες μπουγάδες Στις παραλίες οι σκελετοί Μπογιές κατράμι νέφτιΕτοιμασίες της Παναγίας Που για να γιορτάσει ελπίζειΆσπρα πανιά και γαλανές σημαιούλες. Κι εσύ στα πάνω περιβόλια Κτήνος της αγριαχλαδιάς Λιγνό άγουρο αγόρι Ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια σου Να παίρνει μυρωδιά Κι η κοπελίτσα στην αντικρινή στεριά Να σιγοκαίγεται απ' τις ορτανσίες. XIII Αυτός ο αγέρας που χαζεύει μες στις κυδωνιέςΤο ζουζούνι αυτό που πιπιλάει τα κλήματαΗ πέτρα που ο σκορπιός φοράει κατάσαρκαΚι αυτές οι θημωνιές μέσα στ' αλώνιαΠου καμώνουνται τον γίγα σε μωρά παιδιά ξυπόλυτα. Οί ζωγραφιές του ανάστα ο ΘεοςΣτον τοίχο που έξυσαν τα πεύκα με τα δάχτυλα τουςΟ ασβέστης που βαστάει στη ράχη του τα μεσημέριαΚαι τα τζιτζίκια τα τζιτζίκια μες στ'αυτιά των δέντρων. Μεγάλο καλοκαίρι από κιμωλίαΜεγάλο καλοκαίρι από φελλό Τα κόκκινα πανιά λοξά στα σαγανάκια Στον πάτο ζώα κατάξανθα σφουγγάρια Των βράχων φυσαρμόνικες Πέρκες από τις δαχτυλιές ακόμη του κακού ψαρά Ξέρες περήφανες στις πετονιές του ήλιου. Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανέναςΈνα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ' εμείς. XIV Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέραΜε τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μαςΠαίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερόΦρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες. Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμεΚαι κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια.Μια πεταλούδα πέταξε απ' τα στήθια μας Ήτανε πιο λευκή απ' το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε. Το βράδυ ανάψαμε φωτιά Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω: Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουραΦωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτηΦωτιά ωραία φωτιά καίγε μας λέγε μας τη ζωή. Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ' τα χέριαΚοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης το γνωρίζουμεΚι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό το 'χουμε νιώσειΕμείς τη λέμε τη ζωή πηγαίνουμε μπροστάΚαι χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε Είμαστε από καλή γενιά. XV Χύσε φωτιά στο λάδιΚαι φωτιά στο στήθος Δεν είναι φρόνιμη γωνιά η παλαίστρα της ψυχήςΗ τύχη παίρνει ένα παράξενο ύφος ηλιομάντισσαςΧορεύει για την άνοιξη Κι η ζάλη του Μαγιού στης φουσκοθαλασσιάς τα χαμομήλιαΣκίζει το χρόνο ανοίγει διάπλατα τα φύλλα των δρυμώνΤόσο που η καρδιά του επαίτη σφίγγεταιΤα ρόδα του πετούν αγκάθια για τους χορτασμένουςΤα ρόδα του μυρίζουν αιωνιότηταΤα ρόδα του κρύβουνε στις ίνεςΈντιμο αίμα που ζητάει εκδίκηση. Χύσε φωτιά στο λάδιΛόγχισε το βαρύ έγκυο νέφοςΌπου λουφάζει ο μόχτος της βροχήςΗ αμυγδαλιά πλυμένη ανοίγεται αντιλάμπονταςΤα παιδιά ξεχύνουνται στους κάμπουςΟι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλιαΕίναι πολύχρωμα πανιά όπου κολπώνει ο αετός τη νίκη του. XVI Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδεροΚαι τι φωτιά είμαστε καμωμένοιΕνώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφοΚαι μας λιθοβολούν και μας φωνάζουνΑεροβάτες Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μαςΈνας Θεός το ξέρει. Φίλε μου όταν ανάβ' η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη Που όλο παρακαλείς Κι όλο δεν κατεβαίνει Χρόνια και χρόνια Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα. Κι όμως του πόθου τ' όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκαΚι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιάΤώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησεςΚοντεύεις να τη δεις σε περιμένειΔώσε το χέρι σου να πάμε πριν η ΑυγήΤην περιλούσει με ιαχές θριάμβου. Δώσε το χέρι σου — πριν συναχτούν πουλιάΣτους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνεΠως επιτέλους φάνηκε να 'ρχεται από μακριάΗ ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούνΚι ας μας φωνάζουν αεροβάτεςΦίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τιΣίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιάΧτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε! XVII Έπαιξα με το χιόνι του ΧελμούΜαύρισα μες στης Λέσβος τους ελαιώνεςΈριξα βότσαλα λευκά σε μια Μυρτώα θάλασσαΈπλεξα πράσινα μαλλιά στης Αιτωλίας τη ράχη. Τόποι που με του φεγγαριού το αλησμονάνθι Και με του ήλιου τους χυμούς με θρέψατε Σήμερα ονειρεύομαι για σας Μάτια που να σας συντροφέψουν μ' ένα φως καλύτερο. Μάτια για έναν περίπατο καλύτεροΟι νυχτιές χαλκεύουνε στα έγκατά σαςΖωγραφιές ηράκλειες.Εκείνος που θα βγει να πει: ορίζω τη ζωήΔίχως ν' αστροπελεκιστεί απ' το θάνατοΕκείνος που σε μια φουχτιά καθάριου αγέραΘα πει να γεννηθεί γυμνό ένα ρόδοΚαι θα γεννηθεί Εκείνος θα 'χει μες στα στήθια του εκατό αιώνεςΜα θα είναι νέος Νέος ωσάν φωνούλα νιόκοπου νερούΠου χύνεται από το πλευρό της μέραςΝέος ωσάν βλαστάρι απείραχτου κλαδιούΝέος χωρίς ρυτίδα γης μήτε ουρανού σκιάΜήτε χαράς αμαρτωλού ευφροσύνη. XVIII Ψηλά μ' έναν πυρσό από στάχυα η λεβεντιάΠροχωρεί μες στα κύματα και τραγουδάει: Ω παιδιά που με νιώθετε — πατριωτάκια του ήλιου Με βέργες και παράξενα πουλιά στα χέρια Με χλοερές καρδιές και μάτια καθαρά Που ακούτε από τις παραλίες την ανατολή να βουίζει Ζεσταίνοντας στην αγκαλιά σας ένα φως απέραντο Από την άκρη τ' ουρανού ως το βάθος της καρδιάς Με πείσμα πορφυρό — πατριωτάκια του ήλιου Που λέτε: ο μόνος δρόμος είναι η ανατολή! Της ελιάς και της συκιάς και του κυπαρισσιού Των αμπελιών των ξεροπόταμων και των μεγάλων τρούλων Η γη ακουμπάει από τη μια μεριά στην όχθη των ονείρων σας Ακούστε με είμαι από τους δικούς σας δώστε μου ένα χέρι Που ν' αγαπάει μεμιάς να κόβει τα ολόκληρα όνειρα Να κολυμπάει ελεύθερα στα νιάτα των νεφών. Η γη μιλάει κι ακούγεται απ' το ρίγος των ματιών. ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ Ι ΚΟΚΚΙΝΟ Το στόμα που είναι δαίμονας μιλιά κρατήραςΦαΐ της παπαρούνας αίμα του καημούΠου είναι μεγάλο κίμινο της άνοιξηςΤο στόμα σου μιλάει με τετρακόσια ρόδαΔέρνει τα δέντρα λιγώνει όλη τη γηΧύνει μες στο κορμί την πρώτη ανατριχίλα. Σπουδαία του δάχτυλου ευωδιά το πάθος μου πληθαίνειΤο μάτι μου ανοιχτό πονάει στ' αγκάθιαΔεν είναι η βρύση που ποθεί των δυο στηθιών τα ορνίθιαΌσο το βούισμα της σφήκας στους γυμνούς γοφούς. Δώστε μου την ουλή του αμάραντου τα μάγια Της κλώστρας κοπελιάς Το «αντίο» το «έρχομαι» το «θα σου δώσω» Σπηλιές υγείας θα το πιούνε στην υγεία του ήλιου Ο κόσμος θα 'ναι ή ο χαμός ή το διπλό ταξίδι Εδώ στου ανέμου το σεντόνι εκεί στου απείρου τη θωριά. Βίτσα τουλίπα μάγουλο της έγνοιας Σπλάχνο δροσάτο της φωτιάς Θα ρίξω ανάσκελα τον Μάη θα τον σφίξω στα μπράτσα μου Θα τον δείρω τον Μάη θα τον σπαράξω. II ΠΡΑΣ1ΝΟ Μια μαχαιριά στου μήλου τα ψαχνάΜια πίκρα στο βρακί του φρέσκου αμύγδαλουΈνα πήδημα νερού μέσα στα πράσα Και το κορίτσι που δεν μπήκε ακόμη ολάκερο στον έρωταΜα κρατάει μες στην ποδιά του ένα στυφό δασάκι φρούτων. Κορίτσι μου έχω στην καρδιά μια χλόη ανέγγιχτηΚαι μια βροχή νιογέννητο τριφύλλιΜα ο καταρράχτης που δεν χίμηξε είναι πιο βαθιάΠιο χαμηλά Και θα χιμήξει σαν θηρίο μέρας στον Απρίλη σουΌταν αγγίξω την πηγή κι όταν σε φάει ο ήλιος. Χόρτο στρωτό κρεβάτι Σπίνου αυτί μελιού αλοιφή ανάσας καλωσόρισμα Το κύμα της στεριάς είναι κι αυτό μεγάλο Το άγγιγμα του κορμιού είναι κι αυτό βαθύ Ο καιρός δεν είναι μάταιος στο γέλιο που σφαδάζει Από την όρεξη να μπει στο πάθος τ' ουρανού. Θα μπω απ' την πόρτα που ένα φύλλο σκέτο υπερασπίζεται Θα μιμηθώ του έφηβου αλόγου τη βραχνάδα Θα δοκιμάσω τον σπασμό που σ' ανεβάζει ως τ' άστρα! III ΚΙΤΡΙΝΟ Νωρίς κοπέλες ροζακιές ρίξαν βεγγαλικές Φωνές και χρώματα ηχερά Στο μακρινό ξωκλήσι του πουνέντε... Χούγια και νταν! Ξεχύθηκεν απ' τις καμπάνες ο άνεμος Κι όλο το πέλαγο μακριά χούγια και νταν! χούγια και νταν! Βοσκάει με τρελοκαμπανάκια... Και παν αυτές τώρα γυμνές από τη μέση ως πάνωΜε αλάργα ψάθα ρώγα κρεμεζιά νάζι από στάχυΛοξό με πεταλούδα στο δεξί βυζί το αντάρτικο Τρεις τέσσερις δεκάξι ογδόντα ή εκατόΠαν και μαλώνουν τα παιδιά της γης της χορτοαρχόντισσαςΠαν και φυσούν φούρκες φωτιάς με σάλπιγγες στ' αλώνιαΚαίνε σανό λιώνουν φλουριά θυμιάζουνε με ανθόσκονηΚρόκων τα στέρνα της στεριάς τόσο που τρέμει πιαΜαίνεται από καναρινιές ριπές ο αιθέρας κι όλο αστράφτειΒράζει με θειάφι στο γιαλό με καλαμιές στον κάμπο... Κορίτσια μη! Με τι καρδιά να ορμήσουνε τ' αηδόνια!Μη! Με τι σκίρτημα νερού να βγούνε οι περγκολιές!Πως να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα ρόδινηΚορίτσια πως να μαντευτεί απ' τα μάτια σας το φως! IV Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝ1Α Στον Αντρέα Καμπά Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει Σιγά σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια! Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοίΈτσι καθώς άγγιξαν μια φωτιά τα κρύσταλλαΈτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρέςΣάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιέςΣάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνιαΚι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδανΚι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια! Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλοςΌμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνειΤη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκιαΤη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμέςΤη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι: Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια!Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δε σε ξέρειΜήτε σε ξέρει ο γελαστός ΘεόςΠου με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιάΓυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους! V ΑΝΟΙΧΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ Εύκολα που περνώ απ' τα μάτια σου στον ουρανόαπ' το μανίκι του νερού στο πρόσωπο της θάλασσαςαπ' το μικρό σου δάχτυλο στου ζαφειριού το αστέριΈλπιση φήμη του Φώτος έχταση απέραντηΌ,τι κοιτάω με τη ματιά με θρέφει. Ό,τι κρατάω με την αφή με θρέφει Σώμα του πόντου δροσερό ή αγέρας Γλόμπος του άπιαστου ονείρου η κρύα σαπουνόφουσκα Της παρθενιάς σου η γεωγραφία που δε με μέλει Κι ένα μεταξωτό για τσαλαπάτημαΈνα καυκί καμπάνας γυάλινης για τους κουφούς Που ντύνουν με φελλό την πιο βαριά τους κούκλα. Η κούκλα μου είναι η κούκλα σου είναι η γαλαζούλαΟλόγυμνη που διασκεδάζει τρυπημένη με άστραΚαι κάνει μπάνια στη νυχτιά και γαργαλάει τους γρύλους. Μα μήτε η στάλα της Αυγής πιωμένη απ' το γλαυκό Μήτε της πονηριάς του αηδονιού η ανάσταση Μήτε της σβούρας ο ίλιγγος μήτε η λιγοθυμιά Της ώρας που σκορπάει μες στο κενό τα πούπουλα Δεν πίνουν από την πηγή σου από την πηγή που λεν ελευτεριά. VI ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ Σε μάτιασαν οι νύφες του βυθούΟι λευκές του μαΐστρου ερινύεςΑνάβοντας τη ζήλια του κορμιούΜα όταν γέλασαν οι ανυφάντρες του ήλιουΠου φιλοδόξησαν ένα καμάρι επίγειοΆξαφνα πήρες τη βαφή του απείρου. Τώρα καθώς πατάω μες στις πλαγιέςΣτα κουκουνάρια που φυσώντας έστρωσενΆνεμος γητευτής με χείλια βαθυγάλαζαΚαθώς γλιστράω στα τσάμια της κατηφοριάςΚι ανοίγω τα φτερά στο βλέμμα σου το απέραντο Καθώς ταιριάζω στου βοριά το στόμα μια υμνωδίαΜου φέγγει ο κόλπος το βαθύ μουρμούρισμα της άμμουΚαι βλέπω ανθούς να πέφτουνε στα καθαρά νεράΦύκια μελαχρινά στου φλοίσβου το νανούρισμαΚανάτια υπομονετικά στου Αιγαίου τα παραθύρια. Και βλέπω ακόμα ένα και μόνο βαθύχρωμο πουλίΝα πίνεται απ' το αίνιγμα της αγκαλιάς σουΌπως η νύχτα πίνεται από την αυγήΌπως η αίγλη από τις μορφές των αγαλμάτων. VII ΜΕΝΕΞΕΛΙ Σαν φέρετρο που προχωρεί ενώ κρυφά ο νεκρός Αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του Κι η Αττική του σιγοψιθυρίζει καλησπέρα. Σαν κηπουρός που τυραννιέται σκύβοντας Μέσα στα συρματόσκοινα και τις εβραίισσες πέτρες Μα δεν ακούει το πάθος της νεραντζανθιάς Όταν φοράει τον άνεμο και γνέφει με χορτάριαΠέρα στο σέλας των πλωτών βουνώνΚι από το αχ του αμπελουργού τρομάζουνε τα σύννεφα... Η γη συνάζει ολόγυρα τους γαλαξίες των δέντρων τηςΚαι μες στη μέση τους γεννάει μια λίμνη με νερά Η γη ετοιμάζει τα σεντόνια της: Αμάραντους πιο τρυφερούς κι από κουμπάκια αγγέλων Βολβούς πιο πράους στο μέτρημα κι από ίσκιους τ' ούρανοϋ Λάμπει ψηλά ολομόναχο το ανεμαλώνι Μολόχες ντύνονται και παν στους τάφους για κεριά Σφυρίζει ένα βαπόρι μακρινό που χάνεται. Κι όπως με τρεις κλωστές καπνού λέει τον εσπερινόΉρεμη στέγη με την καμινάδα τηςΜια νυχτερίδα πιάνεται μες στα μαλλιά της δύσης! Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
wereniki Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 13, 2011 Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 13, 2011 Ταπεινά, προσκυνώ όσα διάβασα, άκουσα, είδα...Προς το παρόν, λόγω συγκίνησης, τίποτ' άλλο! http://www.youtube.com/watch?v=_0IpCkRziDg Οδυσσέας Ελύτης Το σύμπαν της τέχνης & οι τέχνες τ’ ουρανού
kkokkolis Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 13, 2011 Συγγραφέας Δημοσιεύτηκε Ιανουάριος 13, 2011 Το θαλασσινό τριφύλλι, Οδυσσέας Ελύτης Μια φορά στα χίλια χρόνια του πελάγου τα τελώνιαΜες στα σκοτεινά τα φύκια μες στα πράσινα χαλίκιαΤο φυτεύουνε και βγαίνει πριν ο ήλιος ανατείλειΤο μαγεύουνε και βγαίνει το θαλασσινό τριφύλλιΚι όποιος το 'βρει δεν πεθαίνει κι όποιος το 'βρει δεν πεθαίνει Μια φορά στα χίλια χρόνια κελαηδούν αλλιώς τ' αηδόνιαΔε γελάνε μήτε κλαίνε μόνο λένε μόνο λένε:-Μια φορά στα χίλια χρόνια γίνεται η αγάπη αιώνιαΝα 'χεις τύχη να 'χεις τύχη κι η χρονιά να σου πετύχειΚι από τ' ουρανού τα μέρη την αγάπη να σου φέρει Το θαλασσινό τριφύλλι ποιος θα βρει να μου το στείλειΠοιος θα βρει να μου το στείλει το θαλασσινό τριφύλλι. Off Topic. Τράμιν. Το θαλασσινό τριφύλλιΘέμης ΤσιρώνηςΖωγραφική σε ξύλο Οὖτιν με κικλήσκουσι My Optics
Προτεινόμενες αναρτήσεις