Jump to content

Προτεινόμενες αναρτήσεις

  • Απαντήσεις 11.2k
  • Created
  • Τελευταία απάντηση

Top Posters In This Topic

Top Posters In This Topic

Posted Images

Δημοσιεύτηκε

Μου το έστειλαν και ήθελα να το μοιραστώ μαζί σας. (Κώστα δεν είδα να το έχεις αναβάσει. Αν υπάρχει κάπου παλαιότερα, συγγνώμη, παιδιά)

 

Αυτό είναι ένα άγαλμα στο Kaunas, Lituania.

...Στο φως της μέρας, περνά μάλλον απαρατήρητο. Όμως...

[fullalbumimg]12021[/fullalbumimg]

 

...όμως σαν πέφτει η νύχτα, ...ζωντανεύει, δικαιώνοντας τ' όνομα του! Είναι...

 

[fullalbumimg]12022[/fullalbumimg]

 

...είναι ο "Σπορέας Άστρων".

 

Γι' αυτό, μη σταματάς να σπέρνεις αστέρια,

 

ακόμα κι' όταν οι πολλοί δεν τα βλέπουν.

...,εάν αποτύχει, τουλάχιστον θα αποτύχει έχοντας τολμήσει να μεγαλουργήσει. Οπότε η θέση του ποτέ δεν θα είναι ανάμεσα στις κρύες και δειλές ψυχές, που δεν γνώρισαν ποτέ, ούτε τις νίκες ούτε τις ήττες. (Theodore Roosevelt)
Δημοσιεύτηκε

σ

Επειδή σήμερα έχουμε 11/1/11

κι επειδή τα Μαθηματ(γ)ικά είναι από μόνα τους Σύμπαν και Τέχνη μαζί...!

Η Αδελφή Ψυχή είπε, ότι γι' αυτόν τον αιώνα μένει ακόμα η 1/11/11!

 

1 x 1 = 1

11 x 11 = 121

111 x 111 = 12321

1111 x 1111 = 1234321

11111 x 11111 = 123454321

111111 x 111111 = 12345654321

1111111 x 1111111 = 1234567654321

11111111 x 11111111 = 123456787654321

111111111 x 111111111 = 12345678987654321

 

11/11/11;

26 έτη παρά μία ημέρα

 

11/11/11: έξι άσσοι

11/1/11: πέντε άσσοι

1/11/11: πέντε άσσοι

 

26 έτη παρά μία μέρα; :-k

Δημοσιεύτηκε

Pulvis et umbra sumus (Horace)

Είμαστε σκόνη και σκιά (Οράτιος)

 

Quintus_Horatius_Flaccus.jpg.84b23581a026774ea29ce13aba0c2cb4.jpg

Horace,as imagined by Anton von Werner

 

153044426_.jpg.275faf571e100e6b9ba8eb456af2cf08.jpg

Γ. Δέρπαπας, "στο Σύμπαν"

 

127597-Seneagl_DustStorm_MER_FR_20080329_Orbit31783_or.jpg.4236b17850faa523dc8dce7853e71e79.jpg

Φωτoγραφία του δορυφόρου Envisat, σκόνη από τη Σαχάρα πάνω από τον Ατλαντικό ωκεανό

LEumbralshadow_ayiomamitis.jpg.73f45734ee4ec26fde6f4f97f457d386.jpg

I06-01-OmegaCen.jpg.dc1beeebf9170e1219e937a79670be77.jpg

Δημοσιεύτηκε

Celestial Heaven Sun Moon Star Cigarette Case

 

11/11/11: έξι άσσοι

11/1/11: πέντε άσσοι

1/11/11: πέντε άσσοι

 

26 έτη παρά μία μέρα; :-k

 

Θα σας εξηγήσω στις 12/12/12

Δηλαδή στα 27 έτη και έναν μήνα.

 

6 άσσοι είναι καλύτεροι από πέντε άσσους.

1 άσσος παραπάνω δεν μπορεί να βλάπτει.

Εκτός αν προέρχεται από τον Παπαστράτο... :mrgreen:

XkEx.jpg.95c9c94fe149addd3befcaabb8470d6d.jpg

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

Τοξότης, Βαβυλώνα, 1200πχ

 

Hinke, William John, A New Boundary Stone of Nebuchadrezzar I. from Nippur, with a Concordance of Proper Names and a Glossary of the Kudurru Inscriptions thus far published (Philadelphia: University of Pennsylvania, 1907 [= The Babylonian Expedition of the University of Pennsylvania, Series D: Researches and Treatises, nr. IV])

 

http://www.etana.org/abzu/coretext.pl?RC=20301

bblnsage.gif.cfcf8b7ace34d651bc41b90807539e8e.gif

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

Ελληνοαιγυπτιακός Τοξότης, 330πχ-30μχ

 

Hinke, William John, A New Boundary Stone of Nebuchadrezzar I. from Nippur, with a Concordance of Proper Names and a Glossary of the Kudurru Inscriptions thus far published (Philadelphia: University of Pennsylvania, 1907 [= The Babylonian Expedition of the University of Pennsylvania, Series D: Researches and Treatises, nr. IV])

 

http://www.etana.org/abzu/coretext.pl?RC=20301

egptsage.gif.f9465cfaf8236827b71eb55d37686442.gif

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

The Order Of Nature, William Cullen Bryant, 1866

 

Thou who wouldst read, with an undarkened eye,

The laws by which the Thunderer bears sway,

Look at the stars that keep, in yonder sky,

Unbroken peace from Nature's earliest day.

The great sun, as he guides his fiery car,

Strikes not the cold moon in his rapid sweep ;

The Bear, that sees star setting after star

In the blue brine, descends not to the deep. --

The star of eve still leads the hour of dews ;

Duly the day-star ushers in the light ;

With kindly alternations Love renews

The eternal courses bringing day and night.

Love drives away the brawler War, and keeps

The realm and host of stars beyond his reach ;

In one long calm the general concord steeps

The elements, and tempers each to each. --

The moist gives place benignly to the dry ;

Heat ratifies a faithful league with cold ;

The nimble flame springs upward to the sky ;

Down sinks by its own weight the sluggish mould.

Still sweet with blossoms is the year's fresh prime ;

Her harvests stir the ripening Summer yields ;

Fruit-laden Autumn follows in his time,

And rainy Winter waters still the fields. --

The elemental harmony brings forth

And rears all life, and, when life's term is o'er,

It sweeps the breathing myriads from the earth,

And whelms and hides them to be seen no more :

While the Great Founder, he who gave these laws,

Holds the firm reins and sits amid his skies

Monarch and Master, Origin and Cause,

And Arbiter supremely just and wise. --

He guides the force he gave ; his hand restrains

And curbs it to the circle it must trace :

Else the fair fabric which his power sustains

Would fall to fragments in the void of space.

Love binds the parts together, gladly still

They court the kind restraint nor would be free ;

Unless Love held them subject to the Will

That gave them being, they would cease to be. --

 

695895775_Monets_Water_Lilies.jpg.02fe302c39e106478ff2aa79409ebc2f.jpg

Νούφαρα, Claude Monet, 1906

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

Astronaut Piggy Wiggy, Christian & Dyan Fox

 

PiggyWiggy, his beloved toy, Teddy and all their friends sample space flight con brio!

He imagines himself wearing a special space suit, climbing into a rocket, and preparing for blastoff. Once in space he would explore faraway planets and have grand adventures. The short text ends with the piglet safely back home “in time for breakfast.”

2.jpg.169012a1da5df2dbf346d8cb3b811d9e.jpg

1925427658_AstronautPiggyWiggy.jpg.568ba096d1a7dbda5d137e56114a5ee1.jpg

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας, Οδυσσέας Ελύτης, 1971

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο ΗΛΙΟΣ

ΑΝΕΜΟΙ

ΚΟΡΙΤΣΙ

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ

 

---------------------------------

---------------------------------

 

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

ο πετροπαιχνιδιάτορας

από την άκρη των ακρώ

κατηφοράει στο Ταίναρο

Φωτιά'ναι το πηγούνι του

χρυσάφι το πιρούνι του.

Ο ΗΛΙΟΣ

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούτε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτον αγαπώ!»

Από τη μέση του εγκρεμού

στη μέση του άλλου πελάγου

κόκκινα κίτρινα σπαρτά

νερά πράσινα κι άπατα

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτον αγαπώ!»

Με τα μικρά χαμίνια του

καβάλα στα δελφίνια του

με τις κοπέλες τις γυμνές

που καίγονται στις αμμουδιές

με τους λοξάτους πετεινούς

και με τα κουκουρίκου τους!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Εμείς ψωμί δεν έχουμε

και τέτοια δεν κατέχουμε

Χρόνους πολλούς μας πολεμάν

κι ανάσα δεν επήραμαν.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Φύγανε τα πουλιά γι' αλλού

μα εγώ στο κύμα του γιαλού

θεμέλιωσα το σπιτικό

να τ' αποσώσω δεν μπορώ.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

Τέσσερις μήνες χτίζουμε

και τους οχτώ γκρεμίζουμε

και κάθε γινωμένη ελιά

στοιχίζει και μια φαμελιά.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Όνειρο πόκανα κρυφά

για τα παιδιά π' ανάθρεφα

Ποιος το'λεγε πως θε να μου

τα στείλουνε του σκοτωμού.

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ

Άλλος εβγήκε απ' τα βουνά

κι άλλος απ' τα πλεούμενα

με το πουκάμισο χακί

κατάρα οι ξένοι κι οι εδικοί.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Τ' άκουσε ο ήλιος κι έφριξε

το φως το κόκκινο έριξε

Πήραν να καίγονται οι κορφές

κι όλες οι πάνω γειτονιές.

Ο ΗΛΙΟΣ

Ωρ' τι'ναι τούτ' η αποκοτιά

βρε συ Βοριά βρε συ Νοτιά

Πουνέντε και Λεβάντε μου

ένα ραπόρτο κάντε μου.

ΑΝΕΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

Θέλω καράβια σπρώχνω θέλω σταματώ

Τα δυο βουνά χωρίζω

τα περπατώ

Μες στις αγάπες μπαίνω και ζαλίζομαι

κι από τα μυστικά τους αντραλίζομαι

Σ' όλους το παραγγέλνω σ' όλους το μηνώ

Τρώγεται ο νους του ανθρώπου μόνο αλίμονό.

ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Ανάθεμα την ώρα ποιος ορίζει εδώ

το ανάποδο βαφτίζει και το λέει σωστό

Του αδύναμου το δίκιο μήτε λέει ποτέ

βγαίνει τη νύχτα μέρα και τ' ορκίζεται

Όπου μεγάλη πόρτα πίσω της αυτός

κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος.

ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

Κάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μοριά

που'ν' τα παρμένα κάστρα που'ναι τα χωριά

Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο

κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ

Δευτέρα μεγαλώνει Τρίτη πολεμά

Τετάρτη γονατίζει Πέμπτη ξεψυχά.

ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι

Ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί

Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα

Μήτε Θεός μήτ' άλλος δεν τον σταματά

Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν

Όλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Παράπονα κι αθιβολές

γύρισε ο κόσμος τρεις φορές

Γιόμα βράδυ μεσάνυχτα

κι όλα τα δώματα ανοιχτά

Στ' αλώνια και στις εμπατές

ξυπνούν οι ελαφροΐσκιωτες

σύρνουν ανάβουνε μαλλί

στων αστεριών τη χόβολη

και τους μικρούς αγγέλους σταμ

ατάν και παίζουν αμ στραμ νταμ

Καημέ που πάρα εβάρυνες

τον κόσμο δεν εμάρανες

Τα μαύρα λεν και τ' άσπρα σου

οι άνεμοι κι όλο τα φυσούν

Κι ένα κορίτσι εννιά χρονώ

για λόγου τραγουδά ολονώ.

ΚΟΡΙΤΣΙ

Δύο συ και τρία γω

πράσινο πεντόβολο

μπαίνω μέσα στον μπαξέ

γεια σου κύριε Μενεξέ

Σιντριβάνι και νερό

και χαμένο μου όνειρο

Τζίντζιρας τζιντζίρισε

το ροδάνι γύρισε

Χοπ αν κάνω δεξιά

πέφτω πάνω στη ροδιά

Χοπ αν κάνω αριστερά

πάνω στη βατομουριά

Το'να χέρι μου κρατεί

μέλισσα θεόρατη

τ' άλλο στον αέρα πιάνει

πεταλούδα που δαγκάνει.

ΧΟΡΟΣ

Βότσαλο μέσα στα νερά

του κοριτσιού η αποθυμιά

Κύκλοι και πως ανοίγουνε

και με τα σένα σμίγουνε

ψηλά στη γλάστρα του βουνού

χρυσό γεράνι τ' ουρανού

Ήλιε μου και τρισήλιε μου

ένα σου λόγο στείλε μου.

ΑΝΕΜΟΙ

Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε

νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι Ικαριά

Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά

πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά

Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά

Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά

Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά

κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.

Ο ΗΛΙΟΣ

Όμορφη και παράξενη πατρίδα

Ωσάν αυτή που μου'λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά

Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά

Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται

Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται

Κάνει να πάρει πέτρα τηνε παρατά

Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα

Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς

Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους

Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί

Να λείψουν απ' τη μέση τους δοξολογεί.

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ

Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος

να'ν' ήμερος να'ναι άκακος

λίγο φαΐ λίγο κρασί

Χριστούγεννα κι Ανάσταση

κι όπου φωλιάσει και σταθεί

κανείς να μην του φτάνει εκεί

Μα'ρθαν αλλιώς τα πράματα

τονε ξυπνάν χαράματα

τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος

του τρώνε και το λίγο βίος

κι από το στόμα την μπουκιά

πάνω στην ώρα τη γλυκιά

του τηνε παίρνουνε κι αυτή

Χαρά στους που'ναι οι Δυνατοί!

ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

Χαρά στους που'ναι οι Δυνατοί

γι' αυτούς δεν έχει«εγώ» κι«εσύ»

Χαρά στους που'ναι οι Δυνατοί

γι' αυτούς δεν έχει χόρταση.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

ο πετροπαιχνιδιάτορας

λίγο το στόμα του άνοιξε

κι ευθύς εμύρισε άνοιξη

Τα δέντρα κελαηδήσανε

τα ζωντανά σουνίσανε

κι οι άνεμοι χρωματιστούς

γεμίσανε χαρταετούς.

Ο ΗΛΙΟΣ

Τι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πω

παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ

Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι

πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι

Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι

βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι

Στα χώματα όπου η ρίζα μ' αφουκράστηκε

γύρισε τ' άνθος κι από μένα πιάστηκε

Με το φαρμάκι δένει κόμπο στα κρυφά

το γιατρικό που σώζει κι όλ' η ομορφιά

Το φως όπου σηκώνω και τον έρωτα

έννοια σας μήτ' εγώ δεν τα'χω απλέρωτα

Μέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητα

του κόσμου όλα τα βρόμικα και τ' άπλυτα

Κι όσον καιρό κρεμιέμαι πάνω απ' τα νερά

κι όσον περνώ στα μακρινά τα Τάρταρα

Τυραγνίες ζηλοφθονίες φόνους παιδεμούς

τ' αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενους

Τ' αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γη

που'δωσε το σκοτάδι φως για να το πιει

Κουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μου

Οι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μου

Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται

Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε

Σ' ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό

σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο

Κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση

όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση

Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή

δώσε την περηφάνια πάρε την οργή

Σ' όλα τα σπίτια σ' όλα τα παράθυρα

δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα

Σ' ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί

νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι

Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα

πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά

Ν' αρχίσει το τραγούδι ν' ανεβεί ο καημός

να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός

Τι με το«χα» και με το«νο» και με το«νται»

όλα του κόσμου τ' άδικα ξε-χά-νο-νται.

ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ

Τραγούδι

Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά

κι αρχίζει τις μανούβρες«βίρα μάινα»

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές

φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο

κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς

βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ

τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε

χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε

μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε

Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα

παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!

iliatoras.JPG.f1b504dd3265220b3f4ba4ef89f9aca5.JPG

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

Ήλιος ο Πρώτος και Παραλλαγές πάνω σε μιάν Αχτίδα, Οδυσσέας Ελύτης, 1943

 

ΕΤΣΙ ΣΥΧΝΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΠΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ

ΜΠΕΡΔΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑ

ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ.

ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ

 

Ι

 

Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου

Στον μυχό της ψυχής μου αράζει στόλος άστρων.

Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί

Αεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεται

Ν' αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά του βράχια

Τα δυο μάτια μου αγκαλιά σε πλέουνε με το άστρο

Της σωστής μου καρδιάς: Δεν ξέρω πια τη νύχτα.

 

Δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ' αρνιέται

Καθαρά διαβάζω τα όστρακα τα φύλλα τ' άστρα

Η έχτρα μου είναι περιττή στους δρόμους τ' ουρανού

Εξόν κι αν είναι τ' όνειρο που με ξανακοιτάζει

Με δάκρυα να διαβαίνω της αθανασίας τη θάλασσα

Έσπερε κάτω απ' την καμπύλη της χρυσής φωτιάς σου

Τη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω πια.

 

II

 

ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

 

Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή

Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες

Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος

Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους

Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγά

Και πλάι απ' το νερό που στάζει συλλαβίζοντας

Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο!

 

Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές

Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα

Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ' αυτιά του

Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του

Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης

Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα

 

Σταλμένο απ' τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε:

 

Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο

Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι

Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς

Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς

Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο

Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες

Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!

 

Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια

Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά

Που μελανιάζει στα βαθιά μ' αγριεμένα κύματα

Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών

 

Όμως και πίσω απ' όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια

Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου

 

Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος

 

Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός.

 

III

 

Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ' έπλασες

Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές

 

Ανάμεσ' από των γιαλών τα καλωσόρισες

Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο

 

Άπλωσε μια πρασιά στοργής

Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του

Ν' ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες

Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι

Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος

 

Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη

Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.

 

 

 

Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου την αχτίδα

 

Που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά

 

Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα

 

Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε

 

Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.

 

 

 

Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη

 

Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή

 

Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος

 

Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα

 

Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.

 

IV

 

Πίνοντας ήλιο κορινθιακό

Διαβάζοντας τα μάρμαρα

Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες

Σημαδεύοντας με το καμάκι

Ένα τάμα ψάρι που γλιστρά

 

Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει

Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεται

Ν' ανοίγει.

 

 

 

Πίνω νερό κόβω καρπό

Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου

Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς

Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου

Φεύγω με μια ματιά

 

Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται

Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.

 

 

 

V

 

 

 

Ποιο μπουμπούκι ακόμη ανέραστο απειλεί τη μέλισσα

Ο άνεμος βρίσκει μια παρέα φυλλώματα κυματιστά

 

Η στεριά σκαμπανεβάζει

 

Στον αφρό των χόρτων οι μουριές ανοίγουν τα πανιά

 

Το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το πρώτο πρώτο.

 

Ω να σπάσουν οι πέτρες να λυγίσουνε τα θυμωμένα σίδερα

Ο αφρός να φτάσει ως την καρδιά ζαλίζοντας τα θεριεμένα μάτια

Η θύμηση να γίνει ένα κλαδάκι δυόσμου αμάραντο

Κι από τη ρίζα του να ορμήσουν άνεμοι γιορτής

Εκεί να γείρουμε το μέτωπο

Τ' αστραφτερά μας πράγματα να 'ναι κοντά

Στην πρώτη απλοχεριά του πόθου

Η κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη της ημέρας

Ήμερα να χτυπάει στις φλέβες ο παλμός της γης.

 

VI

 

Χτυπήσανε τη μέρα σε καλή μεριά

 

Ξύπνησε το νερό μέσα στο χώμα

 

Κρύα φωνή νεογέννητη

 

Που σμίγει από μακριά τη γειτονιά των βρύων.

 

Με χάδι από λιοτρόπι δε φοβάται

Το περιβόλι μήπως βγει στην άβυσσο

Χέρι με χέρι παν οι ερωτευμένοι

Όταν χτυπάνε οι καμπάνες του ήλιου.

 

Υγεία ηχώ φοράδα

Πέταλο και φτερό πλαγίας

Σύννεφο και χορτάρι αθέριστο

Γλαυκές οργιές ανέμου.

 

Λοξά τ' ανήλικα πουλιά

Παν να σημάνουν άνοιξη στα σύννεφα

Κι όσα η χαρά ποτές δεν ονομάτισε

Τώρα διψούν την ευτυχία του κόσμου.

 

Δίψα του κόσμου η αντρική στολή σου πάει

Θα πας να βρεις τη θηλυκή σου κοίτη

Αναποδογυρίζοντας ένα λιβάδι

Έναστρο που του φύγαν οι ανεμώνες.

 

VII

 

Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι

 

Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα

 

Ιδρώνει ο ήλιος τρέμει το νερό

 

Φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε

 

Στάχυα ψηλά λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό.

 

 

 

Με χείλια μπρούντζινα κορμιά γυμνά

Τσουρουφλισμένα στο τσακμάκι του οίστρου

Εέ! εέ! Τραντάζοντας διαβαίνουν οι αμαξάδες

Στο λάδι της κατηφοριάς τ' αλόγατα βουλιάζουν

Τ' αλόγατα ονειρεύονται

 

Μια πολιτεία δροσερή με γούρνες μαρμαρένιες

Ένα τριφύλλι σύννεφο έτοιμο να χυθεί

Στους λόφους των λιγνών δέντρων που ζεματάν τ' αυτιά τους

Στα ντέφια των μεγάλων κάμπων που χοροπηδάν τις

καβαλίνες τους.

 

Πέρα μες στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα

Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά

Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει

Απ' τη μασχάλη τους γλυκά στάζει το μοσχοκάρυδο

Κι η άχνα πιωμένη με βαριές χτυπιές παραπατά

Στην αζαλιά στην έλισσα και στη μοσκοϊτιά!

 

VIII

 

Έζησα τ' όνομα το αγαπημένο

Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

 

Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.

 

Εκείνοι που με λιθοβόλησαν δεν ζούνε πια

Με τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνη

Στο κατώφλι της έρχονται χλωρά κορίτσια

Τα χείλια τους κατάγονται από την αυγή

Τα μαλλιά τους ξετυλίγονται βαθιά στο μέλλον.

 

Έρχονται χελιδόνια τα μωρά του ανέμου

Πίνουν πετούν να πάει μπροστά η ζωή

Το φόβητρο του ονείρου γίνεται όνειρο

Η οδύνη στρίβει το καλό ακρωτήρι

Καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους τ' ουρανού.

 

Ω αμάραντο πέλαγο τι ψιθυρίζεις πες μου

 

Από νωρίς είμαι στο πρωινό σου στόμα

Στην κορυφήν όπου προβάλλ' η αγάπη σου

Βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ' άστρα

Τη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη γη.

 

Σπέρνω στους κάμπους της ζωής χίλια μπλαβάκια

Χίλια παιδιά μέσα στο τίμιο αγέρι

Ωραία γερά παιδιά που αχνίζουν καλοσύνη

Και ξέρουν ν' ατενίζουν τους βαθιούς ορίζοντες

Όταν η μουσική ανεβάζει τα νησιά.

Χάραξα τ' όνομα το αγαπημένο

Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.

 

ΙΧ

 

Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα

Βαθύ γαρίφαλο ακρωτήρι

Το χέρι σου έφευγε με το νερό

 

Να στρώσει νυφικό το πέλαγος

Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό.

 

 

 

Άγγελοι μ' έντεκα σπαθιά

Πλέανε πλάι στ' όνομά σου

Σκίζοντας τ' ανθισμένα κύματα

Κάτω μπατέρναν τα λευκά πανιά

 

Σ' απανωτές σπιλιάδες γραίγου.

 

 

 

Μ' άσπρα τριανταφυλλαγκάθια

Έραβες φιόγκους προσμονής

 

Για τα μαλλιά των λόφων της αγάπης σου

Έλεγες: Η χτενίστρα του φωτός

 

Είναι πηγή στη γη που διασκεδάζει.

 

 

 

Κλέφτρα σαΐτα σκάνταλο του γέλιου

Ω εγγονούλα της γρια-λιακάδας

 

Μέσ' απ' τα δέντρα πείραζες τις ρίζες

Άνοιγες τα χωνάκια του νερού

 

Ραβδίζοντας της λησμονιάς τα τζίτζιφα.

 

Ή πάλι νύχτα μ' άσωτα βιολιά

Μέσα στους μισοχαλασμένους μύλους

Κρυφομιλούσες με μια μάγισσα

Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη

Που ήταν το ίδιο το φεγγάρι.

 

Φεγγάρι εδώ φεγγάρι εκεί

Αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα

Για το δικό σου το χατίρι

Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα

Βαθύ γαρίφαλο ακρωτήρι.

 

Χ

 

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο

Κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο

Ποδιά με σταυρωμένες άγκυρες

Μπράτσο του πεύκου γλώσσα του ψαριού

Αδερφάκι του σύννεφου!

 

Κοντά σου είδες ν' ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλο

Άκουσες να σφυρίζει ένα καλάμι

Τα πιο γυμνά τοπία που γνώρισες

Τα πιο χρωματιστά

 

Βαθιά-βαθιά ο αστείος περίπατος του σπάρου

Ψηλά-ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλο

Και πέρα-πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα.

 

 

 

Είδες το κύμα των φυτών όπου έπαιρνεν η πάχνη

 

Το πρωινό λουτρό της το φύλλο της φραγκοσυκιάς

 

Το γεφυράκι στη στροφή του δρόμου

Αλλά και τ' αγριοχαμόγελο

 

Σε μεγάλους χτύπους δέντρων

 

Σε μεγάλα λιοστάσια παντρειάς

Εκεί που στάζουν από τα ζουμπούλια δάκρυα

Εκεί που ανοίγει ο αχινός τους γρίφους του νερού

Εκεί που τ' άστρα προμηνούν τη θύελλα.

 

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο

Χαϊμαλί τρελό σαγόνι πεισματάρικο

Παντελονάκι αέρινο

Στήθος του βράχου κρίνο του νερού

Μορτάκι του άσπρου σύννεφου!

 

XI

 

ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ

 

Με όρτσα ψυχή με άρμη στα χείλια

Με ναυτικά και με σαντάλια κόκκινα

Σκαλώνει μες στα σύννεφα

Πατάει τα φύκια τ' ουρανού.

Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της

Μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας

Άγγελοι! Σία τα κουπιά

Ν' αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!

 

Κάτω στη γη πώς καμαρώνει το αρχοντολόι του περβολιού!

Όταν γυρίζει ο αλάδανος το αχτένιστο κεφάλι του

Οι χαβούζες ξεχειλίζουνε

Κι η Ευαγγελίστρια μπαίνει

 

Γυμνή σταλάζοντας αφρούς με αστερία στο μέτωπο

Με αγέρι μοσχοκάρφης στα λυτά μαλλιά

Κι ένα καβούρι που τρικλίζει ακόμη στον ηλιοκαμένον ώμο της!

 

 

 

 

 

-Νονά των άσπρων μου πουλιών

Γοργόνα Ευαγγελίστρα μου!

 

Τι μπάλες θαλασσιά γαρούφαλα ρίχνουν στο μόλο τα κανόνια σου

Πόσες αρμάδες κοχυλιών βουλιάζουνε οι φωτιές σου

Και πως λυγάς τις φοινικιές όταν τρελαίνεται ο γαρμπής

Και σούρνει άμμους και βότσαλα!

 

 

 

Περνάν οι ελπίδες μες στα μάτια της

Με βάρκες από σουπιοκόκαλο

Στα τρία δελφίνια που χοροπηδούν

Πίσω της φλοκωτές παντιέρες ανεμίζουνε!

-Αχ με τι βιόλες με τι πασχαλιές

Θα κάρφωνα έλεος μιαν ευχή στα στήθια σου

Να όριζες άλλο ριζικό μου εμένα!

 

Δεν την αντέχω τη στεριά

 

Δε με βαστάνε οι νεραντζιές

 

Δώσε να πάω για τ' ανοιχτά με μπαλωθιές και σήμαντρα!

 

 

 

Γρήγορα Παναγιά μου γρήγορα

 

Κιόλας ακούω τραχιά φωνή ψηλά πάνω απ' τις ντάπιες

 

Χτυπάει χτυπάει στις χάλκινες αμπάρες

 

Χτυπάει χτυπάει κι αντρειεύεται

 

Στράφτουν σαν ήλιοι τα τσαπράζια της

Αχ και προστάζει —δεν ακούς;—

Αχ και προστάζει: η Μπουμπουλίνα!

 

Κι η Παναγία χαίρεται η Παναγία χαμογελά

Το πέλαγο έτσι που κυλάει βαθιά πόσο της μοιάζει!

-Ναι βρε κεφάλι αγύριστο

Ναι βρε ναυτάκι του περιβολιού

Στον ύπνο σου προσμένουν τρία τρικάταρτα!

 

Τώρα με ψάθα γυριστή και με σαντάλια κόκκινα

 

Μ' ένα σουγιά στο χέρι

 

Πάει το ναυτάκι του περιβολιού

 

Κόβει τα κίτρινα σκοινιά

 

Λασκάρει τ' άσπρα σύννεφα

 

Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της

 

Μπαρούτι σκάει στα όνειρα

 

Λαμπρή στα φύκια τ' ούρανου!

 

XII

 

Μισοβουλιαγμένες βάρκες

Ξύλα που πρήζουνται με απόλαυση

Άνεμοι ξυπόλυτοι άνεμοι

Στα σοκάκια που κουφάθηκαν

Πέτρινοι κατήφοροι

 

Ο μουγκός ο τρελός

Η μισοχτισμένη ελπίδα.

 

 

 

Μεγάλα νέα καμπάνες

 

Στις αυλές άσπρες μπουγάδες

 

Στις παραλίες οι σκελετοί

 

Μπογιές κατράμι νέφτι

Ετοιμασίες της Παναγίας

 

Που για να γιορτάσει ελπίζει

Άσπρα πανιά και γαλανές σημαιούλες.

 

 

 

Κι εσύ στα πάνω περιβόλια

 

Κτήνος της αγριαχλαδιάς

 

Λιγνό άγουρο αγόρι

 

Ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια σου

 

Να παίρνει μυρωδιά

 

Κι η κοπελίτσα στην αντικρινή στεριά

 

Να σιγοκαίγεται απ' τις ορτανσίες.

 

XIII

 

Αυτός ο αγέρας που χαζεύει μες στις κυδωνιές

Το ζουζούνι αυτό που πιπιλάει τα κλήματα

Η πέτρα που ο σκορπιός φοράει κατάσαρκα

Κι αυτές οι θημωνιές μέσα στ' αλώνια

Που καμώνουνται τον γίγα σε μωρά παιδιά ξυπόλυτα.

 

Οί ζωγραφιές του ανάστα ο Θεος

Στον τοίχο που έξυσαν τα πεύκα με τα δάχτυλα τους

Ο ασβέστης που βαστάει στη ράχη του τα μεσημέρια

Και τα τζιτζίκια τα τζιτζίκια μες στ'αυτιά των δέντρων.

 

Μεγάλο καλοκαίρι από κιμωλία

Μεγάλο καλοκαίρι από φελλό

 

Τα κόκκινα πανιά λοξά στα σαγανάκια

 

Στον πάτο ζώα κατάξανθα σφουγγάρια

 

Των βράχων φυσαρμόνικες

 

Πέρκες από τις δαχτυλιές ακόμη του κακού ψαρά

 

Ξέρες περήφανες στις πετονιές του ήλιου.

 

Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας

Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ' εμείς.

 

XIV

 

Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα

Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας

Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό

Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες.

 

Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε

Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια.

Μια πεταλούδα πέταξε απ' τα στήθια μας

 

Ήτανε πιο λευκή

 

απ' το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας

 

Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές

 

Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε.

 

 

 

Το βράδυ ανάψαμε φωτιά

 

Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:

 

 

 

Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα

Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη

Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας

 

λέγε μας τη ζωή.

 

 

 

Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ' τα χέρια

Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν

 

Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης το γνωρίζουμε

Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό το 'χουμε νιώσει

Εμείς τη λέμε τη ζωή πηγαίνουμε μπροστά

Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε

 

Είμαστε από καλή γενιά.

 

XV

 

Χύσε φωτιά στο λάδι

Και φωτιά στο στήθος

 

Δεν είναι φρόνιμη γωνιά η παλαίστρα της ψυχής

Η τύχη παίρνει ένα παράξενο ύφος ηλιομάντισσας

Χορεύει για την άνοιξη

 

Κι η ζάλη του Μαγιού στης φουσκοθαλασσιάς τα χαμομήλια

Σκίζει το χρόνο ανοίγει διάπλατα τα φύλλα των δρυμών

Τόσο που η καρδιά του επαίτη σφίγγεται

Τα ρόδα του πετούν αγκάθια για τους χορτασμένους

Τα ρόδα του μυρίζουν αιωνιότητα

Τα ρόδα του κρύβουνε στις ίνες

Έντιμο αίμα που ζητάει εκδίκηση.

 

Χύσε φωτιά στο λάδι

Λόγχισε το βαρύ έγκυο νέφος

Όπου λουφάζει ο μόχτος της βροχής

Η αμυγδαλιά πλυμένη ανοίγεται αντιλάμποντας

Τα παιδιά ξεχύνουνται στους κάμπους

Οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια

Είναι πολύχρωμα πανιά όπου κολπώνει ο αετός τη νίκη του.

 

XVI

 

Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο

Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι

Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο

Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν

Αεροβάτες

 

Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας

Ένας Θεός το ξέρει.

 

 

 

Φίλε μου όταν ανάβ' η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη

 

Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται

 

Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη

 

Που όλο παρακαλείς

 

Κι όλο δεν κατεβαίνει

 

Χρόνια και χρόνια

 

Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.

 

Κι όμως του πόθου τ' όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα

Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά

Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες

Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει

Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή

Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου.

 

Δώσε το χέρι σου — πριν συναχτούν πουλιά

Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε

Πως επιτέλους φάνηκε να 'ρχεται από μακριά

Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα!

Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν

Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες

Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι

Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά

Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!

 

XVII

 

Έπαιξα με το χιόνι του Χελμού

Μαύρισα μες στης Λέσβος τους ελαιώνες

Έριξα βότσαλα λευκά σε μια Μυρτώα θάλασσα

Έπλεξα πράσινα μαλλιά στης Αιτωλίας τη ράχη.

 

Τόποι που με του φεγγαριού το αλησμονάνθι

 

Και με του ήλιου τους χυμούς με θρέψατε

 

Σήμερα ονειρεύομαι για σας

 

Μάτια που να σας συντροφέψουν μ' ένα φως καλύτερο.

 

 

 

Μάτια για έναν περίπατο καλύτερο

Οι νυχτιές χαλκεύουνε στα έγκατά σας

Ζωγραφιές ηράκλειες.

Εκείνος που θα βγει να πει: ορίζω τη ζωή

Δίχως ν' αστροπελεκιστεί απ' το θάνατο

Εκείνος που σε μια φουχτιά καθάριου αγέρα

Θα πει να γεννηθεί γυμνό ένα ρόδο

Και θα γεννηθεί

 

Εκείνος θα 'χει μες στα στήθια του εκατό αιώνες

Μα θα είναι νέος

 

Νέος ωσάν φωνούλα νιόκοπου νερού

Που χύνεται από το πλευρό της μέρας

Νέος ωσάν βλαστάρι απείραχτου κλαδιού

Νέος χωρίς ρυτίδα γης μήτε ουρανού σκιά

Μήτε χαράς αμαρτωλού ευφροσύνη.

 

XVIII

 

Ψηλά μ' έναν πυρσό από στάχυα η λεβεντιά

Προχωρεί μες στα κύματα και τραγουδάει:

 

Ω παιδιά που με νιώθετε — πατριωτάκια του ήλιου

 

Με βέργες και παράξενα πουλιά στα χέρια

 

Με χλοερές καρδιές και μάτια καθαρά

 

Που ακούτε από τις παραλίες την ανατολή να βουίζει

 

Ζεσταίνοντας στην αγκαλιά σας ένα φως απέραντο

 

Από την άκρη τ' ουρανού ως το βάθος της καρδιάς

 

Με πείσμα πορφυρό — πατριωτάκια του ήλιου

 

Που λέτε: ο μόνος δρόμος είναι η ανατολή!

 

 

 

Της ελιάς και της συκιάς και του κυπαρισσιού

 

Των αμπελιών των ξεροπόταμων και των μεγάλων τρούλων

 

Η γη ακουμπάει από τη μια μεριά στην όχθη των ονείρων σας

 

Ακούστε με είμαι από τους δικούς σας δώστε μου ένα χέρι

 

Που ν' αγαπάει μεμιάς να κόβει τα ολόκληρα όνειρα

 

Να κολυμπάει ελεύθερα στα νιάτα των νεφών.

 

Η γη μιλάει κι ακούγεται απ' το ρίγος των ματιών.

 

 

 

ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ

 

Ι

 

ΚΟΚΚΙΝΟ

 

Το στόμα που είναι δαίμονας μιλιά κρατήρας

Φαΐ της παπαρούνας αίμα του καημού

Που είναι μεγάλο κίμινο της άνοιξης

Το στόμα σου μιλάει με τετρακόσια ρόδα

Δέρνει τα δέντρα λιγώνει όλη τη γη

Χύνει μες στο κορμί την πρώτη ανατριχίλα.

 

Σπουδαία του δάχτυλου ευωδιά το πάθος μου πληθαίνει

Το μάτι μου ανοιχτό πονάει στ' αγκάθια

Δεν είναι η βρύση που ποθεί των δυο στηθιών τα ορνίθια

Όσο το βούισμα της σφήκας στους γυμνούς γοφούς.

 

Δώστε μου την ουλή του αμάραντου τα μάγια

 

Της κλώστρας κοπελιάς

 

Το «αντίο» το «έρχομαι» το «θα σου δώσω»

 

Σπηλιές υγείας θα το πιούνε στην υγεία του ήλιου

 

Ο κόσμος θα 'ναι ή ο χαμός ή το διπλό ταξίδι

 

Εδώ στου ανέμου το σεντόνι εκεί στου απείρου τη θωριά.

 

 

 

Βίτσα τουλίπα μάγουλο της έγνοιας

 

Σπλάχνο δροσάτο της φωτιάς

 

Θα ρίξω ανάσκελα τον Μάη θα τον σφίξω στα μπράτσα μου

 

Θα τον δείρω τον Μάη θα τον σπαράξω.

 

II

 

ΠΡΑΣ1ΝΟ

 

Μια μαχαιριά στου μήλου τα ψαχνά

Μια πίκρα στο βρακί του φρέσκου αμύγδαλου

Ένα πήδημα νερού μέσα στα πράσα

 

Και το κορίτσι που δεν μπήκε ακόμη ολάκερο στον έρωτα

Μα κρατάει μες στην ποδιά του ένα στυφό δασάκι φρούτων.

 

 

 

Κορίτσι μου έχω στην καρδιά μια χλόη ανέγγιχτη

Και μια βροχή νιογέννητο τριφύλλι

Μα ο καταρράχτης που δεν χίμηξε είναι πιο βαθιά

Πιο χαμηλά

 

Και θα χιμήξει σαν θηρίο μέρας στον Απρίλη σου

Όταν αγγίξω την πηγή κι όταν σε φάει ο ήλιος.

 

 

 

Χόρτο στρωτό κρεβάτι

 

Σπίνου αυτί μελιού αλοιφή ανάσας καλωσόρισμα

 

Το κύμα της στεριάς είναι κι αυτό μεγάλο

 

Το άγγιγμα του κορμιού είναι κι αυτό βαθύ

 

Ο καιρός δεν είναι μάταιος στο γέλιο που σφαδάζει

 

Από την όρεξη να μπει στο πάθος τ' ουρανού.

 

 

 

Θα μπω απ' την πόρτα που ένα φύλλο σκέτο υπερασπίζεται

 

Θα μιμηθώ του έφηβου αλόγου τη βραχνάδα

 

Θα δοκιμάσω τον σπασμό που σ' ανεβάζει ως τ' άστρα!

 

III

 

ΚΙΤΡΙΝΟ

 

Νωρίς κοπέλες ροζακιές ρίξαν βεγγαλικές

 

Φωνές και χρώματα ηχερά

 

Στο μακρινό ξωκλήσι του πουνέντε...

 

Χούγια και νταν! Ξεχύθηκεν απ' τις καμπάνες ο άνεμος

 

Κι όλο το πέλαγο μακριά χούγια και νταν! χούγια και νταν!

 

Βοσκάει με τρελοκαμπανάκια...

 

 

 

Και παν αυτές τώρα γυμνές από τη μέση ως πάνω

Με αλάργα ψάθα ρώγα κρεμεζιά νάζι από στάχυ

Λοξό με πεταλούδα στο δεξί βυζί το αντάρτικο

 

Τρεις τέσσερις δεκάξι ογδόντα ή εκατό

Παν και μαλώνουν τα παιδιά της γης της χορτοαρχόντισσας

Παν και φυσούν φούρκες φωτιάς με σάλπιγγες στ' αλώνια

Καίνε σανό λιώνουν φλουριά θυμιάζουνε με ανθόσκονη

Κρόκων τα στέρνα της στεριάς τόσο που τρέμει πια

Μαίνεται από καναρινιές ριπές ο αιθέρας κι όλο αστράφτει

Βράζει με θειάφι στο γιαλό με καλαμιές στον κάμπο...

 

Κορίτσια μη! Με τι καρδιά να ορμήσουνε τ' αηδόνια!

Μη! Με τι σκίρτημα νερού να βγούνε οι περγκολιές!

Πως να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα ρόδινη

Κορίτσια πως να μαντευτεί απ' τα μάτια σας το φως!

 

IV

 

Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝ1Α

Στον Αντρέα Καμπά

 

Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου

 

Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει

 

Σιγά σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!

 

Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί

Έτσι καθώς άγγιξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα

Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές

Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές

Σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια

Κι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν

Κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!

 

Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλος

Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει

Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια

Τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές

Τη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:

 

Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια!

Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δε σε ξέρει

Μήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός

Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά

Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους!

 

V

 

ΑΝΟΙΧΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ

 

Εύκολα που περνώ απ' τα μάτια σου στον ουρανό

απ' το μανίκι του νερού στο πρόσωπο της θάλασσας

απ' το μικρό σου δάχτυλο στου ζαφειριού το αστέρι

Έλπιση φήμη του Φώτος έχταση απέραντη

Ό,τι κοιτάω με τη ματιά με θρέφει.

 

Ό,τι κρατάω με την αφή με θρέφει

 

Σώμα του πόντου δροσερό ή αγέρας

 

Γλόμπος του άπιαστου ονείρου η κρύα σαπουνόφουσκα

 

Της παρθενιάς σου η γεωγραφία που δε με μέλει

 

Κι ένα μεταξωτό για τσαλαπάτημα

Ένα καυκί καμπάνας γυάλινης για τους κουφούς

 

Που ντύνουν με φελλό την πιο βαριά τους κούκλα.

 

Η κούκλα μου είναι η κούκλα σου είναι η γαλαζούλα

Ολόγυμνη που διασκεδάζει τρυπημένη με άστρα

Και κάνει μπάνια στη νυχτιά και γαργαλάει τους γρύλους.

 

Μα μήτε η στάλα της Αυγής πιωμένη απ' το γλαυκό

 

Μήτε της πονηριάς του αηδονιού η ανάσταση

 

Μήτε της σβούρας ο ίλιγγος μήτε η λιγοθυμιά

 

Της ώρας που σκορπάει μες στο κενό τα πούπουλα

 

Δεν πίνουν από την πηγή σου από την πηγή που λεν ελευτεριά.

 

VI

 

ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ

 

Σε μάτιασαν οι νύφες του βυθού

Οι λευκές του μαΐστρου ερινύες

Ανάβοντας τη ζήλια του κορμιού

Μα όταν γέλασαν οι ανυφάντρες του ήλιου

Που φιλοδόξησαν ένα καμάρι επίγειο

Άξαφνα πήρες τη βαφή του απείρου.

 

Τώρα καθώς πατάω μες στις πλαγιές

Στα κουκουνάρια που φυσώντας έστρωσεν

Άνεμος γητευτής με χείλια βαθυγάλαζα

Καθώς γλιστράω στα τσάμια της κατηφοριάς

Κι ανοίγω τα φτερά στο βλέμμα σου το απέραντο

 

Καθώς ταιριάζω στου βοριά το στόμα μια υμνωδία

Μου φέγγει ο κόλπος το βαθύ μουρμούρισμα της άμμου

Και βλέπω ανθούς να πέφτουνε στα καθαρά νερά

Φύκια μελαχρινά στου φλοίσβου το νανούρισμα

Κανάτια υπομονετικά στου Αιγαίου τα παραθύρια.

 

Και βλέπω ακόμα ένα και μόνο βαθύχρωμο πουλί

Να πίνεται απ' το αίνιγμα της αγκαλιάς σου

Όπως η νύχτα πίνεται από την αυγή

Όπως η αίγλη από τις μορφές των αγαλμάτων.

 

VII

 

ΜΕΝΕΞΕΛΙ

 

Σαν φέρετρο που προχωρεί ενώ κρυφά ο νεκρός

 

Αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του

 

Κι η Αττική του σιγοψιθυρίζει καλησπέρα.

 

 

 

Σαν κηπουρός που τυραννιέται σκύβοντας

 

Μέσα στα συρματόσκοινα και τις εβραίισσες πέτρες

 

Μα δεν ακούει το πάθος της νεραντζανθιάς

 

Όταν φοράει τον άνεμο και γνέφει με χορτάρια

Πέρα στο σέλας των πλωτών βουνών

Κι από το αχ του αμπελουργού τρομάζουνε τα σύννεφα...

 

Η γη συνάζει ολόγυρα τους γαλαξίες των δέντρων της

Και μες στη μέση τους γεννάει μια λίμνη με νερά

 

Η γη ετοιμάζει τα σεντόνια της:

 

Αμάραντους πιο τρυφερούς κι από κουμπάκια αγγέλων

 

Βολβούς πιο πράους στο μέτρημα κι από ίσκιους τ' ούρανοϋ

 

Λάμπει ψηλά ολομόναχο το ανεμαλώνι

 

Μολόχες ντύνονται και παν στους τάφους για κεριά

 

Σφυρίζει ένα βαπόρι μακρινό που χάνεται.

 

Κι όπως με τρεις κλωστές καπνού λέει τον εσπερινό

Ήρεμη στέγη με την καμινάδα της

Μια νυχτερίδα πιάνεται μες στα μαλλιά της δύσης!

OE.jpeg.8b0438b0459a024d472a006a153ea20a.jpeg

hlios.gif.6c2005587b4644c233a6216197b8ba21.gif

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Δημοσιεύτηκε

 

Το θαλασσινό τριφύλλι, Οδυσσέας Ελύτης

 

 

Μια φορά στα χίλια χρόνια

 

του πελάγου τα τελώνια

Μες στα σκοτεινά τα φύκια

 

μες στα πράσινα χαλίκια

Το φυτεύουνε και βγαίνει

 

πριν ο ήλιος ανατείλει

Το μαγεύουνε και βγαίνει

 

το θαλασσινό τριφύλλι

Κι όποιος το 'βρει δεν πεθαίνει

κι όποιος το 'βρει δεν πεθαίνει

 

Μια φορά στα χίλια χρόνια

 

κελαηδούν αλλιώς τ' αηδόνια

Δε γελάνε μήτε κλαίνε

 

μόνο λένε μόνο λένε:

-Μια φορά στα χίλια χρόνια

 

γίνεται η αγάπη αιώνια

Να 'χεις τύχη να 'χεις τύχη

 

κι η χρονιά να σου πετύχει

Κι από τ' ουρανού τα μέρη

την αγάπη να σου φέρει

 

Το θαλασσινό τριφύλλι

 

ποιος θα βρει να μου το στείλει

Ποιος θα βρει να μου το στείλει

 

το θαλασσινό τριφύλλι.

 

Off Topic. Τράμιν.

 

Trifilli.jpg.85a53a20179a18d03b13d71271019c9d.jpg

Το θαλασσινό τριφύλλι

Θέμης Τσιρώνης

Ζωγραφική σε ξύλο

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Guest
Αυτή η συζήτηση είναι κλειστή σε νέες απαντήσεις.

×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Όροι χρήσης