Jump to content

Το σύμπαν της τέχνης και οι τέχνες τ' ουρανού


Προτεινόμενες αναρτήσεις

Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης

Μουσική: Μιχάλης Τρανουδάκης

Πρώτη εκτέλεση: Αφροδίτη Μάνου

 

http://www.youtube.com/watch?v=v5eDmR8L75A

 

Το δρόμο πλάι στη θάλασσα

περπάτησα που 'κανε κάθε

μέρα η ποδηλάτισσα.

 

Βρήκα τα φρούτα που 'χε

στο πανέρι της, το δαχτυλίδι

που 'πεσε απ' το χέρι της.

 

Βρήκα το κουδουνάκι και το

σάλι της, τις ρόδες,

το τιμόνι, το πεντάλι της.

 

Βρήκα τη ζώνη της, βρήκα σε

μιαν άκρη, μια πέτρα διάφανη

που 'μοιαζε με δάκρυ.

 

Τα μάζεψα ένα ένα και τα

κράτησα κι έλεγα πού 'ναι

πού 'ναι η ποδηλάτισσα.

 

Την είδα να περνά πάνω

απ' τα κύματα, την άλλη μέρα

πάνω από τα μνήματα.

 

Την τρίτη νύχτωσ' έχασα

τ' αχνάρια της, στους ουρανούς

άναψαν τα φανάρια της.

1580165831_et-bike-gets-real-google-earth1.jpg.1dd21eaf4a3e64295c14886fc5c47059.jpg

3401176902_EXO.jpg.ee136f40e5776b27c11cc5dec33cc919.jpg

Σύνδεσμος για σχόλιο
Κοινή χρήση σε άλλους ιστότοπους

  • Απαντήσεις 11.2k
  • Created
  • Τελευταία απάντηση

Top Posters In This Topic

Top Posters In This Topic

Posted Images

Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης

Μουσική: Νένα Βενετσάνου

Πρώτη εκτέλεση: Νένα Βενετσάνου

 

 

Από τους χρόνους τους παλιούς τό 'χω βαθύ μεράκι

να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το μαγισσάκι

 

Τ' άπιαστο σαν αερικό στην εμορφιά του Μάης

που αν κάνεις να τον μυριστείς αλίμονό σου εκάεις

 

Έβγα έβγα μαγισσάκι χτύπα χτύπα το ραβδάκι

ντο και ρε και μι και φα μες στα ροζ τα σύννεφα

 

Τι ζουμπούλια και τι κρίνα τι και τούτα τι κι εκείνα

ντο και ρε και φα και μι φούχτα μου και δύναμη

 

Ποιος θα μου δώκει δύναμη κι ένα μακρύ καμάκι

να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το μαγισσάκι

 

Που 'ναι σπηλιά του ο ουρανός άγγελος η μαμά του

κι αφρός το φουστανάκι του στην άκρια του κυμάτου

 

Χτύπα χτύπα το ραβδάκι γίνε το νερό στ' αυλάκι

φα και ρε και μι και ντο μες στο μπλε το ξάγναντο

 

Τα παπιά και τα βαπόρια παν μαζί και πάνε χώρια

έξι τέσσερα κι οχτώ γούρι μου και φυλαχτό

 

Ανοίξτε πύλες κι εκκλησιές ν' ανάψω ένα κεράκι

να κάνει θαύμα στα κρυφά για με το μαγισσάκι

 

Που να κοιμάμαι ξυπνητός να τρέχω ξαπλωμένος

και να με λεν χωρίς καρδιά μα να 'μαι ερωτευμένος

 

Έβγα έβγα μαγισσάκι χτύπα χτύπα το ραβδάκι

ντο και ρε και μι και φα μες στα ροζ τα σύννεφα

 

Τα παπιά και τα βαπόρια παν μαζί και πάνε χώρια

έξι τέσσερα κι οχτώ γούρι μου και φυλαχτό

733310502_CE95CEB9CEBACF8CCEBDCEB114.png.4a1312136450c358616c4597b0dd2ed1.png

Σύνδεσμος για σχόλιο
Κοινή χρήση σε άλλους ιστότοπους

Θά πενθώ πάντα -- μ'ακούς; -- γιά σένα,

μόνος,στόν Παράδεισο

 

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές

Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος

Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

 

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

 

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας

Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα

Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.

 

ΙΙ.

 

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται

Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ'άλλα πού πέρασαν

Εάν είναι αλήθεια

 

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά

Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά

Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"

Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική

 

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας

Πού γύρευαν ν'ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο

Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες

Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί

Πάνω απ'τίς ξερολιθιές,πίσω άπ'τούς φράχτες

Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού

Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από

τούς καταρράχτες

 

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ

Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό

Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά

Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

 

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό

Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο

Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.

 

ΙΙΙ.

 

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

 

Επειδή σ'αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω

Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος

Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ'αχανή

σεντόνια

Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη

Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω

Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές

Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

 

Ακουστά σ'έχουν τά κύματα

Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς

Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"

Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο

Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

 

Πάντα εσύ τ'αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο

Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά

Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά

 

Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες

Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει

Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει

Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ

Επειδή σ'αγαπώ καί σ'αγαπώ

Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό

Εξαργυρώνει:

 

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο

Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά

Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική

Καμάρα τ'ουρανού με τ'άστρα

Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

 

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο

Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα

Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου

Νά μυρίζω από σένα καί ν'αγριεύουν οί άνθρωποι

Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ'αλλού φερμένο

Δέν τ'αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ'ακούς

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

 

ΝΑ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.

 

ΙV.

 

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ'ακούς

Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ'ακούς

Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ'ακούς

Μαχαίρι

Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς

Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ'ακούς

Είμ'εγώ,μ'ακούς

Σ'αγαπώ,μ'ακούς

Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ

Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ'ακούς

Πού μ'αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ'ακούς

 

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ'τούς κατακλυσμούς

 

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες

Θά'ρθει μέρα,μ'ακούς

Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι

Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ'ακούς

Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν'ακούς

Τών ανθρώπων

Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει

Στά νερά ένα-- ένα , μ'ακούς

Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ'ακούς

Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ'ακούς

Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων

βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ'ακούς

Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ'ακούς

Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω

Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς

Πουθενά δέν πάω ,μ'ακους

Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ'ακούς

 

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ'ακούς

Τής αγάπης

Μιά γιά πάντα τό κόψαμε

Καί δέν γίνεται ν'ανθίσει αλλιώς,μ'ακούς

Σ'άλλη γή,σ'άλλο αστέρι,μ'ακούς

Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας

Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ'ακούς

 

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ'άλλους καιρούς

 

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ'ακούς

Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ'ακούς

Μές στή μέση τής θάλασσας

Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ'ακούς

Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ'ακούς

Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς

άκου,άκου

Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει- ακούς;

ποιος γυρευει τον αλλο,ποιος φωναζει-

ακους;

Είμ'εγώ πού φωνάζω κι είμ'εγώ πού κλαίω,μ'ακούς

Σ'αγαπώ,σ'αγαπώ,μ'ακούς.

 

V.

 

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς

Μέ σοφές παραμάνες καί μ'αντάρτες απόμαχους

Από τί νά'ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού

Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου

Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά'ρθω

Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο

Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

 

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει

Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι

Στά μέρη τ'αψηλά της Κρήτης τίποτα

Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

 

Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ'όλα τό γύρο

Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά

Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

 

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού

Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου

Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό

Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο

Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς

 

Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής

Μέ τ'άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

 

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη

Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή

Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει

Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια

Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο

Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα μ'όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική

Πού διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη

Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ

Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο

Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή

Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση

Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.

 

VI.

 

Έχω δεί πολλά καί η γή μές απ'τό νού μου φαίνεται ωραιότερη

Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς

Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα

Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα

Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς

Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά

τής θάλασσας

 

Έτσι σ'έχω κοιτάξει πού μου αρκεί

Νά'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί

Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει

Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν'ακολουθεί

 

Καί νά παίζει μέ τ'άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

 

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί

Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί

Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι

Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

 

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί

νεογέννητο

Μόνος,καί ας είμ'εγώ η πατρίδα που πενθεί

Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο

Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ'ολοστρόγγυλο

Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού

Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !

 

VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί

Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

 

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή

Έχω ρίξει μές στ'άπατα μιάν ηχώ

Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

 

ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΩ ΜΙΣΗ ΝΑ ΠΕΡΝΑΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ

ΚΑΙ ΜΙΣΗ ΝΑ ΣΕ ΚΛΑΙΩ ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ...

Scan0041.jpg.1549122cfc28c12f5765afb04030dee5.jpg

monogramma.jpg.3688951ff147aba1c010e91cc000e834.jpg

to-monogramma.jpg.39a8e1352b4c32bc99641397cfcc9a59.jpg

Σύνδεσμος για σχόλιο
Κοινή χρήση σε άλλους ιστότοπους

"Είναι διγαμία ν' αγαπάς και να ονειρεύεσαι..."

Μαρία Νεφέλη, Οδυσσέας Ελύτης

822167462_ELYTISCEB1CEB3CEB9CEBFCEBACF8CCF81CEB7.JPG.445869545ed23374713d4bb3cb7c4233.JPG

ah3e17cca0b8fkn_166.jpg.829c85f055c4b72bb4f5685ad954a1c1.jpg

Σύνδεσμος για σχόλιο
Κοινή χρήση σε άλλους ιστότοπους

ΝΑΟΙ στο σχήμα τ' ουρανού, Άξιον Εστί, Οδυσσέας Ελύτης, 1949

 

ΙΔ΄

 

ΝΑΟΙ στο σχήμα τ' ουρανού

και κορίτσια ωραία

με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε!

Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας

και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!

Φύγανε φύγανε

ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο

και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.

Φύγανε

και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας

και στα βάθη μέσα των ματιών ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα!

Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.

Τείχισε τις πλευρές του κόσμου

και από το μέρος τ' ουρανού σήκωσε τις εννέα επάλξεις

και στην πλάκα επάνω του βωμού σφαγίασε το σώμα

τους φρουρούς πολλούς έστησε στις εξόδους.

Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα.

Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού

και κορίτσια ωραία

με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε.

Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας

και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε!

Φύγανε φύγανε

ο Μαΐστρος με το μυτερό του σάνταλο

και ο Γραίγος ο ασυλλόγιστος με τα λοξά του κόκκινα πανιά.

Φύγανε

και βαθιά κάτω απ' το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας

χαλίκι μαύρο

και βροντές, η οργή των νεκρών

και αργά στον άνεμο τρίζοντας

εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά

φοβερά, των βράχων τ' αγάλματα!

_______________________________11_____.jpg.7a8f4dc22641d9b46244456f795a9125.jpg

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Σύνδεσμος για σχόλιο
Κοινή χρήση σε άλλους ιστότοπους

 

Με τον λύχνο του άστρου, Άξιον Εστί, Οδυσσέας Ελύτης, 1949

 

 

ε΄

 

ΜΕ ΤΟ ΛΥΧΝΟ του άστρου

στους ουρανούς εβγήκα

Στο αγιάζι των λειμώνων

στη μόνη ακτή του κόσμου

Που να βρω τη ψυχή μου

το τετράφυλλο δάκρυ!

Λυπημένες μυρσίνες

ασημωμένες ύπνο

Μου ράντισαν την όψη

Φυσώ και μόνος πάω

Που να βρω τη ψυχή μου

το τετράφυλλο δάκρυ!

Οδηγέ των ακτίνων

και των κοιτώνων Μάγε

Αγύρτη που γνωρίζεις

το μέλλον μίλησέ μου

Που να βρω τη ψυχή μου

το τετράφυλλο δάκρυ!

Τα κορίτσια μου πένθος

για τους αιώνες έχουν

Τ' αγόρια μου τουφέκια

κρατούν και δεν κατέχουν

Που να βρω τη ψυχή μου

το τετράφυλλο δάκρυ!

Εκατόγχειρες νύχτες

μες στο στερέωμα όλο

Τα σπλάχνα μου αναδεύουν

Αυτός ο πόνος καίει

Που να βρω τη ψυχή μου

το τετράφυλλο δάκρυ!

Με το λύχνο του άστρου

στους ουρανούς γυρίζω

Στο αγιάζι των λειμώνων

στη μόνη ακτή του κόσμου

Που να βρω τη ψυχή μου

το τετράφυλλο δάκρυ!

1729019126_.png.10c3a5dfb54d39df2a814f5ff2b32143.png

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Σύνδεσμος για σχόλιο
Κοινή χρήση σε άλλους ιστότοπους

"ΜΕ ΤΟ ΛΥΧΝΟ του άστρου

στους ουρανούς εβγήκα...

....................................

Πού να βρω την Ψυχή μου

το τετράφυλλο δάκρυ!"

 

summer_by_juxxo_thumb.jpg.ca7d9a46cb3085c43f1af1e142e9b2e5.jpg

πού να βρω την Ψυχή μου...

 

nebula-in-orion.jpg.af031f2cadbbd0dda94c45c5b0b29fb9.jpg

Μ42

(με το λύχνο του άστρου)

 

pleiades.jpg.378efb912271ec8d096eee5fb1e941c5.jpg

Πλειάδες

(στους ουρανούς εβγήκα)

Σύνδεσμος για σχόλιο
Κοινή χρήση σε άλλους ιστότοπους

Απόσπασμα από το: "ο Μικρός Ναυτίλος", Οδυσσέας Ελύτης

 

Τα ανώτερα μαθηματικά μου τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας. Ιδού μερικές πράξεις για παράδειγμα:

(1) Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.

(2) Το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα δίνει πάντοτε το σχήμα κάποιου Ιησού Χριστού.

(3) Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και στα αισθήματα (χρώματα). Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να κόβεται, στα μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matisse.

(4) Όπου υπάρχουν συκιές υπάρχει Ελλάδα. Όπου προεξέχει το βουνό από τη λέξη του υπάρχει ποιητής. Η ηδονή δεν είναι αφαιρετέα.

(5) Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δεν μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.

(6) Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν η δύναμη και ο αριθμός να καθορίζουν τα πεπρωμένα μας.

(7) Ένας "Αναχωρητής" για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους άλλους μισούς ένας "Ερχόμενος".

 

 

XXIII

Σίγουρα θα πρέπει νά' ταν μια σταγόνα καθαρού νερού στην παιδική του ηλικία ο ήλιος. Από κει ο τρόπος που λάμπει στα ματοτσίνορα και το δρόσο που κρατά στους τοίχους με τις αγιογραφίες, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο.

Αφήνω τη διαφάνεια. Που έτσι και το φέρει η τύχη ν΄ αγαπήσεις μια κοπέλα, βλέπεις μέσα της: όπως στα ποιήματα.

Εάν υπάρχει ένας τρόπος να πεθάνεις χωρίς ν΄ αφανίζεσαι - είναι αυτός: μια διαφάνεια όπου τα ύστατα συστατικά σου - δρόσος, φωτιά- όντας ορατά για όλους, έτσι και αλλιώς, θα υπάρχεις και εσύ εσαεί.

 

 

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ (ΧV)

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια.

Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας. Άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι. Άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά. Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που – αλίμονο – τους αντιλαμβάνονται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνονται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κάθε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.

Θέλουμε – δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό, το θνησιμαίο, αείζωο.

Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.

 

ce95ce9bcea5cea4ce97cea3_151.jpg.679edb26d1e56f091f338e63a8eaec3c.jpg

Οδυσσέας Ελύτης Στην Πάτμο

 

64599-ceb5cebbcf8dcf84ceb7cf823.jpg.53b805726700894b921fec5498fca374.jpg

κολάζ Ελύτη

092.jpg.3acb9dfa1dc5892d4090309cc7880e80.jpg

Σύνδεσμος για σχόλιο
Κοινή χρήση σε άλλους ιστότοπους

The Skies, William Cullen Bryant, 1794-1878

 

Ay! gloriously thou standest there,

Beautiful, boundless firmament !

That swelling wide o'er earth and air,

And round the horizon bent,

With thy bright vault, and sapphire wall,

Dost overhang and circle all.

Far, far below thee, tall old trees

Arise, and piles built up of old,

And hills, whose ancient summits freeze,

In the fierce light and cold.

The eagle soars his utmost height,

Yet far thou stretchest o'er his flight.

Thou hast thy frowns--with thee on high,

The storm has made his airy seat,

Beyond that soft blue curtain lie

His stores of hail and sleet.

Thence the consuming lightnings break.

There the strong hurricanes awake.

Yet art thou prodigal of smiles --

Smiles, sweeter than thy frowns are stem :

Earth sends, from all her thousand isles,

A shout at thy return.

The glory that comes down from thee,

Bathes, in deep joy, the land and sea.

The sun, the gorgeous sun, is thine,

The pomp that brings and shuts the day,

The clouds that round him change and shine,

The airs that fan his way.

Thence look the thoughtful stars, and there

The meek moon walks the silent air.

The sunny Italy may boast

The beauteous tints that flush her skies.

And lovely, round the Grecian coast,

May thy blue pillars rise.

I only know how fair they stand,

Around my own beloved land.

And they are fair -- a charm is theirs,

That earth, the proud green earth, has not --

With all the forms, and hues, and airs,

That haunt her sweetest spot.

We gaze upon thy calm pure sphere,

And read of Heaven's eternal year.

Oh, when, amid the throng of men,

The heart grows sick of hollow mirth,

How willingly we turn us then

Away from this cold earth,

And look into thy azure breast,

For seats of innocence and rest.

30569520night-sky-jpg.jpg.c272a2fa3730c9a85f952214d9160121.jpg

Οὖτιν με κικλήσκουσι

 

My Optics

Σύνδεσμος για σχόλιο
Κοινή χρήση σε άλλους ιστότοπους

Guest
Αυτή η συζήτηση είναι κλειστή σε νέες απαντήσεις.

×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Όροι χρήσης