Αγαπητέ Βαγγέλη Η σχέση Φυσικής και μαθηματικών ενέχει πάντα ένα σοβαρό κίνδυνο που ονομάζεται Φορμαλισμός και αντιστοιχεί σ' αυτό που είχε πει ο Νίτσε : " ... να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος ... " αν προσκολληθούμε με απρόσεξια στα μαθηματικά σύμβολα. Απο την άλλη δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα μαθηματικά σαν μια πανίχυρη γλώσσα μα βοηθάνε στη σύγχρονη Φυσική να εκφράσουμε πράγματα για τα οποία είναι ανίκανη τόσο η ανθρώπινη γλώσσα όσο και η ανθρώπινη εμειρία του Μεγάκοσμου. Αρα ναι μεν δεν πρέπει να γινόμαστε φορμαλιστές απο την μια αλλά και από την άλλη δεν μπορούμε ν' αδιαφορούμε για τις έννοιες που κρύβοντε κάτω από τα μαθηματικά. Στην συγκεκριμένη περίπτωση της συζήτησης μας θα μπορούσε κάλλιστα ο δεύτερος νόμος του Νέυτωνα να εξαρτόνταν από την τρίτη ή την τέταρτη παράγωγο του διανύσματος της μετατόπισης. Το γιατί η βασική εξίσωση της κίνησης στην κλασσική φυσική είναι δευτέρου βαθμού και όχι πρώτου ή τρίτου είναι κάτι το οποίο δεν επιδέχεται εξήγησης και αποτελεί : 1) την μαθηματική και ακριβή έκφραση του νόμου της αδράνειας (αυτό το λένε πολλοί φυσικοί αλλά είναι λάθος διότι ο πρώτος νόμος της αδράνειας είναι ανεξάρτητος και απαραίτητος για να μπορεί να θεμελιωθεί λογικά ο δεύτερος νόμος του Νεύτωνα) 2) του απόλυτου της έννοιας της επιτάχυνσης και του σχετικού της έννοιας της ταχύτητας σύμφωνα με την Κλασσική Αρχή της Σχετικότητας του Γαλιλαίου 3) το αμετάβλητο των εξισώσεων της κλασικής μηχανικής κάτω από την δεκαπαραμετρική ομάδα των κλασικών μετασχηματισμών συντεταγμένων. 4) τη διαφοροποίηση της κινητικής με την δυναμική έννοια των μεγεθών ταχύτητα επιτάχυνση Σύμφωνα με την επικρατούσα επιστημολογική αντιμετώπιση της Φυσικής η οποία δεν είναι άλλη από τον Εμπειρισμό, δεν έχει έννοια να ρωτάς γιατί ένας νόμος είναι όπως είναι παρά μόνο να βρίσκεις τις σχέσεις του με τους υπόλοιπους νόμους διότι η Φυσική περιγράφει και δεν εξηγεί. Η διαφορά της κινητικής έννοιας της ταχύτητας και της επιτάχυνσης με αυτή των δυναμικών τους αντιστοίχων είναι ότι επειδή αυτά τα δυο μεγέθη ορίζονται σε σχέση μ' ένα παρατηρητή είναι πάντα σχετικά και κανένας δεν μπορεί ν' αποφανθεί για το αν κινείται με σταθερή ταχύτητα ή με επιτάχυνση αν χρησιμοποιήσει κινητικούς όρους δηλαδή αν μετρήσει μόνο μεταβολές θέσεως. Αντιθέτως σύμφωνα με την Κλασική Αρχή της Σχετικότητας όταν ένα σύστημα αναφοράς επιταχύνεται οι εξισώσεις της κίνησης αλλάζουν μαζί και η περιγραφή των φαινομένων. Σε τέτοιες περιπτώσεις εμφανίζονται οι κλασσικές αδρανιακές δυνάμεις De L'Albert (Corriolis και φυγόκεντρος) οι οποίες δεν υπάρχουν στα λεγόμενα αδρανειακά συστήματα αναφοράς. Αρά χρησιμοποιόντας την δυναμική - δηλαδή τους νόμους που ΠΡΟΒΛΕΠΟΥΝ την κίνηση των σωμάτων και όχι τους ορισμούς που την περιγράφουν και ανίκουν στον τομέα της Κινητικής- μπόρεσε η Κλασσική Φυσική να περιγράψει και να χαρακτηρίσει ως απόλυτη την επιτάχυσνη και σχετική την ταχύτητα διότι ακόμα και αν σε βάλουν σ'ένα κλειστό δωμάτιο χωρίας να μπορείς να μετρήσεις την θέση σου σε σχέση με άλλα αντικείμενα εκτός του συστήματος αναφοράς σου , μπορείς παρα ταύτα να αποφανθείς για το αν επιταχύνεσαι ή αν κινείσαι με σταθερή ταχύτητα εκτελώντας οποιοδήποτε πείραμε μηχανικής. Επι παραδείγματι εαν επιταχύνεσαι και κρατάς ένα εκρεμμές μέσα σε πεδίο βαρύτητας θα το δεις να μην είναι κάθετο αλλά να σχηματίζει με την κάθετο προς το έδαφος , γωνία ανάλογη με την επιτάχυνση. Η διαφορά του κινητικού με τον δυναμικό ορισμό των μεγεθών ταχυτηα και επιτάχυνση αποτέλεσε την απαρχή της Ειδικής και της Γενικής Σχετικότητας. Μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση αυτής της διαφοράς μπορείς να βρείς στο μοναδικό βιβλίο που έγραψε ο Niels Bohr για τις δυο Θεωρίες της Σχετικότητας. Αυτή τη φορά είμαι σίγουρος ότι έγινα κουραστικός αν όχι βαρετός . Φιλικούς χαιρετισμούς Αντώνης