Jump to content

kkokkolis

Μέλη
  • Αναρτήσεις

    16138
  • Εντάχθηκε

  • Τελευταία επίσκεψη

  • Ημέρες που κέρδισε

    25

Όλα αναρτήθηκαν από kkokkolis

  1. Αληθής Ιστορία, Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, 120 - μεταξύ 180 και 192 μχ Μετάφρασις Ιωάννη Κονδυλάκη Βιβλίον Δεύτερον Έκτοτε η εντός του κήτους ζωή μου έγινεν ανυπόφορος και εζήτουν να εύρω τρόπον διά να δυνηθώμεν να εξέλθωμεν. Κατ' αρχάς εσκέφθημεν να τρυπήσωμεν το δεξιόν τοίχωμα και ν' αποδράσωμεν• και ηρχίσαμεν να σκάπτωμεν• αλλ' αφού εις μάτην εφθάσαμεν εις βάθος πέντε σταδίων, επαύσαμεν να σκάπτωμεν, απεφασίσαμεν δε να καύσωμεν το δάσος, διότι ούτω ήτο πιθανόν ν' αποθάνη το κήτος και τότε θα μας ήτο εύκολον να εξέλθωμεν. Αρχίσαντες λοιπόν από τα προς την ουράν μέρη επυρπολούμεν. Αλλ' επί επτά ημέρας και νύκτας το κήτος εφαίνετο ότι δεν ησθάνετό το κάψιμον• την ογδόην όμως και την εννάτην εννοήσαμεν ότι είχεν αρχίσει ν' αρρωσταίνη• εβράδυνε ν' ανοίγη το στόμα και οσάκις το ήνοιγε ταχέως το έκλειε. Την δεκάτην δε και ενδεκάτην είχεν απονεκρωθή και ήρχιζε ναναδίδη δυσωδίαν. Την δωδεκάτην μόλις επρόφθάσαμεν να σκεφθώμεν ότι εάν δεν του εθέταμεν σφηνώματα μεταξύ των δύο σιαγόνων εφ' όσον ακόμη έχασκε, ώστε να μη κλείση εντελώς το στόμα, εκινδυνεύαμεν να κλεισθώμεν εντός αυτού, όπως ήτο νεκρόν και ναποθάνωμεν. Αφού λοιπόν υπεστηρίξαμεν την άνω σιαγόνα του με ξύλα μεγάλα, επεσκευάσαμεν το πλοίον μας και το εφωδιάσαμεν με πολύ νερόν και τα λοιπά χρειώδη. Θα το εκυβέρνα δε ο Σκίνθαρος. Την επομένην το μεν κήτος είχεν ήδη τελείως αποθάνει• ημείς δε σύραντες το πλοίον το επεράσαμεν από τα διαστήματα των σιαγόνων• έπειτα το εδέσαμεν εις τα δόντια του κήτους και σιγά σιγά το κατεβάσαμεν εις την θάλασσαν. Ανέβημεν μετά τούτο εις την ράχην του κήτους και αφού προσεφέραμεν θυσίαν εις τον Ποσειδώνα πλησίον του τροπαίου, εμείναμεν εκεί επί τρεις ημέρας, διότι ήτο γαλήνη, και την τετάρτην απεπλεύσαμεν. Και συνηντήσαμεν πολλούς νεκρούς εκ της ναυμαχίας επιπλέοντας• το πλοίον μας προσέκρουεν εις αυτούς και καταμετρούντες τα σώματα των εθαυμάζαμεν. Επί τινας ημέρας εταξειδεύαμεν με άνεμον μέτριον, έπειτα όμως έπνευσε σφοδρός βορράς και έγινε δριμύτατον ψύχος, το οποίον επάγωσεν όλον το πέλαγος, όχι μόνον εις την επιφάνειαν, αλλά και εις βάθος έως τετρακοσίων οργυιών• ώστε εξελθόντες επεριπατούμεν εις τον πάγον. Επειδή δε ο άνεμος δεν έπαυε και ήτο ανυπόφορος εκάμαμεν το εξής κατά πρότασίν του Σκινθάρου. Εσκάψαμεν τον πάγον και κατεσκευάσαμεν σπήλαιον ευρυχωρότατον κ' εντός αυτού εμείναμεν επί τριάκοντα ημέρας, ανάπτοντες φωτιάν και τρεφόμενοι από ψάρια τα οποία ευρίσκαμεν εντός του πάγου. Αλλ' επειδή ήρχισαν να μας λείπουν τα τρόφιμα, εξήλθαμεν και αποσπάσαντες εκ του πάγου το πλοίον εκάμαμεν πανιά και εσυρόμεθα επί του πάγου, ως να επλέαμεν ομαλά και ατάραχα. Την πέμπτην ημέραν είχεν ήδη γίνει καλοκαιρία, ο πάγος διελύετο και η θάλασσα επανήρχετο εις την φυσικήν της κατάστασιν. Αφού δ' επλεύσαμεν έως τριακοσίους σταδίους, επλησιάσαμεν εις νήσον μικράν και ακατοίκητον, από την οποίαν επήραμεν νερόν, διότι το είχαμεν ήδη εξαντλήσει και φονεύσαντες δύο αγρίους ταύρους απεπλεύσαμεν. Οι ταύροι δε εκείνοι δεν είχον τα κέρατα επί της κεφαλής, αλλά κάτω των οφθαλμών, όπως ήθελεν ο Μώμος. Μετ' ολίγον εισήλθαμεν εις πέλαγος όχι νερού, αλλά γάλακτος• εφαίνετο δε εντός αυτού νήσος λευκή κατάφυτος από αμπέλους. Ήτο δε η νήσος εκείνη τυρί τεράστιον, πολύ στερεοποιημένον, ως κατόπιν όταν εφάγαμεν είδαμεν, και είχε περίμετρον είκοσι πέντε σταδίων. Τα κλήματα ήσαν κατάφορτα από σταφύλια, τα οποία όμως ως χυμόν είχον όχι οίνον, αλλά γάλα και στίβοντες αυτά επίναμεν. Εις το μέσον της νήσου υπήρχε ναός της νηρηίδος Γαλατείας, ως εφαίνετο εκ της επιγραφής. Όσον λοιπόν καιρόν εμείναμεν εκεί μας εχρησίμευεν ως τροφή η γη, ποτόν δε το γάλα των σταφυλών. Ελέγετο ότι εβασίλευεν εις τα μέρη εκείνα η Τυρώ η κόρη του Σαλμονέως. Αυτήν την αποζημίωσιν έλαβε παρά του Ποσειδώνος διά την παρ' αυτού εγκατάλειψίν της. Εις την νήσον εκείνην εμείναμεν επί πέντε ημέρας και την έκτην ανεχωρήσαμεν, ωθούμενοι υπό ελαφρού ανέμου επί λείας θαλάσσης• την δε ογδόην ημέραν, ότε πλέον είχαμεν εξέλθει από το γάλα και επλέαμεν εις αλμυρά και κυανά νερά, βλέπομεν ανθρώπους πολλούς να βαδίζουν εις την επιφάνειαν της θαλάσσης. Ησαν καθ' όλα όμοιοι με ημάς, εκτός των ποδών διότι είχον πόδας από φελλόν, ένεκα δε τούτου, υποθέτω, και Φελλόποδες ωνομάζοντο. Ο θαυμασμός μας ήτο πολύς ενώ τους εβλέπαμεν να μη βυθίζωνται, αλλά να στέκωνται επάνω εις τα κύματα και αφόβως να βαδίζουν. Μας επλησίασαν δε και μας εχαιρέτων εις Ελληνικήν γλώσσαν και μας έλεγαν ότι επήγαιναν εις την Φελλώ την πατρίδα των. Και μέχρι τινός συνωδοιπόρουν με ημάς βαδίζοντες πλησίον του πλοίου• έπειτα επήραν άλλον δρόμον, αφού μας ηυχήθησαν καλό ταξείδι. Μετ' ολίγον εφάνησαν πολλαί νήσοι• πλησίον και προς ταριστερά η Φελλώ, όπου εκείνοι επορεύοντο, πόλις κτισμένη επί μεγάλου και στρογγυλού φελλού• μακρύτερα και μάλλον δεξιά πέντε πολύ μεγάλαι και υψηλαί, από τας οποίας ανεδίδοντο μεγάλαι φλόγες• προς την πρώραν μας εφαίνετο άλλη, πλατεία και χαμηλή, η οποία θα είχεν έκτασιν όχι μικροτέραν των πεντακοσίων σταδίων. Ήδη ήμεθα πλησίον αυτής και θαυμαστή πνοή, ευώδης και ευχάριστος, ήλθεν εξ αυτής και μας περιέλουσε, ομοία με την ευωδίαν την οποίαν, κατά τον Ηρόδοτον, αισθάνονται οι ταξειδεύοντες όταν πλησιάζουν εις την ευδαίμονα Αραβίαν. Αρώματα ρόδων, ναρκίσσων, υακίνθων, κρίνων και μενεξέδων, προσέτι δε μυρσίνης και δάφνης και αμπελάνθης υπήρχον εις την ευωδίαν εκείνην. Ευχαριστηθέντες από την γλυκείαν εκείνην οσμήν και ελπίζοντες ότι μετά τόσας ταλαιπωρίας θ' ανέτελλον επί τέλους και ευτυχείς ημέραι δι' ημάς, επλησιάσαμεν εις την νήσον. Είδαμεν δε ότι εξ όλων των μερών είχε λιμένας πολλούς και ασφαλείς και μεγάλοι ποταμοί εκύλιον ησύχως τα καθαρά νερά των εις την θάλασσαν. Εβλέπαμεν προσέτι λειβάδια και δάση και πτηνά, εκ των οποίων άλλα μεν εκελάδουν εις τας παραλίας, αλλά δε επί των κλάδων. Αήρ ελαφρός και καθαρός περιέβαλλε την χώραν• και αύραι γλυκείαι διαπνέουσαι ήσυχα το δάσος εσάλευον τους κλάδους και το φύλλωμα, ούτως ώστε να σχηματίζεται μία συνεχής αρμονία, ως εκείναι τας οποίας διαχύνουν εις την ερημίαν οι αυλοί των βουκόλων. Αλλά και βοή πολύφωνος ηκούετο, όχι όμως θορυβώδης, αλλ' όπως εις τα συμπόσια, όπου εις τους ήχους των αυλών και της κιθάρας αναμιγνύονται οι έπαινοι και τα χειροκροτήματα των συμποτών. Με τοιαύτας ευχαρίστους εντυπώσεις εφθάσαμεν• αφού δ' ερρίψαμεν άγκυραν εξήλθαμεν, αφήσαντες εις το πλοίον τον Σκίνθαρον και δύο εκ των συντρόφων. Ενώ δε διεβαίναμεν από λειμώνα καταστόλιστον από άνθη, συνηντήσαμεν τους φρουρούς του τόπου, οι οποίοι μας έδεσαν με ροδοστεφάνους—διότι αυτοί είνε τα μεγαλείτερα δεσμά εις τον τόπον εκείνον—και μας ωδήγησαν προς τον άρχοντα της χώρας. Καθ' οδόν μας επληροφόρησαν ότι η νήσος είνε η λεγομένη των Μακάρων, άρχων δε ο Κρης Ραδάμανθυς. Οδηγηθέντες λοιπόν ενώπιον αυτού ελάβαμεν τετάρτην θέσιν μεταξύ των μελλόντων να δικασθούν. Ήτο δε η πρώτη δίκη περί Αίαντος του Τελαμώνος, αν έπρεπε να μένη μετά των ηρώων ή όχι• διότι κατηγορείτο ότι είχε παραφρονήσει και αυτοκτονήσει. Αφού δε πολλά ελέχθησαν υπέρ και κατά, ο Ραδάμανθυς απεφάσισε να παραδοθή ο Αίας εις τον Κώον Ιπποκράτην τον ιατρόν και αφού πίη αρκετόν ελλέβορον και επανέλθη εις τα λογικά του, να γίνη δεκτός εις την μακαριότητα. Η δευτέρα δίκη ήτον ερωτική μεταξύ Θησέως και Μενελάου περί της Ελένης, φιλονεικούντων ποίος να συνοική μετ' αυτής. Ο Ραδάμανθυς απεφάνθη υπέρ του Μενελάου, αφού ούτος τόσα έπαθε και τόσους κινδύνους διέτρεξεν εξ αιτίας του μετά της Ελένης γάμου• άλλως τε δε ο Θησεύς είχε και άλλας γυναίκας, την Αμαζόνα και τας θυγατέρας του Μίνωος. Τρίτη εδικάσθη η περί πρωτείων διένεξις μεταξύ Αλεξάνδρου και Αννίβα του Καρχηδονίου• και ανεγνωρίσθη η υπεροχή του Αλεξάνδρου, του εστήθη δε θρόνος πλησίον του βασιλέως των Περσών Κύρου του αρχαιοτέρου. Έπειτα ήλθε και η σειρά μας• και ο Ραδάμανθυς μας ηρώτησε πώς ημείς ζώντες εισήλθαμεν εις τον ιερόν εκείνον χώρον ημείς δε διηγήθημεν όλην μας την ιστορίαν. Μας διέταξε τότε ν' αποσυρθώμεν και έπειτα επί πολλήν ώραν συνεσκέπτετο με τους συνέδρους του• ήσαν δε ούτοι πολλοί και μεταξύ αυτών ο Αθηναίος Αριστείδης. Επί τέλους απεφασίσθη διά μεν την περιέργειαν και την αδιάκριτον επίσκεψίν μας εις την νήσον των Μακάρων να δώσωμεν λόγον αφού αποθάνωμεν• τώρα δε να μείνωμεν επί ωρισμένον καιρόν εις την νήσον μετά των ηρώων και έπειτα ναναχωρήσωμεν• μας ώρισε δε την προθεσμίαν της διαμονής όχι ανωτέραν των επτά μηνών. Τότε ελύθησαν μόνα των τα άνθινα δεσμά μας και ελεύθεροι ωδηγήθημεν εις την πόλιν και εις το συμπόσιον των Μακάρων. Ήτο δε η πόλις εκείνη όλη χρυσή με τείχη σμαράγδινα και είχεν επτά πύλας, όλας από κανέλλαν μονοκόμματην. Το έδαφος της πόλεως και όλη η εντός του τείχους γη ήτο στρωμένη μ' ελεφαντοκόκκαλον• υπήρχον δε ναοί όλων των θεών κτισμένοι με βήρυλλον λίθον και βωμοί εντός αυτών εκ μεγίστων αμεθύστων μονολίθων, επί των οποίων τελούν τας μεγάλας θυσίας. Γύρω εις την πόλιν τρέχει ποταμός αρώματος εκ του εκλεκτοτέρου, ο οποίος έχει πλάτος εκατόν βασιλικών πήχεων, βάθος δε πεντήκοντα, ώστε και πλωτός είνε. Τα δε λουτρά των εκεί είνε μεγάλα υάλινα οικοδομήματα, υπό τα οποία καίεται κανέλλα διά να θερμαίνωνται• αντί δε νερού εις τους λουτήρας υπάρχει δρόσος θερμή. Ως ένδυμα φορούν οι κάτοικοι ιστούς αράχνης λεπτούς και πορφυρούς. Αλλά δεν έχουν σώματα• είνε άσαρκοι και άυλοι, μόνον δε μορφήν και ιδέαν παρουσιάζουν• μολονότι όμως είνε ασώματοι, έχουν υπόστασιν, κινούνται και σκέπτονται και ομιλούν, εν γένει δε φαίνεται ότι η ψυχή των περιφέρεται γυμνή, περιβεβλημένη ομοίωμα του σώματός των και αν δεν τους εγγίσετε, δεν εννοείτε ότι δεν είνε σώμα αυτό που βλέπετε. Είνε ως σκιαί όρθιαι, αλλ' όχι μαύραι. Κανείς δεν γηράσκει εις την νήσον των Μακάρων, αλλά μένει έκαστος εις την ηλικίαν την οποίαν έχει όταν έρχεται. Αλλ' ούτε νυκτώνει{12} εκεί, ούτε η ημέρα είνε πολύ φωτεινή. Το επικρατούν φως είνε όπως το λυκαυγές, το μεταξύ της αυγής και της ανατολής του ηλίου. Μίαν δε μόνην ώραν του έτους γνωρίζουν• έχουν παντοτεινήν άνοιξιν και ο μόνος άνεμος όστις πνέει είνε ο ζέφυρος. Την χώραν στολίζουν όλων των ειδών τα άνθη, όλα τα φυτά και τα δένδρα τα ήμερα και τα διά σκιάν χρησιμεύοντα. Τα κλήματα είνε δωδεκάφορα και καρποφορούν κάθε μήνα• διά δε τας ροιάς, τας μηλέας και τα άλλα οπωροφόρα δένδρα μας έλεγαν ότι καρποφορούν δέκα τρεις φοράς• διότι ένα μήνα, όστις προς τιμήν του Μίνωος ονομάζεται Μινώος, καρποφορούν δύο φοράς. Αντί σίτου τα στάχυα παράγουν άρτον, όστις παρουσιάζεται εις την κορυφήν αυτών ως μανιτάρια. Πλησίον της πόλεως υπάρχουν πηγαί νερού τριακόσιαι εξήκοντα πέντε, μέλιτος δε άλλαι τόσαι και αρωμάτων πεντακόσιαι, αλλά μικρότεραι αυταί. Υπάρχουν επίσης επτά ποταμοί γάλακτος και οίνου οκτώ. Το δε συμπόσιον γίνεται έξω της πόλεως εις το λεγόμενον Ηλύσιον πεδίον, το οποίον είνε ωραιότατον λειβάδι και γύρω εις αυτό δάσος πυκνόν από παντοειδή δένδρα, τα οποία σκιάζουν τους συμποσιάζοντας. Ως στρωμνήν έχουν τα άνθη της γης. Τους υπηρετούν δε οι άνεμοι και κομίζουν παν ό,τι ζητήσουν οι συμπόται και μόνον δεν κερνούν, διότι τούτο είνε περιττόν. Γύρω εις το μέρος όπου γίνονται τα γεύματα υπάρχουν μεγάλα υάλινα δένδρα από διαυγεστάτην ουσίαν, καρποί δε των δένδρων τούτων είνε ποτήρια παντοειδή και κατά τα σχήματα και κατά τα μεγέθη. Ο ερχόμενος λοιπόν εις το συμπόσιον τρυγά έν ή δύο εκ των ποτηρίων τούτων και τα θέτει πλησίον του, αυτά δε παρευθύς γεμίζουν οίνον. Κατ' αυτόν τον τρόπον πίνουν. Αντί δε να φορούν στεφάνους, ταηδόνια και τα άλλα μουσικά πτηνά ανθολογούν με τα ράμφη των, από τα πλησίον λειβάδια και έπειτα πετούν υπεράνω αυτών και τους ραντίζουν, συγχρόνως δε κελαδούν. Αλλά και αρωματίζονται κατά τον εξής τρόπον νέφη πυκνά απορροφούν αρώματα εκ των πηγών και του ποταμού και έπειτα έρχονται και σταματούν υπεράνω του συμποσίου και ελαφρώς συνθλιβόμενα υπό των ανέμων ρίπτουν λεπτήν, ως δρόσον, ευώδη βροχήν. Κατά την διάρκειαν του δείπνου τέρπουν την ακοήν των μουσική και άσματα. Συνήθως άδονται τα Ομηρικά έπη• εκεί δ' ευρίσκεται και ο Όμηρος και συντρώγει πλησίον του Οδυσσέως. Οι ωδικοί χοροί αποτελούνται από παίδας και παρθένους• διευθύνουν δε τους χορούς και άδουν συγχρόνως ο Λοκρός Εύνομος, ο Λέσβιος Αρίων, ο Ανακρέων και ο Στησίχορος• διότι και ούτος ευρίσκεται εκεί, συνεφιλιώθη δε ήδη με την Ελένην. Όταν ούτοι παύσουν να άδουν, δεύτερος χορός παρουσιάζεται αποτελούμενος εκ κύκνων, χελιδόνων και αηδόνων. Άμα δε και ούτοι κελαδήσουν, όλον το δάσος αυλεί συνοδευόντων των ανέμων. Αλλά την μεγαλειτέραν ευθυμίαν δίδουν εις αυτούς δύο πηγαί, ευρισκόμεναι πλησίον εις τον τόπον του συμποσίου• η μία εκ των πηγών τούτων είνε του γέλωτος, η δε άλλη της ηδονής. Εξ αυτών πίνουν όλοι κατά την αρχήν του γεύματος και ούτω καθ' όλην την διάρκειαν αυτού γελούν και ευθυμούν. Τώρα θα αναφέρω και τους επιφανείς τους οποίους είδα μεταξύ των Μακάρων• ήσαν εκεί όλοι οι ημίθεοι και οι εκστρατεύσαντες κατά της Τρωάδος, εκτός του Λοκρού Αίαντος• ελέγετο δε ότι μόνον αυτός εκολάζετο εις τον χώρον των ασεβών{13}. Εκ των βαρβάρων είδα και τους δύο Κύρους, τον Σκύθην Ανάχαρσιν και τον Θράκα Δάμολξιν και τον Νουμάν τον Ιταλόν• εκτός δε τούτων τον Σπαρτιάτην Λυκούργον και τους Αθηναίους Φωκίωνα και Τέλλον και τους σοφούς εκτός του Περιάνδρου {14}. Είδα δε και τον Σωκράτην του Σωφρονίσκου φλυαρούντα μετά του Νέστορος και Παλαμήδου• και πλησίον του ήσαν ο Λακεδαιμόνιος Υάκινθος, ο Θεσπιεύς Νάρκισσος, ο Ύλας και άλλοι πολλοί και ωραίοι. Μου εφάνη δε ότι ήτο ερωτευμένος με τον Υάκινθον, διότι ως επί το πολύ με αυτόν συνεζήτει και τον ήλεγχε. Ελέγετο ότι ήτο θυμωμένος εναντίον του ο Ραδάμανθυς και πολλάκις τον εφοβέρισε ότι θα τον αποπέμψη εκ της νήσου αν εξακολουθή να φλυαρή και δεν θελήση ν' αφήση την ειρωνείαν και να ευωχήται μετά των άλλων. Μόνον ο Πλάτων δεν ήτο εκεί, ελέγετο δε ότι διέμενεν εις την πόλιν την οποίαν είχε πλάσσει με την φαντασίαν του και εις την οποίαν εφήρμοσε το πολιτικόν σύστημα και τους νόμους τους οποίους συνέγραψε. Οι περισσότερον τιμώμενοι ήσαν ο Αρίστιππος και ο Επίκουρος και οι μαθηταί των, διότι ήσαν μειλίχιοι, χαριτωμένοι και καλοί συμπόται. Εκεί ήτο και ο εκ Φρυγίας Αίσωπος, τον οποίον μεταχειρίζονται ως γελωτοποιόν. Ο δε Διογένης ο Σινωπεύς τόσον μετέβαλε χαρακτήρα, ώστε ενυμφεύθη την εταίραν Λαΐδα, πολλάκις δε μεθύων χορεύει και πράττει διαφόρους ανοησίας της μέθης. Εκ των Στωικών δεν ήτο κανείς εκεί• διότι, ως ελέγετο, εξακολουθούν ν' αναβαίνουν τον ανηφορικόν δρόμον της αρετής• ηκούσαμεν δε λεγόμενον και περί του Χρυσίππου ότι δεν θα του επιτραπή να εισέλθη εις την νήσον πριν ή πίη τετράκις ελλέβορον. Περί των Ακαδημαϊκών ελέγετο ότι ήθελον μεν να έλθουν, αλλ' εδίσταζον ακόμη και εσκέπτοντο• διότι δεν ηδύναντο να εννοήσουν ότι υπάρχει τοιαύτη νήσος. Άλλως τε νομίζω ότι εφοβούντο και την κρίσιν του Ραδαμάνθυος, καθ' ότι είχον αναιρέσει και το κριτήριον. Τινές εν τοσούτω εξ αυτών ελέγετο ότι είχον αποφασίσει και ηκολούθησαν τους ερχομένους, αλλ' εκ νωθρότητος καθυστέρησαν και επειδή δεν εννόουν εγύρισαν εκ του μέσου της οδού {15}. Αυτοί ήσαν οι αξιολογώτεροι εκ των ευρισκομένων εκεί. Τιμάται δε προ πάντων ο Αχιλλεύς και κατά δεύτερον λόγον ο Θησεύς. Όσον δε αφορά τα αφροδίσια, αυτά γίνονται φανερά με γυναίκας και αρσενικούς υπό τας όψεις όλων και ουδόλως θεωρείται τούτο αισχρόν• μόνον δε ο Σωκράτης ωρκίζετο ότι αι σχέσεις του με τους νέους ήσαν αγναί, αλλ' όλοι τον κατηγόρουν ως επίορκον• πολλάκις δε ο Υάκινθος ή ο Νάρκισσος ωμολόγουν και αυτός ηρνείτο. Αι γυναίκες είνε όλαι κοιναί και ουδείς φθονεί τον άλλον, και κατά τούτο όλοι ακολουθούν την γνώμην του Πλάτωνος. Αλλά και οι νέοι παρέχουν παν ό,τι ζητείται παρ' αυτών και ουδέποτε αντιλέγουν. Δεν είχον περάσει δύο ή τρεις ημέραι από της αφίξεώς μας ότε επήγα προς τον Όμηρον τον ποιητήν και επειδή και οι δύο δεν είχαμεν καμμίαν ασχολίαν τον ηρώτησα περί πολλών και περί της πατρίδος του• του είπα δε ότι τούτο ήτο μέγα ζήτημα εις την Ελλάδα. Μου απήντησεν ότι και αυτός εγνώριζεν ότι άλλοι μεν τον νομίζουν Χίον, άλλοι δε Σμυρναίον, πολλοί δε και Κολοφώνιον• αλλά μου είπεν ότι είνε Βαβυλώνιος και εις την πατρίδα του ονομάζεται όχι Όμηρος αλλά Τιγράνης• επειδή δε βραδύτερον εδόθη ως όμηρος εις τους Έλληνας, ήλλαξεν ονομασίαν. Τον ηρώτησα προσέτι περί των αμφισβητουμένων στίχων, εάν έχουν γραφή παρ' αυτού• και αυτός μου απήντησεν ότι όλοι είνε δικοί του. Εγώ δεν ηδυνήθην τότε να μη κατηγορήσω τας σαχλολογίας των γραμματικών Ζηνοδότου και Αριστάρχου. Αφού μου είπεν αρκετά περί τούτων, πάλιν τον ηρώτησα διατί ήρχισε την Ιλιάδα από την μήνιν του Αχιλλέως• αυτός δε μου απήντησεν ότι αυτή η ιδέα του ήλθε πρώτη και δεν το έκαμεν από σκοπού. Ηθέλησα να μάθω και τούτο, εάν έγραψε προ της Ιλιάδος την Οδύσσειαν, ως διατείνονται οι περισσότεροι, αλλ' αυτός εβεβαίωσε το εναντίον. Ότι δε ούτε τυφλός ήτο, το οποίον επίσης λέγεται περί αυτού, ήτο περιττόν και να το ερωτήσω, διότι έβλεπε. Και άλλοτε πολλάκις μετέβαινα και τον έβρισκα οσάκις τον έβλεπα ευκαιρούντα• αυτός δε πάντοτε μου απεκρίνετο με προθυμίαν, μάλιστα μετά την δίκην εις την οποίαν ενίκησε. Διότι είχε καταγγελθή υπό του Θερσίτου επί εξυβρίσει δι' όσα τον έσκωψεν εις τα ποιήματά του• ενίκησε δε ο Όμηρος, υπέρ του οποίου συνηγόρησε και ο Οδυσσεύς. Κατά τας ημέρας εκείνας ήλθε και ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, αφού υπέστη επτά μετεμψυχώσεις, ζήσας εντός ισαρίθμων ζώων, και εξετέλεσεν ούτω τας περιόδους τας οποίας εκάστη ψυχή, κατά τας θεωρίας του, διέρχεται. Ήτο δε χρυσούν ολόκληρον το δεξιόν ήμισυ του σώματός του. Και έγεινε μεν δεκτός μεταξύ των Μακάρων, αλλ' υπήρχεν ακόμη αμφιβολία περί του πώς έπρεπε να ονομάζεται, Πυθαγόρας ή Εύφορβος. Ήλθε και ο Εμπεδοκλής, περίκαυστος και έχων ολόκληρον το σώμα ψημένον• δεν έγεινεν όμως δεκτός καίτοι πολύ ικέτευε. Μετά τινα καιρόν έγειναν οι αγώνες, οίτινες ονομάζονται Θανατούσια. Ήσαν δε αγωνοθέται ο Αχιλλεύς και ο Θησεύς, ο μεν πρώτος διά πέμπτην φοράν, ο δε δεύτερος δι' εβδόμην. Διά να μη μακρηγορήσω δε διηγούμενος τα καθέκαστα, περιορίζομαι εις τα κυριώτερα των γενομένων. Εις την πάλην ενίκησεν ο Κάρος ο εκ του Ηρακλέους καταγόμενος και κατέβαλε τον Οδυσσέα. Εις την πυγμήν ανεδείχθησαν ισόπαλοι Άρειος ο Αιγύπτιος, ο οποίος έχει ταφή εις την Κόρινθον και ο Επειός, οίτινες ηγωνίσθησαν προς αλλήλους. Διά το παγκράτιον δεν δίδονται βραβεία. Εις δε τον δρόμον δεν ενθυμούμαι πλέον ποίος ενίκησε. Εκ των ποιητών υπερίσχυε πάρα πολύ κατά την αλήθειαν ο Όμηρος, ενίκησεν όμως ο Ησίοδος. Τα δε βραβεία ήσαν δι' όλους στέφανος από πτερά παγωνιών. Μόλις ετελείωσαν οι αγώνες ανηγγέλθη ότι οι κρατούμενοι εις την κόλασιν ασεβείς, θραύσαντες τα δεσμά των και κατανικήσαντες την φρουράν, ήρχοντο εις την νήσον των Μακάρων. Είχον δε ως αρχηγούς τον Ακραγαντίνον Φάλαριν, τον Αιγύπτιον Βούσιριν και Διομήδην τον Θράκα, προσέτι δε τους ληστάς Σκείρωνα και Πιτυοκάμπτην. Ευθύς ο Ραδάμανθυς παράταξε τους ήρωας εις την παραλίαν, αρχηγούς δε αυτών διώρισε τον Θησέα, τον Αχιλλέα και τον Αίαντα τον Τελαμώνιον, ο οποίος είχεν ήδη θεραπευθή από την παραφροσύνην του• και συμπλακέντες προς τους επιδρομείς επολέμησαν, ενίκησαν δε οι ήρωες και εις την νίκην συνετέλεσε προ πάντων ο Αχιλλεύς. Ηρίστευσε δε και ο Σωκράτης, ο οποίος είχε ταχθή εις το δεξιόν κέρας, και διεκρίθη περισσότερον παρά ότε ζων επολέμησεν εις το Δήλιον. Διότι όταν επήρχοντο οι εχθροί δεν έφυγεν ούτε έδειξε την παραμικράν ταραχήν• διά τούτο και κατόπιν του εδόθη εις αμοιβήν ωραίος και ευρυχωρότατος κήπος εις τα προάστεια όπου συναθροίζων τους φίλους του συνεζήτει• ωνόμασε δε τον κήπον τούτον Νεκρακαδημίαν. Αφού συνέλαβον τους νικημένους τους έδεσαν και τους απέστειλαν οπίσω διά να τιμωρηθούν με αυστηρότητα μεγαλειτέραν. Ύμνησε δε και αυτήν την μάχην ο Όμηρος και όταν ανεχώρουν μου έδωκε τα ποιήματα να τα φέρω εις τους ζώντας ανθρώπους• αλλά και αυτά εχάθησαν μετά των άλλων μας πραγμάτων. Ήρχιζαν δε τα ποιήματα ταύτα ως εξής : Νυν δε μοι έννεπε, Μούσα, μάχην νεκύων ηρώων.{16} Έψησαν έπειτα κυάμους, όπως συνηθίζεται εις την χώραν αυτών μετά το πέρας του πολέμου, και εγευμάτισαν εορτάζοντες τα επινίκια και η χαρά ήτο μεγάλη• μόνον δε ο Πυθαγόρας δεν έλαβε μέρος εις την εορτήν ταύτην, αλλ' εκάθητο μακράν νηστικός, αποστρεφόμενος την κυαμοφαγίαν. Είχον ήδη παρέλθει έξ μήνες και ήμεθα εις τα μέσα του εβδόμου, ότε συνέβησαν άλλα πράγματα. Ο Κινύρας ο υιός του Σκινθάρου, ο οποίος είχεν ήδη μεγαλώσει και ήτο ωραίος νέος, ηγάπα από πολλού χρόνου την Ελένην• και αυτή εφαίνετο ότι ανταπέδιδε το αίσθημα επίσης θερμόν εις τον νεανίσκον διότι, πολλάκις εις το συμπόσιον αντήλλασσον νεύματα και έπινον εκ του αυτού ποτηρίου και μόνοι περιεφέροντο εις το δάσος. Βασανιζόμενος λοιπόν υπό του έρωτος και μη δυνάμενος να τον ικανοποιήση ο Κινύρας εσκέφθη ν' αρπάση την Ελένην και να φύγη. Ήτο δε και αυτή σύμφωνος να καταφύγουν εις μίαν των παρακειμένων νήσων, εις την Φελώ ή εις την Τυρόεσσαν. Είχον δε προσλάβει συνωμότας εις τα σχέδια των τρεις εκ των συντρόφων μου τους πλέον αποφασιστικούς. Και εις μεν τον πατέρα του δεν είπε τίποτε περί των σκοπών του ο Κινύρας, διότι εγνώριζεν ότι ο Σκίνθαρος θα τον ημπόδιζεν. Η δε απαγωγή έγεινε όπως την είχον σχεδιάσει. Όταν ενύκτωσε—εγώ δε ήμουν απών, διότι είχα αποκοιμηθή εις το συμπόσιον — παρέλαβαν την Ελένην και χωρίς να εννοηθούν από κανένα εισήλθον εις πλοίον και ανεχώρησαν. Περί δε το μεσονύκτιον εξυπνήσας ο Μενέλαος και ιδών ότι η σύζυγός του δεν ευρίσκετο εις την κλίνην ήρχισε να κραυγάζη• έπειτα παραλαβών τον αδελφόν του επήγε προς τον βασιλέα Ραδάμανθυν. Κατά τα εξημερώματα οι διαταχθέντες ν' αναζητήσουν τους φυγάδας, ανήγγειλαν ότι το πλοίον εφαίνετο εις μακράν απόστασιν. Τότε ο Ραδάμανθυς διέταξε να εισέλθουν εις πλοίον μονόξυλον εξ ασφοδέλου πεντήκοντα εκ των ηρώων και να καταδιώξουν τους φυγάδας• ούτοι δε ανέπτυξαν μεγάλην δραστηριότητα και περί την μεσημβρίαν τους έφθασαν όταν εισήρχοντο εις τον γαλακτώδη ωκεανόν και ευρίσκοντο πλησίον της Τυροέσσης• ολίγον ακόμη και θα διέφευγαν. Οι ήρωες έδεσαν το πλοίον με αλυσσίδα από ρόδα και το έσυραν επιστρέφοντες. Και η μεν Ελένη έκλαιε και εντρέπετο και εκάλυπτε το πρόσωπον της• ο δε Ραδάμανθυς ανέκρινε τους μετά του Κινύρα και ηρώτησε μήπως είχον και άλλους συνενόχους• αφού δε ουδένα εμαρτύρησαν, τους εμαστίγωσαν με μολόχαν, έπειτα τους έδεσεν εκ των αιδοίων• και τους απέπεμψεν εις την κόλασιν. Απεφασίσθη δε ναποπεμφθώμεν και ημείς εκ της νήσου πριν ή παρέλθη η προθεσμία μας και μόνον την επομένην ημέραν να μείνωμεν. Τότε εγώ κατελήφθην υπό απελπισίας και έκλαια σκεπτόμενος ποίαν ευτυχίαν έμελλα ναφήσω και ναρχίσω πάλιν να πλανώμαι. Αλλ' αυτοί μ' επαρηγόρουν λέγοντες ότι δεν θα παρήρχοντο πολλά έτη και θα επέστρεφα πάλιν προς αυτούς• και μου έδειξαν έδραν και σκηνήν προωρισμένην δι' εμέ πλησίον των επιφανεστέρων. Εγώ δε επισκεφθείς τον Ραδάμανθυν τον παρεκάλουν θερμώς να μου είπη τι έμελλε να μου συμβή και να μου δώση μίαν συμβουλήν περί του ταξειδίου μου. Αυτός μου απήντησεν ότι θα επέστρεφα μεν εις την πατρίδα μου, αλλ' αφού επί πολύ ακόμη θα περιεπλανώμην και θα διέτρεχα πολλούς κινδύνους• τον καιρόν όμως της επανόδου δεν ηθέλησε να μου ορίση. Έπειτα μου έδειξε τας πλησίον νήσους— εφαίνοντο δε πέντε και μία έκτη εις μεγαλειτέραν απόστασιν— και μου είπεν ότι εις τας πέντε πλησιεστέρας κολάζονται οι ασεβείς. Βλέπεις αυτάς εκ των οποίων αναδίδονται αι φλόγες και ο καπνός, μου είπε• η έκτη δε εκείνη είνε των ονείρων η πόλις• και κατόπιν από αυτήν η νήσος της Καλυψούς, η οποία όμως δεν φαίνεται απ' εδώ. Αφού δε περάσης αυτάς, θα φθάσης εις την μεγάλην ήπειρον η οποία είνε η αντίθετος προς εκείνην την οποίαν κατοικείτε. Εκεί αφού πάθης πολλά και ίδης διάφορα έθνη και συναντήσης ακοινωνήτους ανθρώπους, θα φθάσης επί τέλους εις την άλλην ήπειρον. Αυτά μου είπεν έπειτα έσυρεν από την γην ρίζαν μολόχας και μου παρήγγειλε να την επικαλούμαι οσάκις διατρέχω μεγάλους κινδύνους. Με συνεβούλευσε προσέτι όταν μίαν ημέραν επανέλθω εις την εδώ γην να αποφεύγω τα εξής• να μη σκαλίζω την φωτιάν με μάχαιραν, μήτε να τρώγω λούπινα, μήτε να πλησιάζω παίδα ο οποίος επέρασε τα δέκα οκτώ έτη• αυτά, αν ενθυμούμαι και αποφεύγω θα έχω ελπίδας να επιστρέψω εις την νήσον των Μακάρων. Ήρχισα να ετοιμάζωμαι διά το ταξείδι και όταν έφθασεν ο καιρός συνέφαγα με τους ήρωας• και την επομένην επήγα προς τον ποιητήν Όμηρον και τον παρεκάλεσα, να μου κάμη δίστιχον επίγραμμα• όταν δε το έγραψεν έστησα μίαν στήλην εκ βηρύλλου λίθου πλησίον του λιμένος και εχάραξα επ' αυτής το επίγραμμα, το οποίον ήτο το εξής : Λουκιανός τάδε πάντα φίλος μακάρεσσι θεοίσιν είδέ τε και πάλιν ήλθεν εήν ες πατρίδα γαίαν.{17} Έμεινα και εκείνην την ημέραν και την επομένην ανεχώρησα, με συνώδευσαν δε μέχρι του πλοίου οι ήρωες. Τότε ο Οδυσσεύς πλησιάσας κρυφά από την Πηνελόπην μου έδωκε επιστολήν διά να την δώσω προς την Καλυψώ εις την νήσον Ωγυγίαν, ο δε Ραδάμανθυς μου έδωκε τον πορθμέα Ναύπλιον να μας συνοδεύση και μας χρησιμεύση διά να μη μας συλλάβουν, εάν προσεγγίσωμεν εις τας νήσους, ως φυγάδας, ή άλλως παρεξηγούντες τον σκοπόν μας. Αφ' ου δε επεράσαμεν την ευώδη ατμόσφαιραν, ευθύς προσέβαλε την όσφρησίν μας οσμή πνιγηρά ασφάλτου και θείου και πίσσης συγχρόνως καιομένων, εκτός δε τούτου κνίσσα δυσάρεστος και ανυπόφορος ως από σάρκας ανθρώπων ψηνομένας• και ο αήρ ήτο σκοτεινός και ομιχλώδης και έσταζεν έλαιον πίσσης• ηκούομεν δε και κτυπήματα μαστίγων και οιμωγάς ανθρώπων πολλών. Επλησιάσαμεν και απέβημεν μόνον εις μίαν εκ των νήσων, η οποία ήτο τοιαύτη• όλαι αι ακταί της γύρω ήσαν κρημνώδεις και απότομοι, μόνον πέτραι τραχείαι και χωρίς χώμα, δένδρον δε κανέν, ούτε νερόν υπήρχεν. Ανέβημεν έρποντες εις τους κρημνούς και επροχωρήσαμεν από μονοπάτι γεμάτον από ακάνθας και τριβόλους και παρετηρούμεν ότι ο τόπος ήτο υπερβολικά άσχημος. Όταν δε εφθάσαμεν εις την φυλακήν και το κολαστήριον, μας έκαμε πρώτον εντύπωσιν η φύσις του τόπου, διότι το μεν έδαφος ήτο όλον φυτευμένον με μαχαίρια και ακάνθας, γύρω δε έτρεχον τρεις ποταμοί, εκ των οποίων ο μεν εκύλιε βόρβορον, ο δε δεύτερος αίμα, ο δε τρίτος πυρ, και ήτο πολύ μεγάλος ούτος και αδιάβατος• έτρεχε δε το πυρ εντός αυτού ως το νερόν και εκυμάτιζεν ως η θάλασσα. Είχε και πολλά ψάρια, εκ των οποίων άλλα μεν ωμοίαζαν με δαυλούς, τα δε μικρά με άνθρακας πυρακτωμένους και τα ωνόμαζαν λυχνίσκους. Η είσοδος ήτο στενή και μία δι' όλους• ως θυρωρός δε παρίστατο ο Τίμων ο Αθηναίος. Χάρις εις τον Ναύπλιον μας επετράπη η είσοδος και είδομεν κολαζομένους πολλούς βασιλείς και πολλούς κοινούς ανθρώπους, εκ των οποίων και μερικούς γνωστούς μας• είδαμεν δε και τον Κινύραν κρεμάμενον εκ των αιδοίων και καπνιζόμενον. Οι οδηγοί διηγούντο ποίος ήτο έκαστος και τας αιτίας διά τας οποίας εκολάζοντο. Τας μεγαλειτέρας δε εξ όλων τιμωρίας υπέφερον όσοι εψεύσθησαν όταν έζων και όσοι έγραψαν ψεύδη• μεταξύ αυτών ήτο ο Κτησίας ο Κνίδιος, ο Ηρόδοτος και άλλοι πολλοί. Βλέπων δε αυτούς εγώ εσχημάτισα τας καλλιτέρας ελπίδας διά την μετά θάνατον τύχην μου, διότι εγνώριζα ότι δεν είπα ποτέ μου κανέν ψεύδος. Επέστρεψα ταχέως εις το πλοίον, διότι δεν υπέφερα να βλέπω τα θεάματα εκείνα και αποχαιρετίσας τον Ναύπλιον απέπλευσα. Μετ' ολίγον εφάνη πλησίον η νήσος των ονείρων, η οποία μόλις διεκρίνετο, ως να την περιέβαλλεν ομίχλη. Είχε δε και αυτή κάτι παρόμοιον προς τα όνειρα, διότι όσον επλησιάζαμεν εφαίνετο ως απομακρυνομένη και φεύγουσα. Αλλ' επί τέλους εφθάσαμεν και εισήλθαμεν εις τον λιμένα τον λεγόμενον Ύπνον και απέβημεν κατά την εσπέραν πλησίον των πυλών των λεγομένων ελεφαντίνων, όπου υπάρχει ναός του Αλεκτρυόνος. Εισελθόντες δε εις την πόλιν εβλέπαμεν πολλά και διαφόρων χρωμάτων όνειρα. Αλλά πρώτον θέλω να ομιλήσω περί της πόλεως, αφού ουδείς άλλος έγραψε περί αυτής και ο Όμηρος, ο μόνος, όστις την αναφέρει, δεν έγραψε πολύ ακριβή πράγματα. Καθ' όλην την περιφέρειαν αυτής υπάρχει δάσος, του οποίου τα δένδρα είνε μήκωνες υψηλοί και μανδραγόραι {18}, επί των οποίων κάθηται μέγα πλήθος νυχτερίδων• διότι μόνον αυτό το πτηνόν ζη εις την νήσον. Πλησίον δε ρέει ποταμός, ο οποίος καλείται Νυκτοπόρος και παρά τας πύλας της πόλεως υπάρχουν δύο πηγαί, εκ των οποίων η μεν ονομάζεται Νήγρετος, η δε Παννυχία {19}. Το δε τείχος της πόλεως είνε υψηλόν και με ποικίλους χρωματισμούς ομοιάζον πολύ προς την ίριδα. Πύλας όμως δεν έχει δύο, όπως είπεν ο Όμηρος, αλλά τέσσαρας, εκ των οποίων αι μεν δύο βλέπουν προς την πεδιάδα της Βλακείας, και είνε η μία σιδηρά και η άλλη εκ κεράμου• και εξ αυτών ελέγετο ότι εξέρχονται τα φοβερά, τα σκληρά και απαίσια όνειρα• αι δε άλλαι δύο βλέπουν προς τον λιμένα και την θάλασσαν και είνε η μία κερατίνη, από την οποίαν ημείς εισήλθαμεν, η δε άλλη ελεφαντίνη. Όταν δε εισερχώμεθα εις την πόλιν, δεξιά είνε το Νυκτώον, δήλα δή ναός της Νυκτός, διότι εξ όλων των θεών αυτή και ο Αλεκτρυών λατρεύονται κυρίως εις αυτήν την πόλιν. Του δε Αλεκτρυόνος ο ναός ευρίσκεται, ως είπα, πλησίον του λιμένος. Αριστερά είνε τα ανάκτορα του Ύπνου• διότι ούτος βασιλεύει επί των ονείρων, έχων ως σατράπας και υπάρχους τον Ταραξίωνα του Ματαιογένους και τον Πλουτοκλέα του Φαντασίωνος. Εις το μέσον δε της αγοράς υπάρχει πηγή, η οποία ονομάζεται Καρεώτις και πλησίον δύο ναοί της Απάτης και της Αληθείας. Οι ναοί ούτοι έχουν και άδυτον και μαντείον, όπου προΐσταται και προφητεύει ο ονειροκρίτης Αντιφών, ο οποίος έλαβε παρά του Ύπνου αυτήν την τιμήν. Των δε ονείρων ούτε η φύσις ούτε η μορφή είνε η ιδία• αλλ' άλλα μεν ήσαν μακρά και αβρά και ωραία την όψιν, άλλα δε σκληρά και μικρά και άσχημα• άλλα χρυσά, ως εφαίνοντο, άλλα δε ταπεινά και ευτελή. Ήσαν δε μεταξύ αυτών και μερικά πτερωτά και τερατώδη και άλλα μετημφιεσμένα ως διά πομπήν, τα μεν ως βασιλείς, τα δε ως θεοί, άλλα δε άλλως στολισμένα. Εγνωρίσαμεν και πολλά εξ αυτών, τα οποία ειχαμεν ίδει άλλοτε• και επλησίασαν και μας ησπάζοντο ως να ήσαν φίλοι, έπειτα μας παρέλαβον και μας απεκοίμισαν κα με πολλήν λαμπρότητα μας εφιλοξένησαν, υποσχόμενα να μας κάμουν βασιλείς και σατράπας. Μερικά δε μας μετέφεραν και εις τας πατρίδας μας, μας παρουσίασαν τους συγγενείς μας και αυθημερόν μας επέστρεψαν. Επί τριάκοντα ημέρας και νύκτας εμείναμεν εκεί κοιμώμενοι και τρωγοπίνοντες. Έπειτα αίφνης έγεινε μεγάλη βροντή και εξυπνήσαντες εκάμαμεν τας προμηθείας μας και απεπλεύσαμεν. Μετά τριών δε ημερών πλουν εφθάσαμεν εις την Ωγυγίαν νήσον και εξήλθαμεν εις αυτήν. Πριν δώσω την επιστολήν εφρόντισα να την ανοίξω και ανέγνωσα τα εξής• «Ο Οδυσσεύς προς την Καλυψώ πέμπει χαιρετισμούς. Μάθε ότι όταν ανεχώρησα από την νήσον σου, επιβάς εις την σχεδίαν την οποίαν κατεσκεύασα, εναυάγησα και μόλις εσώθην υπό της Λευκοθέας και κατώρθωσα να φθάσω εις την χώραν των Φαιάκων. Ούτοι μ' εβοήθησαν να επανέλθω εις τον τόπον μου όπου ευρήκα πολλούς μνηστήρας της γυναικός μου διασκεδάζοντας με τα υπάρχοντά μου. Τους εφόνευσα όλους, αλλ' έπειτα εφονεύθην και εγώ υπό του Τηλεγόνου, του εκ της Κίρκης υιού μου, και τώρα ευρίσκομαι εις την νήσον των Μακάρων και είμαι πολύ μετανοημένος, διότι σε αφήκα και δεν εδέχθηκα την αθανασίαν, την οποίαν μου επρότεινες. Λοιπόν αν εύρω ευκαιρίαν, θα αποδράσω και θα έλθω πλησίον σου». Αυτά έλεγεν η επιστολή και προσέτι παρήγγελλεν εις την Καλυψώ να μας φιλοξενήση. Εγώ δε προχωρήσας ευρήκα εις μικράν από της θαλάσσης απόστασιν το σπήλαιον, όπως το περιγράφει ο Όμηρος, και την Καλυψώ νήθουσαν έρια. Όταν δε έλαβε την επιστολήν και την ανέγνωσε, κατ' αρχάς έκλαυσεν επί πολύ, έπειτα δε μας εκάλεσε να μας ξενίση, μας παρέθηκε λαμπρόν γεύμα και μας ηρώτα περί του Οδυσσέως και της Πηνελόπης, οποία είνε κατά την μορφήν και αν αληθώς είνε φρόνιμη, όπως άλλοτε ο Οδυσσεύς εκαυχάτο περί αυτής• ημείς δε της εδώκαμεν τας απαντήσεις τας οποίας ενομίζαμεν ότι θα της ήσαν ευχάριστοι. Έπειτα επιστρέψαντες εις το πλοίον εκοιμήθημεν εις την παραλίαν. Την αυγήν δε απεπλεύσαμεν και ο άνεμος είχεν αρχίσει να πνέη σφοδρότερος• αφ' ού δε επί δύο ημέρας υπεφέραμεν από τρικυμίαν συνηντήσαμεν τους Κολοκυνθοπειρατάς. Είνε δε ούτοι άνθρωποι άγριοι κατοικούντες εις τας πλησίον νήσους και ληστεύοντες τους ταξιδεύοντας τα μέρη εκείνα. Τα πλοία των είνε μεγάλα από κολοκύνθας, έχοντα μήκος εξήκοντα πήχεων• άμα ξηράνωσι την κολοκύνθην, την σκάπτουν και εκβάλλοντες την ψίχαν κατασκευάζουν σκάφος και ως ιστούς μεταχειρίζονται καλάμους, ως ιστίον δε το φύλλον της κολοκύνθης. Μας προσέβαλαν λοιπόν από δύο πλοία και πολλούς εξ ημών ετραυμάτισαν πετροβολούντες με κολοκυθόσπορους. Επί πολύ η μάχη έμενεν αμφίρροπος έως ότου περί την μεσημβρίαν είδαμεν να έρχωνται κατόπιν των Κολοκυνθοπειρατών οι Καρυοναύται. Ήσαν δε εχθροί μεταξύ των, ως εφάνη• διότι όταν οι Κολοκυνθοπειραταί είδον ότι επήρχοντο εκείνοι, αφήκαν ημάς και εστράφησαν κατ' εκείνων και συνήφθη μεταξύ των ναυμαχία. Ημείς δε υψώσαντες τα ιστία απεμακρύνθημεν και τους αφήκαμεν να μάχωνται. Ήτο φανερόν ότι θα ενίκων οι Καρυοναύται, καθότι ήσαν και περισσότεροι, — διότι είχον πέντε πλοία — και τα πλοία των ήσαν ισχυρότερα. Ήσαν δε τα πλοία των Καρυοναυτών καρυδοφλοιοί• αφού έκοπτον εις δύο τα καρύδια τα εκένουν και τα μετέτρεπαν εις πλοία, εκάστου δε τοιούτου φλοιού το μήκος ήτο δέκα πέντε οργυιών. Αφού απεμακρύνθημεν και δεν εφαίνοντο πλέον, εδέσαμεν τας πληγάς των τραυματιών και του λοιπού εμέναμεν με τα όπλα εις χείρας, φοβούμενοι νέας επιθέσεις• και οι φόβοι μας δεν ήσαν μάταιοι. Διότι δεν είχε δύσει ακόμη ο ήλιος όταν από μίαν έρημον νήσον εφάνησαν ερχόμενοι με σπουδήν προς ημάς έως είκοσιν άνδρες, λησταί και αυτοί, καθήμενοι επί μεγάλων δελφίνων και οι δελφίνες τους έφερον ασφαλώς και αναπηδώντες εχρεμέτιζον ως ίπποι. Όταν δε επλησίασαν, χωρισθέντες μας προσέβαλαν και από τα δύο μέρη του πλοίου ρίπτοντες καθ' ημών σηπίας ξηράς και οφθαλμούς καρκίνων. Ημείς απηντήσαμεν διά των βελών και των ακοντίων και δεν αντέστησαν επί πολύ, αλλά τραυματισθέντες οι περισσότεροι έφυγαν προς την νήσον. Περί δε το μεσονύκτιον, επικρατούσης γαλήνης, προσεκρούσαμεν κατά λάθος εις μίαν φωλεάν αλκυόνος τεραστίου μεγέθους• διότι είχε περίμετρον εξήκοντα σταδίων. Εκάθητο δε επ' αυτής η αλκυών θερμαίνουσα τα αυγά της, και δεν ήτο πολύ μικροτέρα της φωλεάς. Όταν δε επέταξε παρ' ολίγον να βυθίση το πλοίον με τον άνεμον των πτερών της• και έφυγεν εκπέμψασα μίαν θρηνώδη κραυγήν. Ημείς εξελθόντες παρετηρούμεν την φωλεάν, η οποία ωμοίαζε με σχεδίαν μεγάλην πλεγμένην από δένδρα μεγάλα. Ήσαν δε εις αυτήν πεντακόσια αυγά και έκαστον ήτο μεγαλείτερον Χιακού πίθου, διεκρίνοντο δε ήδη εντός αυτών οι νεοσσοί και έκραζαν. Εθραύσαμεν λοιπόν έν εκ των αυγών με πελέκεις και εξεκολάψαμεν ένα νεοσσόν άπτερον ο οποίος ήτο μεγαλείτερος από είκοσι γύπας. Εξηκολουθήσαμεν τον πλουν• όταν δε απεμακρύνθημεν έως διακοσίους σταδίους από την φωλεάν μας συνέβησαν θαυμαστά σημεία και τέρατα. Έξαφνα ο χηνίσκος{20} της πρύμνης ετίναξε τα πτερά του και έκραξε, ο δε κυβερνήτης Σκίνθαρος, ο οποίος ήτο φαλακρός, απέκτησε μαλλιά και, το παραδοξότερον εξ όλων ο ιστός του πλοίου εβλάστησε και επέταξε κλάδους και εις την κορυφήν εκαρποφόρησε• οι δε καρποί του ήσαν σύκα και μαύρα σταφύλια όχι ώριμα. Αυτά μας ετάραξαν ως ήτο επόμενον και εδεόμεθα ναποτρέψουν οι θεοί τους κακούς εκείνους οιωνούς. Δεν είχαμεν δε ακόμη απομακρυνθή πεντακόσιους σταδίους, ότε είδαμεν δάσος μέγα και πυκνόν πεύκων και κυπαρίσσων. Υπεθέσαμεν ότι ήτο ξηρά και όμως ήτο πέλαγος απύθμενον φυτευμένον με δένδρα χωρίς ρίζας• ήσαν δε ορθά και ακίνητα τα δένδρα και συγχρόνως εφαίνοντο ως επιπλέοντα. Πλησιάσαντες λοιπόν και εξετάσαντες, ευρέθημεν εις απορίαν περί του πρακτέου• διότι ούτε διά μέσου των δένδρων ήτο δυνατόν να πλεύσωμεν — διότι ήσαν πυκνά και συνεπλέκοντο — ούτε να επιστρέψωμεν εφαίνετο εύκολον. Τότε εγώ ανέβηκα εις το υψηλότερον δένδρον και παρετήρουν τα πέριξ πώς ήσαν. Είδα δε ότι το δάσος εξετείνετο εις σταδίους πεντήκοντα ή ολίγον περισσοτέρους, έπειτα δε πάλιν εξηκολούθει θάλασσα. Εσκέφθημεν λοιπόν να αναβιβάσωμεν, αν ήτο δυνατόν, το πλοίον επί των κορυφών των δένδρων, αι οποίαι ήσαν πυκναί, και να το περάσωμεν εις την άλλην θάλασσαν• και ούτω επράξαμεν. Το εδέσαμεν με σχοινί μεγάλον και, αναβάντες εις τα δένδρα, μετά δυσκολίας το ανεσύραμεν• έπειτα το ετοποθετήσαμεν επί των κλάδων και αναπτύξαντες τα ιστία επλέαμεν όπως εις την θάλασσαν• το πλοίον ωθούμενον υπ
  2. Αληθής Ιστορία, Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, 120 - μεταξύ 180 και 192 μχ Μετάφρασις Ιωάννη Κονδυλάκη Βιβλίον πρώτον. Καθώς οι αθληταί και εν γένει οι καταγινόμενοι εις τας σωματικάς ασκήσεις δεν φροντίζουν μόνον διά τας ασκήσεις και την ευεξίαν των, αλλά και διά την έγκαιρον ανάπαυσίν των — την θεωρούν δε ως το σπουδαιότερον μέρος της σωμασκίας — και όσοι καταγίνονται εις μελέτας νομίζω ότι, αφού κουρασθούν εις την ανάγνωσιν των σοβαρωτέρων έργων, πρέπει ν' ανακουφίζουν το πνεύμα των και να το καθιστούν ακμαιότερον διά τον μετέπειτα κόπον. Θα γίνεται δε όπως πρέπει αυτή η ανάπαυσις, αν περιορίζωνται εις τα αναγνώσματα τα οποία διά της χάριτος και της ευθυμίας των όχι μόνον ελαφράν ψυχαγωγίαν παρέχουν, αλλά και ιδέας ευγενείς διεγείρουν• μου επιτρέπεται δε, νομίζω, να έχω τοιαύτην ιδέαν και περί των συγγραμμάτων μου τούτων. Διότι όχι μόνον το παράξενον της υποθέσεως και του σκοπού το αστείον και παιγνιώδες θα τους τέρψη, ουδέ διότι ψεύματα διάφορα με πιθανότητα και αληθοφάνειαν κατεσκευάσαμεν, αλλά και διότι έκαστον εκ των ούτω ιστορουμένων υπονοεί και διακωμωδεί τινα από τα πολλά τερατώδη και μυθώδη, τα οποία έγραψαν μερικοί από τους αρχαίους ποιητάς, ιστορικούς και φιλοσόφους, τους οποίους και με τα ονόματά των θα ηδυνάμην ν' αναφέρω, εάν εκ της αναγνώσεως δεν εμαντεύοντο. Ο Κτησίας Κτησιόχου ο Κνίδιος έγραψε περί της χώρας των Ινδών και των κατοίκων πράγματα, τα οποία ούτε ο ίδιος είδεν, ούτε από άλλον ήκουσε διηγούμενα. {1} Έγραψε δε και ο Ιαμβούλος {2} περί του ωκεανού πολλά παράδοξα• αλλ' αν και το ψεύδος του δεν κρύπτεται, από την διήγησίν του όμως δεν λείπει η τέρψις. Πολλοί άλλοι, τα όμοια προτιμήσαντες, περιέγραψαν δήθεν περιηγήσεις και ταξείδιά των, εις τα οποία μας παρουσιάζουν υπερμεγέθη θηρία και ανθρώπους αγρίους και ήθη παράξενα. Αρχηγόν δε και διδάσκαλον εις τας τοιαύτας τερατολογίας έχουν τον Ομηρικόν Οδυσσέα, όταν διηγήται εις τα ανάκτορα του Αλκινόου την δουλείαν των ανέμων και ομιλή περί μονοφθάλμων ωμοφάγων και αγρίων ανθρώπων, προσέτι δε περί ζώων πολυκεφάλων και μεταμορφώσεώς των συντρόφων του διά μαγειών και περί άλλων πολλών τοιούτων, με τα οποία εκίνησε τον θαυμασμόν των αφελών και ευπίστων Φαιάκων. Όταν λοιπόν ανέγνωσα τας διηγήσεις όλων τούτων δεν τους κατέκρινα πολύ διά το ψεύδος, διότι έβλεπα ότι ήδη και οι επαγγελλόμενοι τον φιλόσοφον το μετεχειρίζοντο με πολλήν ελευθερίαν αλλ' εθαύμαζα πώς επίστευον ότι τα ψεύδη των θα διέφευγαν την αντίληψιν των αναγνωστών. Διά τούτο και εγώ θέλων από κενοδοξίαν ν' αφήσω κάτι εις τας επερχομένας γενεάς, διά να μη μείνω μόνος αμέτοχος εις την ελευθερίαν της διηγήσεως μύθων, μη έχων δε και τίποτε αληθές να εξιστορήσω — διότι δεν μου συνέβη τίποτε αξιοσημείωτον —- κατέφυγα εις το ψεύδος με περισσοτέραν από τους άλλους ευθύτητα• διότι λέγω τουλάχιστον μίαν αλήθειαν, ότι θα ψευσθώ. Ούτω δε πιστεύω ότι θ' αποφύγω και την κατηγορίαν των άλλων, αφού ο ίδιος ομολογώ ότι δεν λέγω τίποτε αληθές. Γράφω λοιπόν περί πραγμάτων, τα οποία ούτε είδα ούτε έπαθα ούτε παρ' άλλων έμαθα και τα οποία προσέτι ούτε ποτέ υπήρξαν ούτε και ηδύναντο να συμβούν διό και συνιστώ εις όσους θα ταναγνώσουν να μη τα πιστεύσουν κατ' ουδένα τρόπον. Μίαν φοράν απέπλευσα από τας Ηρακλείους στήλας και βοηθούμενος υπό ουρίου ανέμου επροχώρησα εις τον Εσπέριον ωκεανόν.{3} Ο λόγος δε και ο σκοπός του ταξειδίου μου ήτον η περιέργεια και ο πόθος να γνωρίσω νέα πράγματα και να μάθω που τελειόνει ο ωκεανός και τίνος είδους άνθρωποι κατοικούν πέραν αυτού. Διά τούτο επήρα εις το πλοίον τρόφιμα πολλά και νερόν αρκετόν, παρέλαβα δε και πεντήκοντα φίλους και ομηλίκους, έχοντας τους αυτούς πόθους• προσέτι επρομηθεύθην πολυάριθμα όπλα, διά της υποσχέσεως δε μεγάλου μισθού ευρήκα ένα άριστον κυβερνήτην και το πλοίον, το οποίον ήτον ελαφρόν σκάφος, επεσκεύασα, ώστε ν' αντέχη εις μακρόν και επικίνδυνον ταξείδιον. Επί μίαν ημέραν και μίαν νύκτα επλέαμεν με τόσο μικράν ταχύτητα, ώστε η γη διεκρίνετο ακόμη εις τον ορίζοντα• αλλά την επομένην, κατά την ανατολήν του ηλίου, και ο άνεμος ήρχισε να δυναμώνη και κύματα υψώθησαν μεγάλα και σκότος έγινε και ουδέ να συστείλωμεν τα ιστία ήτο δυνατόν. Αφεθέντες λοιπόν εις την διάκρισιν του ανέμου και των ρευμάτων, επαλαίαμεν επί εβδομήκοντα εννέα ημέρας με την τρικυμίαν• την ογδοηκοστήν δε έξαφνα έλαμψεν ο ήλιος και βλέπομεν εις όχι μεγάλην απόστασιν νήσον υψηλήν και δασώδη, εις την οποίαν η προσέγγισις δεν ήτο δύσκολος, διότι ήδη η τρικυμία κατά πολύ είχε κοπάσει. Προσεγγίσαντες λοιπόν εξήλθαμεν και ένεκα των μακρών κακοπαθειών εμείναμεν επί πολύ ξαπλωμένοι κατά γης• έπειτα εσηκωθήκαμεν και διηρέθημεν ούτως ώστε τριάκοντα μεν εξ ημών έμειναν να φυλάττουν το πλοίον, είκοσι δε και εγώ ανέβημεν να κατασκοπεύσωμεν την νήσον. Αφού δ' επροχωρήσαμεν διά μέσου δάσους έως τρία στάδια από της παραλίας, βλέπομεν μίαν στήλην από χαλκόν επί της οποίας επιγραφή με γράμματα Ελληνικά, τα οποία είχον ημιεξαλειφθή και μόλις διεκρίνοντο, έλεγεν• «έως εδώ έφθασαν ο Ηρακλής και ο Διόνυσος». Εφαίνοντο και δύο ίχνη πλησίον επί μεγάλης πέτρας, εκ των οποίων το μεν είχεν έκτασιν ενός στρέμματος, το δε μικροτέραν• υποθέτω δε ότι το μεν μικρότερον ήτο του Διονύσου, το άλλο δε του Ηρακλέους. Αφού επροσκυνήσαμεν, επροχωρήσαμεν• μετ' ολίγον δε εφθάσαμεν εις ποταμόν, όστις έρρεεν οίνον, ομοιότατον μάλιστα με τον Χιακόν. Ήτο δε τόσον πολύ και άφθονον το ρεύμα, ώστε είς τινα μέρη ηδύνατο και πλοία να σηκώση. Βλέποντες τα σημεία ταύτα επιστεύαμεν έτι μάλλον εις ταναφερόμενα υπό της στήλης, ότι ο Διόνυσος είχεν έλθει εις την νήσον εκείνην. Θέλων δε να μάθω και από που επήγαζεν ο ποταμός, επροχώρησα αντιθέτως προς το ρεύμα• και πηγήν μεν αυτού καμμίαν δεν ευρήκα, αλλά πολλά και μεγάλα κλήματα κατάφορτα με σταφύλια, από δε την ρίζαν εκάστου έσταζεν οίνος διαυγής κ' εκ των σταγόνων τούτων εσχηματίζετο ο ποταμός. Ήσαν και ψάρια πολλά εις τον ποταμόν, τα οποία είχαν και το χρώμα και την γεύσιν του οίνου. Όταν επιάσαμεν κ' εφάγαμεν απ' αυτά τα ψάρια εμεθύσαμεν και όταν τα εσχίσαμεν τα ευρήκαμεν γεμάτα μούστον. Αλλ' έπειτα εσκέφθημεν να ταναμιγνύωμεν με ψάρια του νερού και ούτω εμετριάζαμεν την άκρατον οινοφαγίαν. Έπειτα επεράσαμεν τον ποταμόν, εις το μέρος όπου ήτο διαβατός, κ' ευρήκαμεν είδος κλημάτων θαυμαστόν. Από τον κορμόν αυτών, ο οποίος ήτο παχύς και δυνατός, εξήρχοντο γυναίκες καθ' όλα τέλειαι μέχρι των λαγόνων. Τοιουτοτρόπως ζωγραφίζουν εις την πατρίδα μας την Δάφνην, όπως μετεμορφώθη εις δένδρον διά ν' αποφύγη τον Απόλλωνα, καθ' ην στιγμήν ούτος επεχείρει να την συλλάβη εις την αγκάλην του. Από δε τα άκρα των δακτύλων των εφύοντο οι κλάδοι φορτωμένοι σταφυλάς. Αλλά και επί των κεφαλών των αντί κόμης είχον έλικας κλημάτων και φύλλα και σταφυλάς. Όταν επλησιάσαμεν, μας εχαιρέτων και μας εδεξιούντο• και άλλαι μεν ωμίλουν την Λυδικήν, άλλαι δε την Ινδικήν και αι περισσότεραι την Ελληνικήν γλώσσαν. Μάς έδιδον και φιλήματα, όσοι δ' εφιλούντο ευθύς εμέθυον και εγίνοντο έξω φρενών. Δεν επέτρεπον όμως να δρέπωμεν τους καρπούς και αν επεχειρούμεν να κόψωμεν σταφύλια, ησθάνοντο πόνον κ' εφώναζαν. Επεθύμουν δε και να έλθουν εις ερωτικήν επιμιξίαν μεθ' ημών αλλά δύο εκ των συντρόφων μας, οίτινες τας επλησίασαν, δεν απελύοντο πλέον, αλλ' είχον δεθή από τα αιδοία• συνεκολλήθησαν δε και συνερριζώθησαν και μετ' ολίγον από τους δακτύλους και αυτών εφύτρωσαν κλάδοι και τους περιέπλεξαν έλικες, δεν θα εβράδυνον δε να καρποφορήσουν και αυτοί. Τους αφήκαμεν και επιστρέψαντες εις το πλοίον διηγήθημεν εις εκείνους τους οποίους είχαμεν αφήσει εκεί όσα είδαμεν και των συντρόφων την αμπελομιξίαν. Έπειτα αφού εκάμαμεν προμήθειαν νερού και οίνου εκ του ποταμού, διενυκτερεύσαμεν εις την παραλίαν. Την αυγήν απεπλεύσαμεν με άνεμον όχι πολύ σφοδρόν το δε μεσημέρι, όταν πλέον δεν εφαίνετο η νήσος, ενέσκηψεν αίφνης κυκλών, ο οποίος περιέστρεψε το πλοίον και το εσήκωσεν εις τον αέρα εις ύψος τριών περίπου χιλιάδων σταδίων• δεν το αφήκε δε πλέον να κατέλθη εις την θάλασσαν, αλλά μετέωρον εις το ύψος εκείνο εφέρετο υπό του ανέμου, όστις εφούσκωνε τα πανιά του. Αφού δ' επί οκτώ ημέρας και άλλας τόσας νύκτας αεροπορήσαμεν, την ογδόην είδαμεν εις τον αέρα μίαν γην μεγάλην, ως νήσον, σφαιροειδή και λάμπουσαν, ως να ήτο κατάφορος. Πλησιάσαντες εις αυτήν και προσορμισθέντες, εξήλθαμεν• ευρήκαμεν δε χώραν κατοικουμένην και καλλιεργουμένην. Και την μεν ημέραν δεν εβλέπαμεν τίποτε έξω του τόπου εκείνου, άμα δ' ενύκτωσεν εφάνησαν και άλλαι πολλαί νήσοι πλησίον, άλλαι μεγαλείτεραι και άλλαι μικρότεραι, έχουσαι το χρώμα του πυρός• κάτω δε διεκρίνετο και άλλη γη με πόλεις και ποταμούς, με θαλάσσας, δάση και όρη. Εσυμπεραίναμεν ότι αυτή ήτον η γη, εις την οποίαν κατοικούμεν. Απεφασίσαμεν να προχωρήσωμεν εις το εσωτερικόν, αλλά καθ' οδόν μας συνέλαβον οι λεγόμενοι Ιππόγυποι• οι δε Ιππόγυποι ούτοι είνε άνθρωποι ιππεύοντες μεγάλους γύπας και ως ίππους μεταχειριζόμενοι τα όρνεα. Διότι είνε μεγάλοι οι γύπες και ως επί το πλείστον τρικέφαλοι• θα εννοηθή δε το μέγεθός των και από την εξής σύγκρισιν• έκαστον πτερόν αυτών είνε μακρότερον και παχύτερον από ιστόν μεγάλου φορτηγού πλοίου. Εις τους Ιππογύπους τούτους έχει ανατεθή να πετούν γύρω εις την χώραν και αν συναντήσουν κανένα ξένον να τον οδηγούν προς τον βασιλέα• άμα δε συνέλαβον και ημάς μας ωδήγησαν προς αυτόν. Ο δε βασιλεύς όταν μας είδε και από τας μορφάς και την ενδυμασίαν ενόησεν, Έλληνες λοιπόν είσθε, ξένοι; μας είπε. Απηντήσαμεν καταφατικώς, αυτός δε, Πώς λοιπόν, είπε, κατωρθώσατε να περάσετε τόσον αέρα και να φθάσετε έως εδώ. Του διηγήθημεν όλην την ιστορίαν μας• τότε δε και αυτός μας διηγήθη τα δικά του, ότι και αυτός ήτο άνθρωπος, ονομαζόμενος Ενδυμίων και ανηρπάσθη από την ιδικήν μας γην ενώ εκοιμάτο, ελθών δε εδώ έγινε βασιλεύς του τόπου. Μας εξήγησεν έπειτα ότι η γη επί της οποίας ήμεθα ήτο η Σελήνη, την οποίαν βλέπομεν από την Γην. Μας είπε να είμεθα ήσυχοι και να μη φοβούμεθα κανένα κίνδυνον και μας υπεσχέθη ότι θα μας παρείχετο παν ό,τι μας ήτο αναγκαίον. «Εάν δε, είπε, φέρω εις καλόν πέρας τον πόλεμον τον οποίον διεξάγω εναντίον των κατοικούντων εις τον ήλιον, θα περάσετε την ζωήν σας εδώ με την μεγαλειτέραν ευτυχίαν». Ηρωτήσαμεν ποίοι ήσαν οι εχθροί και ποία η αιτία του πολέμου. Ο Φαέθων, απήντησεν, ο βασιλεύς των κατοικούντων εις τον ήλιον — διότι κατοικείται και ο Ήλιος όπως και η Σελήνη—μας έχει κηρύξει προ πολλού τον πόλεμον. Και η αρχική αιτία ήτον η εξής. Συναθροίσας άλλοτε ποτέ τους πτωχοτέρους κατοίκους της χώρας μου, απεφάσισα να στείλω αποικίαν εις τον Εωσφόρον, {4} όστις είνε έρημος και εντελώς ακατοίκητος• αλλ' ο Φαέθων καταληφθείς υπό φθόνου, ηθέλησε να εμποδίση την αποικίαν και επετέθη κατά των ημετέρων με τους ιππομύρμηκάς του εις το μεταξύ Σελήνης και Εωσφόρου διάστημα. Και τότε μεν ενικήθημεν—διότι δεν ειχαμεν ισοπάλους δυνάμεις—-και ηναγκάσθημεν να υποχωρήσωμεν• αλλά τώρα θέλω να επαναλάβω τον πόλεμον και ναποστείλω την αποικίαν. Εάν λοιπόν θέλετε, λάβετε μέρος εις την εκστρατείαν μου, θα δώσω δε εις έκαστον ένα γύπα από τους βασιλικούς και τον λοιπόν οπλισμόν. Η εκκίνησις γίνεται αύριον. Σύμφωνοι, απήντησα εγώ, ας γείνη όπως θέλης. Εμείναμεν και εδειπνήσαμεν εις τανάκτορα• αξημέρωτα δε εξυπνήσαμεν και ετάχθημεν εις τας θέσεις μας• διότι οι κατάσκοποι ανήγγειλαν ότι οι εχθροί πλησιάζουν. Το πλήθος του στρατεύματός μας έφθασεν εις εκατόν χιλιάδας, χωρίς να υπολογίζωνται οι σκευοφόροι, οι μηχανικοί, οι πεζοί και οι ξένοι σύμμαχοι. Εκ τούτων ογδοήκοντα χιλιάδες ήσαν οι Ιππόγυποι, είκοσι δε χιλιάδες οι ιππεύοντες λαχανόπτερα, τα οποία, επίσης είνε όρνεα τεράστια, αντί δε πτερών έχουν εις όλον το σώμα λάχανα, τα δε μακρά πτερά των πτερύγων των ομοιάζουν με φύλλα μαρουλιών. Μετά τούτους είχον ταχθή οι Κεγχροβόλοι και οι Σκορδομάχοι. Είχον δε έλθει εις επικουρίαν του Ενδυμίωνος από τα βόρεια μέρη τριάκοντα χιλιάδες Ψυλλοτοξόται και πεντήκοντα χιλιάδες Ανεμοδρόμοι. Εκ τούτων οι Ψυλλοτοξόται ιππεύουν μεγάλους ψύλλους, εξ ου και η ονομασία των• είνε δε μεγάλοι οι ψύλλοι όσον δώδεκα ελέφαντες ομού• οι δε Ανεμοδρόμοι είνε πεζοί, αλλά πετούν χωρίς πτερά κατά τον εξής τρόπον• φορούν μακρά υποκάμισα, τα οποία φουσκόνει ο άνεμος ως ιστία και ούτω τρέχουν όπως τα πλοία. Συνήθως δε οι τοιούτοι εις τας μάχας είνε πελτασταί{5}. Ελέγετο ότι θα μας ήρχοντο και από τα άστρα τα υπεράνω της Καπαδοκίας εβδομήκοντα χιλιάδες Στρουθοβάλανοι και πέντε χιλιάδες Ιππογέρανοι. Αυτούς εγώ δεν τους είδα, διότι δεν ήλθαν• διά τούτο και δεν ετόλμησα να περιγράψω πώς είνε, διότι όσα ήκουσα να λέγωνται περί αυτών ήσαν τερατώδη και απίθανα. Αυτή ήτο η στρατιωτική δύναμις του Ενδυμίωνος• οπλισμόν δε είχον όλοι τον ίδιον• περικεφαλαίας από κουκιά• διότι τα κουκιά εκεί επάνω είνε μεγάλα και σκληρά• θώρακας φολιδωτούς όλους από λούμπινα• συρράπτοντες τους φλοιούς των λουμπίνων κατασκευάζουν θώρακας• διότι και οι φλοιοί των λουμπίνων είνε στερεοί και σκληροί, όπως το κέρατον. Αι ασπίδες δε και τα ξίφη των είνε όπως τα Ελληνικά. Όταν δε ήλθεν η ώρα της μάχης, παρετάχθησαν ως εξής• Το μεν δεξιόν κέρας κατέλαβον οι Ιππόγυποι και ο βασιλεύς, έχων πλησίον του τους αρίστους και ημάς μετ' αυτών• εις δε το αριστερόν ετάχθησαν οι λαχανόπτεροι• και εις το κέντρον οι σύμμαχοι. Οι δε πεζοί, οι οποίοι ήσαν περί τα εξήκοντα εκατομμύρια, παρετάχθησαν κατά τον εξής τρόπον. Υπάρχουν εκεί αράχναι πολλαί και μεγάλαι, πολύ μεγαλείτεραι των Κυκλάδων νήσων εκάστη. Αύται διετάχθησαν να υφάνουν εις τον αέρα ιστόν, όστις να συνδέση την Σελήνην με τον Εωσφόρον. Άμα δ' εντός ολίγου κατεσκεύασαν το πλέγμα τούτο και το επέστρωσαν, παρετάχθη επ' αυτού το πεζικόν. Ήσαν δε αρχηγοί των πεζών ο Νυκτερίων του Ευδιάνακτος και δύο άλλοι. Των εχθρών το αριστερόν κέρας κατείχον οι Ιππομύρμηκες, μεταξύ δε αυτών ήτο ο Φαέθων. Είνε δε οι Ιππομύρμηκες θηρία μέγιστα και πτερωτά, τα οποία ομοιάζουν προς τους δικούς μας μύρμηκας, χωρίς το μέγεθος• διότι ο μεγαλείτερος εξ αυτών είχε μέγεθος έως δύο στρεμμάτων• εμάχοντο δε όχι μόνον οι ιππεύοντες τους μύρμηκας τούτους, αλλά και αυτοί, ιδίως με τα κέρατά των. Ελέγετο ότι ούτοι ήσαν πεντήκοντα περίπου χιλιάδες. Εις το δεξιόν δε κέρας αυτών παρετάχθησαν οι Αεροκώνωπες, οι οποίοι επίσης ήσαν έως πεντήντα χιλιάδες, όλοι τοξόται ιππεύοντες μεγάλους κώνωπας• κατόπιν τούτων οι Αεροκάρδακες, οι οποίοι ήσαν πεζοί ελαφρώς ωπλισμένοι, αλλά μάχιμοι και αυτοί• διότι εκ μακράς αποστάσεως εξεσφενδόνιζον φανίδας υπερμεγέθεις, ο δε πληττόμενος δεν εσώζετο, αλλά μετ' ολίγον απέθνησκεν εκ της δυσωδίας ήτις ανεδίδετο εκ της πληγής του• ελέγετο δε ότι έχριον τα βέλη των με δηλητήριον μολόχας. Εις συνέχειαν αυτών ετάχθησαν οι Καυλομύκητες, βαρέως ωπλισμένοι, δέκα χιλιάδες τον αριθμόν. Ωνομάσθησαν δε Καυλομύκητες, διότι είχον ασπίδας από μανιτάρια και τα δόρατά των κατεσκευάζοντο από καυλούς σπαραγγιών. Πλησίον αυτών εστάθησαν οι Κυνοβάλανοι, τους οποίους έπεμψαν προς τον Φαέθοντα οι κάτοικοι του Σειρίου, πέντε χιλιάδες και αυτοί, άνδρες σκυλοπρόσωποι, οι οποίοι εμάχοντο καθήμενοι επάνω εις βελανίδια πτερωτά. Ελέγετο δε ότι καθυστερούν εκ των συμμάχων αυτών οι σφενδονήται, τους οποίους είχον ζητήσει από τον Γαλαξίαν, και οι Νεφελοκένταυροι• και οι τελευταίοι έφθασαν όταν ήδη η μάχη είχε κριθή, που να μη έφθαναν• αλλ' οι σφενδονήται δεν ήλθαν, διό λέγεται ότι ο Φαέθων οργισθείς επυρπόλησε κατόπιν την χώραν των. Τοιαύτη ήτο και του Φαέθοντος η δύναμις. Όταν δε αι σημαίαι υψώθησαν και ωγκάνισαν και από τα δύο στρατεύματα οι όνοι, (διότι αυτούς μεταχειρίζονται ως σαλπιγκτάς) συνεπλάκησαν και εμάχοντο. Και το μεν αριστερόν κέρας των Ηλιωτών ευθύς ετράπη εις φυγήν, χωρίς ν' αντιστή εις την ορμήν των Ιππογύπων• ημείς δε τους κατεδιώξαμεν φονεύοντες• το δεξιόν όμως αυτών ενίκα το δικόν μας αριστερόν και οι Αεροκώνωπες εφορμήσαντες κατεδίωξαν τους ημετέρους μέχρι της γραμμής των πεζών• αλλ' εδώ με την βοήθειαν και τούτων οι εχθροί απεκρούσθησαν και έφυγαν, μάλιστα όταν έμαθαν ότι το αριστερόν αυτών είχε νικηθή. Η κατατρόπωσις ούτω έγινε γενική και πολλοί ηχμαλωτίζοντο, πολλοί δε και εφονεύοντο και το αίμα έρρεεν άφθονον εις τα νέφη, ώστε να βάφωνται και να φαίνωνται κόκκινα, όπως τα βλέπομεν από την Γην κατά την δύσιν του Ηλίου• πολύ δε και έσταξε κάτω εις την Γην, ώστε να σκέπτωμαι μήπως και κατά τους παλαιούς χρόνους συνέβη κάτι τοιούτον επάνω και ο Όμηρος ενόμισεν ότι ο Ζευς έβρεξεν αίμα διά τον θάνατον του Σαρπηδόνος. Επιστρέψαντες από την καταδίωξιν, εστήσαμεν δύο τρόπαια, το μεν της πεζομαχίας επί του αραχνοπλέγματος, το δε της αερομαχίας επί των νεφών. Αλλά μετ' ολίγον ανηγγέλθη ότι επήρχοντο οι Νεφελοκένταυροι, τους οποίους επερίμενε προ της μάχης ο Φαέθων. Και τωόντι εφάνησαν πλησιάζοντες• και ήτο το θέαμα πολύ παράδοξον, διότι ήσαν κατά το ήμισυ ίπποι πτερωτοί και κατά το άλλο ήμισυ άνθρωποι• είχον δε μέγεθος οι μεν άνθρωποι όσον ο κολοσσός της Ρόδου από του μέσου και άνω {6}οι δε ίπποι όσον φορτηγόν πλοίον εκ των μεγάλων. Δεν γράφω, τίποτε περί του πλήθους των, διά να μη φανή απίθανον• τόσον πολυάριθμοι ήσαν. Ως αρχηγόν δε είχαν τον Τοξότην του Ζωδιακού. Όταν έμαθον ότι οι φίλοι των είχον νικηθή, ειδοποίησαν τον Φαέθοντα να επαναλάβη την επίθεσιν• παραταχθέντες δε και αυτοί προς μάχην επέπεσαν κατά των Σεληνιτών, τους οποίους ευρήκαν εις αταξίαν και σκορπισμένους εις την καταδίωξιν και την λαφυραγωγίαν• και τους έτρεψαν όλους εις φυγήν, αυτόν τον βασιλέα κατεδίωξαν μέχρι της πόλεως και τα περισσότερα όρνεα κατέσφαξαν. Κατέστρεψαν και τα τρόπαια, κατέλαβαν όλην την πεδιάδα την οποίαν είχον υφάνει αι αράχναι, εμέ δε και δύο εκ των συντρόφων μου ηχμαλώτισαν. Κατέφθασε δε και ο Φαέθων και τώρα αυτοί ανήγειραν άλλα τρόπαια. Ημείς δε εδέθημεν οπισθάγκωνα με τεμάχιον αράχνης και αυθημερόν ωδηγήθημεν εις τον Ήλιον. Οι εχθροί δεν έκριναν καλόν να πολιορκήσουν την πόλιν αλλ' επιστρέψαντες ήρχισαν να κτίζουν τείχος εις τον μεταξύ Ηλίου και Σελήνης αέρα, το οποίον να εμποδίζη το φως του Ηλίου να φθάνη εις την Σελήνην. Ήτο δε το τείχος από νέφη• ώστε έγινεν ολική έκλειψις της Σελήνης και υπό νυκτός διηνεκούς όλη κατελήφθη. Ο δε Ενδυμίων στενοχωρηθείς εκ τούτου έστειλε πρέσβεις και παρεκάλει να κατεδαφισθή το τείχος και να μη τους αφήσουν να ζουν εις το σκότος• υπέσχετο δε να πληρώνη φόρους και σύμμαχος να είνε και ποτέ πλέον να μη πολεμήση κατά των Ηλιωτών• ήτο δε πρόθυμος να δώση και ομήρους διά ταύτα. Ο Φαέθων έκαμε δύο συμβούλια• και κατά μεν την πρώτην συζήτησιν οι νικηταί δεν ηθέλησαν να δεχθούν καμμίαν συνθηκολόγησιν και επέμειναν εις την εκδίκησιν• την επιούσαν όμως ήλλαξαν γνώμην και συνωμολογήθη ειρήνη με την εξής συνθήκην• «Οι Ηλιώται και οι σύμμαχοι συνεφώνησαν προς τους Σεληνίτας και τους συμμάχους αυτών ότι οι μεν Ηλιώται θα κατεδαφίσουν το μεταξύ Ηλίου και Σελήνης τείχος και δεν θα εισβάλουν πλέον εις την Σελήνην, θ' αποδώσουν δε και τους αιχμαλώτους αντί ωρισμένων λύτρων• οι δε Σεληνίται ότι θ' αφήσουν τους άλλους αστέρας αυτονόμους, να μη πολεμήσουν δε πλέον κατά των Ηλιωτών, αλλά να συμμαχούν μετ' αυτών κατά πάσης επιδρομής. Καθ' έκαστον έτος ο βασιλεύς των Σεληνιτών ναποστέλλη προς τον βασιλέα των Ηλιωτών ως φόρον δέκα χιλιάδας αμφορείς δρόσου και να δώση ως ομήρους εκ των υπηκόων του δεκάκις χιλίους. Την αποικίαν δε εις τον Εωσφόρον να κάμουν από κοινού και να λάβουν μέρος όσοι θέλουν. Αι συνθήκαι να χαραχθούν επί στήλης εξ ηλέκτρου, η οποία να στηθή εις τον αέρα επί των συνόρων των δύο επικρατειών. Ωρκίσθησαν δε διά την τήρησιν των συμφωνηθέντων από μέρους μεν των Ηλιωτών ο Πυρωνίδης, ο Θερίτης και ο Φλόγιος• από δε τους Σεληνίτας ο Νύκτωρ, ο Μήνιος {7} και ο Πολυλαμπής». Ευθύς μετά την συνομολόγησιν της ειρήνης, οι Ηλιώται κατηδάφισαν το τείχος και ημάς τους αιχμαλώτους απέδοσαν. Όταν εφθάσαμεν εις την Σελήνην μας υπεδέχθησαν και μας ησπάζοντο με δάκρυα και οι σύντροφοί μας και αυτός ο Ενδυμίων. Μας παρώτρυνε να μείνωμεν πλησίον του και να λάβωμεν μέρος εις την αποικίαν• υπέσχετο δε να μου δώση εις γάμον το παιδί του, διότι γυναίκες δεν υπάρχουν εις την Σελήνην. Αλλ' εγώ δεν ηθέλησα να μείνω, επέμεινα δε να με γυρίση κάτω εις την θάλασσαν. Όταν δε ο Ενδυμίων είδεν ότι ήτο αδύνατον να πεισθώ, μας αφήκε ν' αναχωρήσωμεν, αφού επί επτά ημέρας εσυμποσιάζαμεν εις τανάκτορά του. Κατά την εν τω μεταξύ τούτω διαμονήν μου εις την Σελήνην έμαθα διάφορα αλλόκοτα και παράδοξα, τα οποία θέλω να διηγηθώ. Και πρώτον ότι οι Σεληνίται δεν γεννώνται από γυναίκας, αλλ' από αρσενικούς• διότι μόνον αρσενικούς νυμφεύονται και αι γυναίκες ουδέ κατ' όνομα είνε γνωσταί. Μέχρι του εικοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του έκαστος χρησιμεύει ως γυνή, έπειτα δε λαμβάνει θέσιν ανδρός και αυτός. Κυοφορούν δε όχι εις την γαστέρα, αλλ' εις το παχύ μέρος της κνήμης, το οποίον λέγεται γαστροκνημία• όταν γίνη η σύλληψις, φουσκώνει η κνήμη, μετά καιρόν δε την σχίζουν και εξάγουν νεκρόν το έμβρυον• αλλά το εκθέτουν με ανοικτόν το στόμα προς τον άνεμον και ούτω ζωντανεύει. Μου φαίνεται δε ότι εκ τούτου προήλθε και εις την Ελληνικήν γλώσσαν το όνομα της γαστροκνημίας. Αλλ' έχω και κάτι άλλο έτι παραδοξότερον να διηγηθώ. Υπάρχει μεταξύ των Σεληνιτών γένος ανθρώπων ιδιαίτερον, οι λεγόμενοι Δενδρίται, οι οποίοι γεννώνται ως εξής• κόπτουν τον δεξιόν όρχιν ανθρώπου και τον φυτεύουν εις την γην• εξ αυτού δε φυτρόνει δένδρον υψηλότατον και σαρκώδες, όμοιον με φαλλόν{8}, το οποίον έχει κλάδους και φύλλα• οι δε καρποί του είνε βελανίδια, τα οποία έχουν μέγεθος ενός πήχεος. Όταν τα βελανίδια ωριμάσουν τα τρυγούν και εξάγουν από αυτά, ως από αυγά, τους ανθρώπους. Οι δε άνθρωποι ούτοι έχουν πρόσθετα γεννητικά όργανα, οι πλούσιοι από ελεφαντοκόκκαλον, οι δε πτωχοί ξύλινα και με αυτά βατεύουν και πλησιάζουν τους συνεύνους των. Όταν δε γηράση ο άνθρωπος δεν αποθνήσκει, αλλά διαλύεται ως καπνός και γίνεται αήρ. Τροφήν δε έχουν όλοι την ιδίαν• ανάπτουν φωτιάν και ψήνουν επί των ανθράκων βατράχους, οίτινες είνε πολυάριθμοι εις την σελήνην και πετούν εις τον αέρα. Ενώ δε οι βάτραχοι ψήνονται, κάθηνται γύρω εις την πυράν, ως περί τράπεζαν, και ροφούν τον αναδιδόμενον καπνόν. Κατ' αυτόν τον τρόπον ευωχούνται. Ως ποτόν δε έχουν τον αέρα, όστις πιεζόμενος εις δοχείον αφήνει υγρόν τι ως δρόσον. Δεν ουρούσι δε, ούτε αφοδεύουσιν, αλλ' ούτε είνε τρυπημένοι όπως ημείς. Η δε συνουσία δεν γίνεται όπως εις την Γην, αλλ' εις τα κοιλώματα τα υπεράνω των γαστροκνημιών διότι εκεί έχουν οπήν. Ωραίοι θεωρούνται μεταξύ αυτών οι φαλακροί και χωρίς μαλλιά, τους δε τρέφοντας κόμην απεχθάνονται. Επί των κομητών όμως όσοι έχουν μεγάλα μαλλιά εξ εναντίας θεωρούνται ωραίοι. Διότι είχον έλθει και μερικοί από εκεί, οι οποίοι μας διηγούντο και περί εκείνων. Έχουν και γένεια ολίγον ανωτέρω των γονάτων. Εις δε τα πόδια δεν έχουν νύχια, αλλ' είνε όλοι μονοδάκτυλοι. Ως ουρά φυτρόνει εις το άκρον της ράχης των λάχανον, το οποίον διατηρείται πάντοτε πράσινον και δεν συντρίβεται και όταν πίπτουν ανάσκελα. Από την μύτην των εξάγουν, όταν απομύττωνται, μέλι πολύ δριμύ• όταν δε εργάζωνται ή γυμνάζωνται, ιδρόνουν καθ' όλον το σώμα των γάλα, ούτως ώστε και τυρούς κατασκευάζουν εξ αυτού, αναμιγνύοντες εις το γάλα ολίγον μέλι. Έλαιον δε εξάγουν από τα κρομμύδια, πολύ παχύ και ευωδιάζον ως μύρον. Έχουν και πολλά αμπέλια τα οποία παράγουν νερόν• διότι αι ράγες των σταφυλών είνε ως χάλαζα• νομίζω δε ότι όταν πνέη άνεμος και συνταράσση τα κλήματα εκείνα, τότε πίπτει εδώ κάτω χάλαζα. Οι άνθρωποι εκείνοι μεταχειρίζονται την κοιλίαν των ως σακκούλαν, εις την οποίαν θέτουν τα χρειώδη, διότι ανοίγει και κλείει κατά βούλησιν• ούτε έντερα δε, ούτε άλλα σπλάγχνα φαίνονται εντός αυτής, αλλ' είνε από μέσα όλη τριχωτή, και οσάκις κρυόνουν τα νεογνά των κρύπτονται εις αυτήν. Το ένδυμα δε των μεν πλουσίων είνε υάλινον μαλακόν, των δε πτωχών χάλκινον υφασμένον διότι το μέταλλον τούτο είνε άφθονον εις εκείνα τα μέρη και τον κατεργάζονται αφού τον βρέξουν με νερόν, καθώς τα μαλλιά των προβάτων. Όσον διά τους οφθαλμούς των διστάζω να είπω πώς είνε, διότι φοβούμαι μήπως νομισθώ ότι ψεύδομαι• τόσον απίθανον θα φανή το πράγμα• αλλά θα το είπω και αυτό• οι οφθαλμοί των δύνανται ν' αφαιρούνται και να προσαρμόζωνται εκ νέου εις την θέσιν των και οποίος θέλει τους αφαιρεί και μένει τυφλός έως ότου θελήση πάλιν να ίδη, ότε τους θέτει πάλιν εις τας κόγχας των και βλέπει• και πολλοί οι οποίοι χάνουν τους δικούς των δανείζονται ξένους διά να βλέπουν• άλλοι δε έχουν πολλούς και αυτοί είνε οι πλούσιοι. Τα ώτα των δε είνε από φύλλα πλατάνου, και μόνον οι Δενδρίται τα έχουν ξύλινα. Αλλά και άλλο τι θαυμάσιον είδα εις τα ανάκτορα. Μέγα κάτοπτρον είνε τοποθετημένον επί του στομίου φρέατος, το οποίον δεν είνε πολύ βαθύ. Αν λοιπόν καταιβή κανείς εις το φρέαρ, ακούει όλα τα λεγόμενα εδώ κάτω εις την γην• εάν δε παρατηρήση εις το κάτοπτρον, βλέπει όλας τας πόλεις και όλα τα έθνη, ως να ευρίσκεται μεταξύ αυτών. Εκεί εγώ είδα τους συγγενείς μου και ολόκληρον την πατρίδα μου• εάν δε και εκείνοι μ' έβλεπαν δεν δύναμαι να είμαι βέβαιος. Εκείνος δε ο οποίος δεν πιστεύει εις τανωτέρω, άν ποτε μεταβή και αυτός εκεί θα μάθη ότι λέγω την αλήθειαν. Τότε λοιπόν αποχαιρετήσαντες τον βασιλέα και τους περί αυτόν, επέβημεν εις το πλοίον μας και απεπλεύσαμεν• εις εμέ δε εδώρησεν ο Ενδυμίων δύο υάλινα υποκάμισα και πέντε χάλκινα, προσέτι δε πανοπλίαν από φλοιούς λουμπίνων, τα οποία όλα αφήκα εντός του κήτους. Μας έδωκε δε και χιλίους Ιππογύπους να μας συνοδεύσουν μέχρις αποστάσεως πεντακοσίων σταδίων. Εις την συνέχειαν του ταξειδίου μας επεράσαμεν πλησίον πολλών και διαφόρων χωρών, εξήλθαμεν δε και εις τον Εωσφόρον, τότε συνοικιζόμενον, και επήραμεν νερόν. Έπειτα εισήλθαμεν εις τον Ζωδιακόν και αφήσαντες αριστερά τον Ήλιον, επλέαμεν πολύ πλησίον της Γης• αλλ' ο άνεμος μας ημπόδισε να προσεγγίσωμεν, παρά την ζωηράν επιθυμίαν των συντρόφων μου, καθότι εβλέπαμεν ότι και η χώρα ήτο καταπράσινη και γόνιμος με πολλά νερά και πλούτη. Εκεί μας είδον οι μισθοφόροι του Φαέθοντος Νεφελοκένταυροι και επέταξαν εις το πλοίον μας• αλλά μαθόντες ότι ήμεθα φίλοι ανεχώρησαν. Είχον δε ήδη φύγει και οι Ιππόγυποι. Αφού εταξειδεύσαμεν επί μίαν νύκτα και μίαν ημέραν, έχοντες πρώραν προς την Γην, εφθάσαμεν εις την Λυχνόπολιν. Κείται δε η πόλις αύτη εις το μεταξύ των Πλειάδων και των Υάδων διάστημα, αλλά πολύ χαμηλότερα του Ζωδιακού. Όταν εξήλθαμεν, δεν είδαμεν κανένα άνθρωπον, αλλά λύχνους πολλούς, οίτινες επεριπάτουν εις την αγοράν και εις τον λιμένα• και άλλοι μεν εξ αυτών ήσαν μικροί, και ούτως ειπείν πτωχοί, ολίγοι δε μεγάλοι και ισχυροί, υπέρλαμπροι και διακρινόμενοι από τους άλλους. Είχον δε έκαστος την κατοικίαν του και λυχνεώνας και ονόματα όπως οι άνθρωποι. Τους ηκούσαμεν και να ομιλούν και όχι μόνον δεν μας επείραξαν, αλλά και μας εκάλουν να μας φιλοξενήσουν• ημείς όμως εφοβούμεθα και ούτε να δειπνήση, ούτε να κοιμηθή κανείς εξ ημών ετόλμησεν. Εις το μέσον της πόλεως ευρίσκεται το δημόσιον κατάστημα, όπου μένει καθ' όλην την νύκτα ο άρχων και καλεί έκαστον με το όνομά του• όστις δε παρακούση καταδικάζεται εις θάνατον ως λιποτάκτης• ο δε θάνατος είνε να σβυσθή. Ημείς δε παριστάμενοι εβλέπαμεν τα γινόμενα και ηκούσαμεν τους λύχνους ν' απολογούνται και να δικαιολογούν την βραδύτητά των. Εκεί εγνώρισα και τον ιδικόν μας λύχνον και αφού τον εχαιρέτισα του εζήτησα πληροφορίας περί της οικογενείας μου, τας οποίας μου έδωκε. Την νύκτα λοιπόν εκείνην εμείναμεν εις την Λυχνόπολιν την δ' επιούσαν αποπλεύσαντες επλησιάσαμεν εις τα νέφη, όπου είδαμεν κ' εθαυμάσαμεν και την πόλιν Νεφελοκοκυγίαν {9}, αλλά δεν εξήλθαμεν εις αυτήν, διότι ο άνεμος δεν ήτο βοηθητικός. Ελέγετο ότι βασιλεύει εις αυτήν ο Κόρωνος του Κοτυφίωνος. Εγώ δε ενθυμήθηκα τον ποιητήν Αριστοφάνην, άνθρωπον σοφόν και φιλαλήθη, προς τον οποίον αδίκως δυσπιστούμεν δι' όσα έγραψε. Μετά τρεις ημέρας, εβλέπαμεν ευκρινώς τον ωκεανόν, αλλά γην πουθενά, εκτός των εναερίων χωρών αλλά και αυταί τώρα είχον χρώμα πυρός και εφαίνοντο λάμπουσαι• την δε τετάρτην ημέραν κατά την μεσημβρίαν υποχωρούντος ολίγον κατ' ολίγον του ανέμου, επέσαμεν ελαφρά και χωρίς ορμήν εις την θάλασσαν. Άμα δε ήλθαμεν εις επαφήν με το νερόν, η χαρά και η ευφροσύνη μας ήτο μεγάλη• διεσκεδάσαμεν όπως ηδυνάμεθα και πεσόντες εις την θάλασσαν εκολυμβήσαμεν• διότι έτυχε να είνε γαλήνη και η θάλασσα ήτο ακύμαντος. Αλλά συμβαίνει πολλάκις το τέλος μιας δυστυχίας να γίνεται αρχή μεγαλειτέρων συμφορών. Αφού επί δύο μόνον ημέρας εταξειδεύσαμεν με καλόν καιρόν, όταν εξημέρωσεν η τρίτη και ανέτελλεν ο ήλιος, βλέπομεν έξαφνα θηρία και κήτη μεγάλα, μεταξύ δε αυτών έν μεγαλείτερον από όλα, το οποίον θα είχεν έως χιλίων πεντακοσίων σταδίων μέγεθος• ήρχετο δε κατ' επάνω μας με το στόμα ανοικτόν και εκ μακράς αποστάσεως συνετάρασσε την θάλασσαν και αφρός το περιέλουε• και οι οδόντες του εφαίνοντο πολύ μεγαλείτεροι από τους φαλλούς, σουβλεροί δε όλοι ως πάσσαλοι και λευκοί ως του ελέφαντος. Τότε ημείς, αφού εδώκαμεν προς αλλήλους τον τελευταίον αποχαιρετισμόν εσταθήκαμεν και αγκαλιασμένοι επεριμέναμεν τον θάνατον. Το κήτος δεν εβράδυνε να φθάση και αμέσως μας ερρόφησε και μας κατέπιε ομού με το πλοίον. Αλλά δεν επρόφθασε να μας συντρίψη με τα δόντια του, διότι διά των αραιωμάτων της οδοντοστοιχίας του το πλοίον ωλίσθησε μέσα. Όταν δε ευρέθημεν εντός του κήτους, κατ' αρχάς ήτο σκότος και δεν εβλέπαμεν τίποτε• έπειτα δε το κήτος ήνοιξε το ρύγχος του και εις το φως το οποίον εισέδυσεν είδαμεν ότι το εσωτερικόν του θαλασσίου θηρίου ήτο τόσον πλατύ και υψηλόν, ώστε να δύναται να περιλάβη πόλιν ολόκληρον. Εφαίνοντο δε κάτω μικρά ψάρια και διάφορα θαλάσσια θηρία μασημένα και καραβόπανα και άγκυραι, ανθρώπινα κόκκαλα και εμπορευμάτων δέματα, βαθύτερα δε ήτο και γη με υψώματα, η οποία, ως υποθέτω, είχε σχηματισθή από την λάσπην την οποίαν κατέπινε το κήτος. Επί της γης εκείνης υπήρχε δάσος και διάφορα δένδρα και λάχανα και εφαίνοντο όλα ως να εκαλλιεργούντο. Η περιφέρεια δε της γης εκείνης θα ήτο έως διακόσια τεσσαράκοντα στάδια. Εφαίνοντο και θαλάσσια πτηνά, γλάροι και αλκυόνες, τα οποία κατεσκεύαζον τας φωλεάς των επί των δένδρων. Ευρεθέντες εις την θέσιν εκείνην εκλαύσαμεν επί πολύ• έπειτα διέταξα τους συντρόφους να στηρίξουν και στερεώσουν το πλοίον μας, εγώ δε έτριψα τα πυρεία{10} και ήναψα φωτιάν και παρεσκευάσαμεν δείπνον με ό,τι ευρέθη. Ήσαν δε γύρω μας πολλά και διαφόρων ειδών ψάρια και είχαμεν ακόμη από το νερόν το οποίον επήραμεν από τον Εωσφόρον. Την επομένην το πρωί, οσάκις ήνοιγε το στόμα του το κήτος εβλέπαμεν άλλοτε στερεάν, άλλοτε όρη, άλλοτε δε μόνον τον ουρανόν, πολλάκις δε και νήσους• διότι, ως ησθανόμεθα, το κήτος έτρεχε με ορμήν προς διάφορα μέρη της θαλάσσης. Αφού δε συνηθίσαμεν εις την διαμονήν εκείνην, παρέλαβα πέντε από τους συντρόφους και επροχώρησα εις το δάσος, θέλων να εξερευνήσω τα πάντα. Δεν είχα δε προχωρήσει πέντε σταδίους και συνήντησα ναόν του Ποσειδώνος, ως εφαίνετο εκ της επιγραφής, και μετ' ολίγον τάφους πολλούς με στήλας και πλησίον πηγήν με νερόν διαυγές. Συγχρόνως ηκούετο γαύγισμα σκύλου και καπνός εφαίνετο εις απόστασιν, εξ ου εμαντεύαμεν κάποιαν αγροτικήν κατοικίαν. Εταχύναμιν λοιπόν το βήμα και μετ' ολίγον βλέπομεν ένα γέροντα και ένα νέον, οι οποίοι με πολλήν επιμέλειαν ειργάζοντο εις μίαν πρασιάν και διωχέτευαν εις αυτήν νερόν από την πηγήν. Η συνάντησις εκείνη μας επροξένησε φόβον συγχρόνως και χαράν, και εσταθήκαμεν• και εκείνοι δε έπαθαν το ίδιον και μας παρετήρουν άφωνοι• έπειτα όμως ο γέρων είπεν• Ποίοι είσθε, ξένοι; Μήπως θαλάσσιοι θεοί ή άνθρωποι δυστυχείς όπως ημείς; Διότι ημείς από άνθρωποι κατοικούντες εις την στερεάν εγίναμεν τώρα θαλάσσιοι και πλέομεν ομού με αυτό το θηρίον, το οποίον μας έχει καταπιεί, χωρίς να γνωρίζωμεν ακριβώς την τύχην μας. Είμεθα νεκροί και νομίζομεν ότι ζώμεν. Εις αυτόν εγώ απήντησα• Και ημείς είμεθα άνθρωποι νεοφερμένοι, πατέρα• κατεπόθημεν προ ολίγων ημερών με ολόκληρον το σκάφος μας. Τώρα ήλθαμεν να ίδωμεν τι είνε μέσα εις αυτό το δάσος, το οποίον εφαίνετο εκτεταμένον και πυκνόν. Φαίνεται δε ότι κάποιος θεός μας ωδήγησε να σε συναντήσωμεν και να μάθωμεν ότι δεν είμεθα μόνοι φυλακισμένοι μέσα εις αυτό το θηρίον. Αλλά διηγήσου μας ποίος είσαι και πώς η τύχη σ' έφερεν εδώ. Αυτός όμως μας είπεν ότι πριν ή μας διηγηθή και μάθη τας δικάς μας περιπετείας, ενόει να μας προσφέρη τας τιμάς της φιλοξενίας, και μας ωδήγησεν εις την οικίαν του, η οποία ήτο αρκετά ευρύχωρος δι' αυτόν και τον υιόν του και είχε στρωμνάς εκ χόρτου και πάντα τα άλλα χρειώδη• μας προσέφερε δε λάχανα, ψάρια και οπωρικά και προσέτι μας εκέρασεν οίνον• αφού δ' εχορτάσαμεν, μας ηρώτησε περί των παθημάτων μας. Εγώ του διηγήθην τα πάντα κατά σειράν, την τρικυμίαν και όσα είδαμεν εις την νήσον και το εναέριον ταξείδι, τον πόλεμον και όλα τα άλλα μέχρις ότου μας ερρόφησε το κήτος. Με ήκουσε με πολύν θαυμασμόν, έπειτα δε μας διηγήθη τα δικά του. Είμαι Κύπριος την πατρίδα, ω ξένοι• αναχωρήσας δε χάριν εμπορίου από την πατρίδα μου ομού με το παιδί μου αυτό που βλέπετε και με πολλούς δούλους, εταξείδευα προς την Ιταλίαν με πλοίον μεγάλο, το οποίον είχα φορτώσει με πολλά και διάφορα εμπορεύματα. Θα είδατε ίσως τα συντρίμματά του εις το στόμα του κήτους. Έως εις την Σικελίαν επήγαμεν καλά• αλλ' εκεί μας πήρε ένας φοβερός άνεμος, ο οποίος εις τρεις ημέρας μας πήγε εις τον ωκεανόν, όπου μας συνήντησε το κήτος και μας εκατάπιε όλους με το πλοίον και μόνοι ημείς οι δύο εσώθημεν, οι δε λοιποί όλοι απέθαναν. Αφού δ' εθάψαμεν τους συντρόφους μας και εκτίσαμεν αυτόν τον ναόν του Ποσειδώνος, ζώμεν τον βίον που βλέπετε. Καλλιεργούμεν λάχανα και τρεφόμεθα με ψάρια και οπωρικά. Είνε δε μεγάλο, όπως βλέπετε, το δάσος, έχει και αμπέλια πολλά, από τα οποία γίνεται εξαίρετο κρασί. Θα είδατε δε ίσως και την πηγήν η οποία μας δίδει κάλλιστον και ψυχρότατον νερόν. Στρωμνήν κατασκευάζομεν από φύλλα και ανάπτομεν μεγάλας πυράς. Κυνηγούμεν δε πτηνά από τα εισερχόμενα εις το κήτος και συλλαμβάνομεν ζωντανά ψάρια, εξερχόμενοι εις τα σπάραχνα του θηρίου, όπου και λουόμεθα όταν θέλωμεν. Αλλά και λίμνη υπάρχει αλμυρά εις όχι μακράν απόστασιν, η οποία έχει περίμετρον είκοσι σταδίων και περιέχει παντοειδή ψάρια• εις αυτήν κολυμβούμεν και πλέομεν με μικρόν σκάφος το οποίον εγώ κατεσκεύασα. Έχουν δε περάσει από τον καιρόν που μας εκατέπιε το κήτος είκοσι επτά έτη. Και τα μεν άλλα ίσως είνε υποφερτά• αλλ' έχομεν γείτονας πολύ κακούς και ανυποφόρους, διότι είνε ακοινώνητοι και άγριοι. Πώς, είπα εγώ, είνε και άλλοι εις το κήτος;, Πολλοί, είπεν ο γέρων, και αφιλόξενοι και αλλόκοτοι κατά τας μορφάς. Τα δυτικά και τα προς την ουράν μέρη του δάσους κατοικούν οι Ταριχάνες, οι οποίοι έχουν μάτια χελιών και πρόσωπα καραβίδων• είνε λαός πολεμικός, θρασύς και τρώγει ωμά κρέατα• προς δε την αντίθετον πλευράν, την δεξιάν, κατοικούν οι Τριτωνομένδητες, των οποίων το μεν άνω μέρος ομοιάζει με άνθρωπον, το δε κάτω προς τους ξιφίας• ούτοι όμως είνε ολιγώτερον των άλλων κακοί. Τα προς ταριστερά κατέχουν οι Καρκινόχειρες και Θυνοκέφαλοι, οι οποίοι είνε μεταξύ των φίλοι και σύμμαχοι• τα μεσόγεια δε κατέχουν οι Παγουρίδαι και οι Ψητόποδες, μάχιμοι και πολύ ωκύποδες. Τα ανατολικά τα προς το στόμιον είνε κατά το πλείστον έρημα και τα σκεπάζει η θάλασσα• τα κατέχω δε εγώ, αντί φόρου πεντακοσίων στρειδιών τον οποίον κατ' έτος καταβάλλω εις τους Ψητόποδας. Τοιούτος είνε ο τόπος• πρέπει δε να σκεφθώμεν μαζή πώς θα δυνηθώμεν ν' ανταγωνισθώμεν προς τόσους λαούς διά να δυνηθώμεν να ζήσωμεν με ησυχίαν. Πόσοι είνε όλοι αυτοί; ηρώτησα. Περισσότεροι από χίλιοι, απήντησεν ο γέρων. Και τίνος είδους όπλα έχουν; Μόνον ψαροκόκκαλα. Τότε θα μας είνε εύκολον να τους πολεμήσωμεν, αφού ημείς έχομεν όπλα και αυτοί είνε άοπλοι. Και αν τους νικήσωμεν θα περάσωμεν του λοιπού άφοβα και ατάραχα. Απεφασίσαμεν τον πόλεμον και επιστρέψαντες εις το πλοίον εκάναμεν τας ετοιμασίας μας. Αιτία δε του πολέμου θα εγίνετο η άρνησις του φόρου, καθότι ήτο ο καιρός της πληρωμής. Και αυτοί μεν έστειλαν και εζήτουν τον φόρον, αυτός δε απεδίωξε τους απεσταλμένους με περιφρονητικήν απάντησιν. Πρώτοι λοιπόν οι Παγουρίδαι, ωργισμένοι εναντίον του Σκινθάρου (διότι αυτό ήτο το όνομα του γέροντος) εξεστράτευσαν με πολύν θόρυβον. Ημείς δε περιμένοντες την επίθεσιν, ωπλίσθημεν κ' επεριμέναμεν, αφού εβάλαμεν είκοσι πέντε άνδρας να ενεδρεύσουν. Εί
  3. Αν κατάλαβα καλά, με την συγχώνευση αυξήθηκε η βαρύτητα και άρα επιταχύνθηκαν οι πυρηνικές αντιδράσεις, πράγμα που σημαίνει πως το ενωμένο άστρο θα ζήσει λιγότερο από όσο θα ζούσαν τα 2 μητρικά. Θα' θελα πολύ να μάθω τι συνέβη στους πλανήτες τους, τόσο τους εγγύτερους όσο και τους απώτερους. Αφήνει επίσης ίχνη μια τέτοια συγχώνευση; Πως γνωρίζουμε αν και ο ήλιος μας προέρχεται από κάποιο τέτοιο σύστημα ή όχι;
  4. Ικαρομένιππος ή Υπερνέφελος, Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, 120 - μεταξύ 180 και 192 μχ Αρχαίο Κείμενο ΜΕΝΙΠΠΟΣ Οὐκοῦν τρισχίλιοι μὲν ἦσαν ἀπὸ γῆς στάδιοι μέχρι πρὸς τὴν σελήνην, ὁ πρῶτος ἡμῖν σταθμός· τοὐντεῦθεν δὲ ἐπὶ τὸν ἥλιον ἄνω παρασάγγαι που πεντακόσιοι· τὸ δὲ ἀπὸ τούτου ἐς αὐτὸν ἤδη τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν ἀκρόπολιν τὴν τοῦ Διὸς ἄνοδος καὶ ταῦτα γένοιτ᾽ ἂν εὐζώνῳ ἀετῷ μιᾶς ἡμέρας. ΕΤΑΙΡΟΣ Τί ταῦτα πρὸς Χαρίτων, ὦ Μένιππε, ἀστρονο- μεῖς καὶ ἡσυχῇ πως ἀναμετρεῖς; πάλαι γὰρ ἐπα- κροῶμαί σου παρακολουθῶν ἡλίους καὶ σελήνας, ἔτι δὲ τὰ φορτικὰ ταῦτα σταθμούς τινας καὶ παρα- σάγγας ὑποξενίζοντος. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Μὴ θαυμάσῃς, ὦ ἑταῖρε, εἰ μετέωρα καὶ διαέρια δοκῶ σοι λαλεῖν· τὸ κεφάλαιον γὰρ δὴ πρὸς ἐμαυτὸν ἀναλογίζομαι τῆς ἔναγχος ἀποδημίας. ΕΤΑΙΡΟΣ Εἶτα, ὦγαθε, καθάπερ οἱ Φοίνικες ἄστροις ἐτεκμαίρου τὴν ὁδόν; ΜΕΝΙΠΠΟΣ Οὐ μὰ Δία, ἀλλ᾽ ἐν αὐτοῖς τοῖς ἄστροις ἐποι- ούμην τὴν ἀποδημίαν. ΕΤΑΙΡΟΣ Ἡράκλεις, μακρόν τινα τὸν ὄνειρον λέγεις, εἴ γε σαυτὸν ἔλαθες κατακοιμηθεὶς παρασάγγας ὅλους. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Ὄνειρον γάρ, ὦ τάν, δοκῶ σοι λέγειν ὃς ἀρτίως ἀφῖγμαι παρὰ τοῦ Διός; ΕΤΑΙΡΟΣ Πῶς ἔφησθα; Μένιππος ἡμῖν διοπετὴς πάρεστιν ἐξ οὐρανοῦ; ΜΕΝΙΠΠΟΣ Καὶ μὴν ἐγώ σοι παρ᾽ αὐτοῦ ἐκείνου τοῦ πάνυ Διὸς ἥκω τήμερον θαυμάσια καὶ ἀκούσας καὶ ἰδών· εἰ δὲ ἀπιστεῖς, καὶ αὐτὸ τοῦτο ὑπερευφραίνομαι τὸ πέρα πίστεως εὐτυχεῖν. ΕΤΑΙΡΟΣ Καὶ πῶς ἂν ἔγωγε, ὦ θεσπέσιε καὶ Ὀλύμπιε Μένιππε, γεννητὸς αὐτὸς καὶ ἐπίγειος ὢν ἀπιστεῖν δυναίμην ὑπερνεφέλῳ ἀνδρὶ καὶ ἵνα καθ᾽ Ὅμηρον εἴπω τῶν Οὐρανιώνων ἑνί; ἀλλ᾽ ἐκεῖνά μοι φράσον, εἰ δοκεῖ, τίνα τρόπον ἤρθης ἄνω καὶ ὁπόθεν ἐπο- ρίσω κλίμακα τηλικαύτην τὸ μέγεθος; τὰ μὲν γὰρ ἀμφὶ τὴν ὄψιν οὐ πάνυ ἔοικας ἐκείνῳ τῷ Φρυγί, ὥστε ἡμᾶς εἰκάζειν καὶ σὲ οἰνοχοήσοντά που ἀνάρπαστον γεγονέναι πρὸς τοῦ ἀετοῦ. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Σὺ μὲν πάλαι σκώπτων δῆλος εἶ, καὶ θαυμα- στὸν οὐδὲν εἴ σοι τὸ παράδοξον τοῦ λόγου μύθῳ δοκεῖ προσφερές. ἀτὰρ οὐδὲν ἐδέησέ μοι πρὸς τὴν ἄνοδον οὔτε τῆς κλίμακος οὔτε παιδικὰ γενέσθαι τοῦ ἀετοῦ· οἰκεῖα γὰρ ἦν μοι τὰ πτερά. ΕΤΑΙΡΟΣ Τοῦτο μὲν ἤδη καὶ ὑπὲρ τὸν Δαίδαλον ἔφησθα, εἴ γε πρὸς τοῖς ἄλλοις ἐλελήθεις ἡμᾶς ἱέραξ τις ἢ κολοιὸς ἐξ ἀνθρώπου γενόμενος. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Ὀρθῶς, ὦ ἑταῖρε, καὶ οὐκ ἀπὸ σκοποῦ εἴκασας· τὸ Δαιδάλειον γὰρ ἐκεῖνο σόφισμα τῶν πτερῶν καὶ αὐτὸς ἐμηχανησάμην. ΕΤΑΙΡΟΣ Εἶτα, ὦ τολμηρότατε πάντων, οὐκ ἐδεδοίκεις μὴ καὶ σύ που τῆς θαλάττης καταπεσὼν Μενίππειόν τι πέλαγος ἡμῖν ὥσπερ τὸ Ἰκάριον ἀποδείξῃς ἐπὶ τῷ σεαυτοῦ ὀνόματι; ΜΕΝΙΠΠΟΣ Οὐδαμῶς· ὁ μὲν γὰρ Ἴκαρος ἅτε κηρῷ τὴν πτέ- ρωσιν ἡρμοσμένος, ἐπειδὴ τάχιστα πρὸς τὸν ἥλιον ἐκεῖνος ἐτάκη, πτερορρυήσας εἰκότως κατέπεσεν· ἡμῖν δὲ ἀκήρωτα ἦν τὰ ὠκύπτερα. ΕΤΑΙΡΟΣ Πῶς λέγεις; ἤδη γὰρ οὐκ οἶδ᾽ ὅπως ἠρέμα με προσάγεις πρὸς τὴν ἀλήθειαν τῆς διηγήσεως. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Ὧδέ πως· ἀετὸν εὐμεγέθη συλλαβών, ἔτι δὲ γῦπα τῶν καρτερῶν, ἀποτεμὼν αὐταῖς ὠλέναις τὰ πτερὰ - μᾶλλον δὲ καὶ πᾶσαν ἐξ ἀρχῆς τὴν ἐπί- νοιαν, εἴ σοι σχολή, δίειμι. ΕΤΑΙΡΟΣ Πάνυ μὲν οὖν· ὡς ἐγώ σοι μετέωρός εἰμι ὑπὸ τῶν λόγων καὶ πρὸς τὸ τέλος ἤδη κέχηνα τῆς ἀκροάσεως· μηδὲ πρὸς Φιλίου με περιίδῃς ἄνω που τῆς διηγήσεως ἐκ τῶν ὤτων ἀπηρτημένον. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Ἄκουε τοίνυν· οὐ γὰρ ἀστεῖόν γε τὸ θέαμα κεχηνότα φίλον ἐγκαταλιπεῖν, καὶ ταῦτα ὡς σὺ φὴς ἐκ τῶν ὤτων ἀπηρτημένον. Ἐγὼ γὰρ ἐπειδὴ τάχιστα ἐξετάζων τὰ κατὰ τὸν βίον γελοῖα καὶ ταπεινὰ καὶ ἀβέβαια τὰ ἀνθρώπινα πάντα εὕρισκον, πλούτους λέγω καὶ ἀρχὰς καὶ δυναστείας, καταφρονήσας αὐτῶν καὶ τὴν περὶ ταῦτα σπουδὴν ἀσχολίαν τῶν ἀληθῶς σπουδαίων ὑπολαβὼν ἀνακύπτειν τε καὶ πρὸς τὸ πᾶν ἀποβλέπειν ἐπειρώμην· καί μοι ἐνταῦθα πολ- λήν τινα παρεῖχε τὴν ἀπορίαν πρῶτον μὲν αὐτὸς οὗτος ὁ ὑπὸ τῶν σοφῶν καλούμενος κόσμος· οὐ γὰρ εἶχον εὑρεῖν οὔθ᾽ ὅπως ἐγένετο οὔτε τὸν δημιουργὸν οὔτε ἀρχὴν οὔθ᾽ ὅ τι τὸ τέλος ἐστὶν αὐτοῦ. ἔπειτα δὲ κατὰ μέρος ἐπισκοπῶν πολὺ μᾶλλον ἀπορεῖν ἠναγκαζόμην· τούς τε γὰρ ἀστέ- ρας ἑώρων ὡς ἔτυχε τοῦ οὐρανοῦ διερριμμένους καὶ τὸν ἥλιον αὐτὸν τί ποτε ἦν ἄρα ἐπόθουν εἰδέναι· μάλιστα δὲ τὰ κατὰ τὴν σελήνην ἄτοπά μοι καὶ παντελῶς παράδοξα κατεφαίνετο, καὶ τὸ πολυειδὲς αὐτῆς τῶν σχημάτων ἀπόρρητόν τινα τὴν αἰτίαν ἔχειν ἐδοκίμαζον. οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἀστραπὴ διαΐ- ξασα καὶ βροντὴ καταρραγεῖσα καὶ ὑετὸς ἢ χιὼν ἢ χάλαζα κατενεχθεῖσα καὶ ταῦτα δυσείκαστα πάντα καὶ ἀτέκμαρτα ἦν. Οὐκοῦν ἐπειδήπερ οὕτω διεκείμην, ἄριστον εἶναι ὑπελάμβανον παρὰ τῶν φιλοσόφων τούτων ταῦτα ἕκαστα ἐκμαθεῖν· ᾤμην γὰρ ἐκείνους γε πᾶσαν ἔχειν ἂν εἰπεῖν τὴν ἀλήθειαν. οὕτω δὲ τοὺς ἀρί- στους ἐπιλεξάμενος αὐτῶν, ὡς ἐνῆν τεκμήρασθαι προσώπου τε σκυθρωπότητι καὶ χρόας ὠχρότητι καὶ γενείου βαθύτητι - μάλα γὰρ ὑψαγόραι τινὲς καὶ οὐρανογνώμονες οἱ ἄνδρες αὐτίκα μοι κατε- φάνησαν - τούτοις ἐγχειρίσας ἐμαυτὸν καὶ συχνὸν ἀργύριον τὸ μὲν αὐτόθεν ἤδη καταβαλών, τὸ δὲ εἰσαῦθις ἀποδώσειν ἐπὶ κεφαλαίῳ τῆς σοφίας διομολογησάμενος, ἠξίουν μετεωρολέσχης τε διδά- σκεσθαι καὶ τὴν τῶν ὅλων διακόσμησιν κατα- μαθεῖν. οἱ δὲ τοσοῦτον ἄρα ἐδέησάν με τῆς παλαιᾶς ἐκείνης ἀγνοίας ἀπαλλάξαι, ὥστε καὶ εἰς μείζους ἀπορίας φέροντες ἐνέβαλον, ἀρχάς τινας καὶ τέλη καὶ ἀτόμους καὶ κενὰ καὶ ὕλας καὶ ἰδέας καὶ τὰ τοιαῦτα ὁσημέραι μου καταχέοντες. ὃ δὲ πάντων ἐμοὶ γοῦν ἐδόκει χαλεπώτατον, ὅτι μηδὲν ἅτερος θατέρῳ λέγοντες ἀκόλουθον ἀλλὰ μαχόμενα πάντα καὶ ὑπεναντία, ὅμως πείθεσθαί τέ με ἠξίουν καὶ πρὸς τὸν αὑτοῦ λόγον ἕκαστος ὑπάγειν ἐπειρῶντο. ΕΤΑΙΡΟΣ Ἄτοπον λέγεις, εἰ σοφοὶ ὄντες οἱ ἄνδρες ἐστα- σίαζον πρὸς αὑτοὺς περὶ τῶν λόγων καὶ οὐ τὰ αὐτὰ περὶ τῶν αὐτῶν ἐδόξαζον. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Καὶ μήν, ὦ ἑταῖρε, γελάσῃ ἀκούσας τήν τε ἀλαζονείαν αὐτῶν καὶ τὴν ἐν τοῖς λόγοις τερατουρ- γίαν, οἵ γε πρῶτα μὲν ἐπὶ γῆς βεβηκότες καὶ μηδὲν τῶν χαμαὶ ἐρχομένων ἡμῶν ὑπερέχοντες, ἀλλ᾽ οὐδὲ ὀξύτερον τοῦ πλησίον δεδορκότες, ἔνιοι δὲ καὶ ὑπὸ γήρως ἢ ἀργίας ἀμβλυώττοντες, ὅμως οὐρανοῦ τε πέρατα διορᾶν ἔφασκον καὶ τὸν ἥλιον περιεμέτρουν καὶ τοῖς ὑπὲρ τὴν σελήνην ἐπεβά- τευον καὶ ὥσπερ ἐκ τῶν ἀστέρων καταπεσόντες μεγέθη τε αὐτῶν διεξῄεσαν, καὶ πολλάκις, εἰ τύχοι, μηδὲ ὁπόσοι στάδιοι Μεγαρόθεν Ἀθήναζέ εἰσιν ἀκριβῶς ἐπιστάμενοι τὸ μεταξὺ τῆς σελήνης καὶ τοῦ ἡλίου χωρίον ὁπόσων εἴη πηχῶν τὸ μέγεθος ἐτόλμων λέγειν, ἀέρος τε ὕψη καὶ θαλάτ- της βάθη καὶ γῆς περιόδους ἀναμετροῦντες, ἔτι δὲ κύκλους καταγράφοντες καὶ τρίγωνα ἐπὶ τετραγώνοις διασχηματίζοντες καὶ σφαίρας τινὰς ποικίλας τὸν οὐρανὸν δῆθεν αὐτὸν ἐπιμετροῦντες. Ἔπειτα δὲ κἀκεῖνο πῶς οὐκ ἄγνωμον αὐτῶν καὶ παντελῶς τετυφωμένον τὸ περὶ τῶν οὕτως ἀδήλων λέγοντας μηδὲν ὡς εἰκάζοντας ἀποφαί- νεσθαι, ἀλλ᾽ ὑπερδιατείνεσθαί τε καὶ μηδεμίαν τοῖς ἄλλοις ὑπερβολὴν ἀπολιμπάνειν, μονονουχὶ διομνυμένους μύδρον μὲν εἶναι τὸν ἥλιον, κατοι- κεῖσθαι δὲ τὴν σελήνην, ὑδατοποτεῖν δὲ τοὺς ἀστέρας τοῦ ἡλίου καθάπερ ἱμονιᾷ τινι τὴν ἰκμάδα ἐκ τῆς θαλάττης ἀνασπῶντος καὶ ἅπασιν αὐτοῖς τὸ ποτὸν ἑξῆς διανέμοντος. Τὴν μὲν γὰρ ἐναντιότητα τῶν λόγων ὁπόση ῥᾴδιον καταμαθεῖν. καὶ σκόπει πρὸς Διός, εἰ ἐν γειτόνων ἐστὶ τὰ δόγματα καὶ μὴ πάμπολυ διεστηκότα· πρῶτα μὲν γὰρ αὐτοῖς ἡ περὶ τοῦ κόσμου γνώμη διάφορος, εἴ γε τοῖς μὲν ἀγέννητός τε καὶ ἀνώλεθρος εἶναι δοκεῖ, οἱ δὲ καὶ τὸν δημιουργὸν αὐτοῦ καὶ τῆς κατασκευῆς τὸν τρόπον εἰπεῖν ἐτόλμησαν· οὓς καὶ μάλιστα ἐθαύμαζον θεὸν μέν τινα τεχνίτην τῶν ὅλων ἐφιστάντας, οὐ προστιθέντας δὲ οὔτε ὅθεν ἥκων οὔτε ὅπου ἑστὼς ἕκαστα ἐτεκταίνετο, καίτοι πρό γε τῆς τοῦ παντὸς γενέσεως ἀδύνατον καὶ χρόνον καὶ τόπον ἐπινοεῖν. ΕΤΑΙΡΟΣ Μάλα τινάς, ὦ Μένιππε, τολμητὰς καὶ θαυμα- τοποιοὺς ἄνδρας λέγεις. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Τί δ᾽ εἰ ἀκούσειας, ὦ θαυμάσιε, περί τε ἰδεῶν καὶ ἀσωμάτων ἃ διεξέρχονται ἢ τοὺς περὶ τοῦ πέρατός τε καὶ ἀπείρου λόγους; καὶ γὰρ αὖ καὶ αὕτη νεανικὴ αὐτοῖς ἡ μάχη, τοῖς μὲν τέλει τὸ πᾶν περιγράφουσι, τοῖς δὲ ἀτελὲς τοῦτο εἶναι ὑπολαμβάνουσιν· οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ παμπόλλους τινὰς εἶναι τοὺς κόσμους ἀπεφαίνοντο καὶ τῶν ὡς περὶ ἑνὸς αὐτῶν διαλεγομένων κατεγίνωσκον. ἕτερος δέ τις οὐκ εἰρηνικὸς ἀνὴρ πόλεμον τῶν ὅλων πατέρα εἶναι ἐδόξαζε. Περὶ μὲν γὰρ τῶν θεῶν τί χρὴ καὶ λέγειν; ὅπου τοῖς μὲν ἀριθμός τις ὁ θεὸς ἦν, οἱ δὲ κατὰ χηνῶν καὶ κυνῶν καὶ πλατάνων ἐπώμνυντο. καὶ οἱ μὲν τοὺς ἄλλους ἅπαντας θεοὺς ἀπελάσαντες ἑνὶ μόνῳ τὴν τῶν ὅλων ἀρχὴν ἀπένεμον, ὥστε ἠρέμα καὶ ἄχθεσθαί με τοσαύτην ἀπορίαν θεῶν ἀκούοντα· οἱ δ᾽ ἔμπαλιν ἐπιδαψιλευόμενοι πολ- λούς τε αὐτοὺς ἀπέφαινον καὶ διελόμενοι τὸν μέν τινα πρῶτον θεὸν ἐπεκάλουν, τοῖς δὲ τὰ δεύτερα καὶ τρίτα ἔνεμον τῆς θειότητος· ἔτι δὲ οἱ μὲν ἀσώματόν τι καὶ ἄμορφον ἡγοῦντο εἶναι τὸ θεῖον, οἱ δὲ ὡς περὶ σώματος αὐτοῦ διενοοῦντο. εἶτα καὶ προνοεῖν τῶν καθ᾽ ἡμᾶς πραγμάτων οὐ πᾶσιν ἐδόκουν οἱ θεοί, ἀλλ᾽ ἦσάν τινες οἱ τῆς συμπάσης ἐπιμελείας αὐτοὺς ἀφιέντες, ὥσπερ ἡμεῖς εἰώθαμεν ἀπολύειν τῶν λειτουργιῶν τοὺς παρηβηκότας· οὐδὲν γὰρ ὅτι μὴ τοῖς κωμικοῖς δορυφορήμασιν ἐοικότας αὐτοὺς εἰσάγουσιν. ἔνιοι δὲ ταῦτα πάντα ὑπερβάντες οὐδὲ τὴν ἀρχὴν εἶναι θεούς τινας ἐπίστευον, ἀλλ᾽ ἀδέσποτον καὶ ἀνηγεμό- νευτον φέρεσθαι τὸν κόσμον ἀπελίμπανον. Τοιγάρτοι ταῦτα ἀκούων ἀπιστεῖν μὲν οὐκ ἐτόλμων ὑψιβρεμέταις τε καὶ ἠϋγενείοις ἀνδράσιν· οὐ μὴν εἶχόν γε ὅπη τῶν λόγων τραπόμενος ἀνεπίληπτόν τι αὐτῶν εὕροιμι καὶ ὑπὸ θατέρου μηδαμῆ περιτρεπόμενον. ὥστε δὴ τὸ Ὁμηρικὸν ἐκεῖνο ἀτεχνῶς ἔπασχον· πολλάκις μὲν γὰρ ἂν ὥρμησα πιστεύειν τινὶ αὐτῶν, ἕτερος δέ με θυμὸς ἔρυκεν. Ἐφ᾽ οἷς ἅπασιν ἀμηχανῶν ἐπὶ γῆς μὲν ἀκού- σεσθαί τι περὶ τούτων ἀληθὲς ἀπεγίνωσκον, μίαν δὲ τῆς συμπάσης ἀπορίας ἀπαλλαγὴν ᾤμην ἔσεσθαι, εἰ αὐτὸς πτερωθείς πως ἀνέλθοιμι εἰς τὸν οὐρανόν. τούτου δέ μοι παρεῖχε τὴν ἐλπίδα μάλιστα μὲν ἡ ἐπιθυμία __. καὶ ὁ λογοποιὸς Αἴσωπος ἀετοῖς καὶ κανθάροις, ἐνίοτε καὶ καμή- λοις βάσιμον ἀποφαίνων τὸν οὐρανόν. αὐτὸν μὲν οὖν πτεροφυῆσαί ποτε οὐδεμιᾷ μηχανῇ δυνατὸν εἶναί μοι κατεφαίνετο· εἰ δὲ γυπὸς ἢ ἀετοῦ περι- θείμην πτερά - ταῦτα γὰρ μόνα ἂν διαρκέσαι πρὸς μέγεθος ἀνθρωπίνου σώματος - τάχα ἄν μοι τὴν πεῖραν προχωρῆσαι. καὶ δὴ συλλαβὼν τὰ ὄρνεα θατέρου μὲν τὴν δεξιὰν πτέρυγα, τοῦ γυπὸς δὲ τὴν ἑτέραν ἀπέτεμον εὖ μάλα· εἶτα διαδήσας καὶ κατὰ τοὺς ὤμους τελαμῶσι καρτε- ροῖς ἁρμοσάμενος καὶ πρὸς ἄκροις τοῖς ὠκυπτέροις λαβάς τινας ταῖς χερσὶ παρασκευάσας ἐπειρώμην ἐμαυτοῦ τὸ πρῶτον ἀναπηδῶν καὶ ταῖς χερσὶν ὑπηρετῶν καὶ ὥσπερ οἱ χῆνες ἔτι χαμαιπετῶς ἐπαιρόμενος καὶ ἀκροβατῶν ἅμα μετὰ τῆς πτή- σεως· ἐπεὶ δὲ ὑπήκουέ μοι τὸ χρῆμα, τολμη- ρότερον ἤδη τῆς πείρας ἡπτόμην, καὶ ἀνελθὼν ἐπὶ τὴν ἀκρόπολιν ἀφῆκα ἐμαυτὸν κατὰ τοῦ κρημνοῦ φέρων ἐς αὐτὸ τὸ θέατρον. ὡς δὲ ἀκινδύνως κατεπτόμην, ἤδη καὶ μετέωρα ἐφρό- νουν καὶ ἄρας ἀπὸ Πάρνηθος ἢ ἀπὸ Ὑμηττοῦ μέχρι Γερανείας ἐπετόμην, εἶτ᾽ ἐκεῖθεν ἐπὶ τὸν Ἀκροκόρινθον ἄνω, εἶτα ὑπὲρ Φολόης καὶ Ἐρυ- μάνθου μέχρι πρὸς τὸ Ταΰγετον. Ἤδη δ᾽ οὖν μοι τοῦ τολμήματος ἐκμεμελετη- μένου τέλειός τε καὶ ὑψιπέτης γενόμενος οὐκέτι τὰ νεοττῶν ἐφρόνουν, ἀλλ᾽ ἐπὶ τὸν Ὄλυμπον ἀναβὰς καὶ ὡς ἐνῆν μάλιστα κούφως ἐπισιτισά- μενος τὸ λοιπὸν ἔτεινον εὐθὺ τοῦ οὐρανοῦ, τὸ μὲν πρῶτον ἰλιγγιῶν ὑπὸ τοῦ βάθους, μετὰ δὲ ἔφερον καὶ τοῦτο εὐμαρῶς. ἐπεὶ δὲ κατ᾽ αὐτὴν ἤδη τὴν σελήνην ἐγεγόνειν πάμπολυ τῶν νεφῶν ἀποσπά- σας, ᾐσθόμην κάμνοντος ἐμαυτοῦ, καὶ μάλιστα κατὰ τὴν ἀριστερὰν πτέρυγα τὴν γυπίνην. προς- ελάσας οὖν καὶ καθεζόμενος ἐπ᾽ αὐτῆς διανε- παυόμην ἐς τὴν γῆν ἄνωθεν ἀποβλέπων καὶ ὥσπερ ὁ τοῦ Ὁμήρου Ζεὺς ἐκεῖνος ἄρτι μὲν τὴν τῶν ἱπποπόλων Θρῃκῶν καθορώμενος, ἄρτι δὲ τὴν Μυσῶν, μετ᾽ ὀλίγον δέ, εἰ δόξειέ μοι, τὴν Ἑλλάδα, τὴν Περσίδα καὶ τὴν Ἰνδικήν. ἐξ ὧν ἁπάντων ποικίλης τινὸς ἡδονῆς ἐνεπιμπλάμην. ΕΤΑΙΡΟΣ Οὐκοῦν καὶ ταῦτα λέγοις ἄν, ὦ Μένιππε, ἵνα μηδὲ καθ᾽ ἓν ἀπολειπώμεθα τῆς ἀποδημίας, ἀλλ᾽ εἴ τί σοι καὶ ὁδοῦ πάρεργον ἱστόρηται, καὶ τοῦτο εἰδῶμεν· ὡς ἔγωγε οὐκ ὀλίγα προσδοκῶ ἀκού- σεσθαι σχήματός τε πέρι γῆς καὶ τῶν ἐπ᾽ αὐτῆς ἁπάντων, οἷά σοι ἄνωθεν ἐπισκοποῦντι κατεφαί- νετο. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Καὶ ὀρθῶς γε, ὦ ἑταῖρε, εἰκάζεις· διόπερ ὡς οἷόν τε ἀναβὰς ἐπὶ τὴν σελήνην τῷ λόγῳ συν- αποδήμει τε καὶ συνεπισκόπει τὴν ὅλην τῶν ἐπὶ γῆς διάθεσιν. καὶ πρῶτόν γέ μοι πάνυ μικρὰν δόκει τινὰ τὴν γῆν ὁρᾶν, πολὺ λέγω τῆς σελήνης βραχυτέραν, ὥστε ἐγὼ ἄφνω κατακύψας ἐπὶ πολὺ ἠπόρουν ποῦ εἴη τὰ τηλικαῦτα ὄρη καὶ ἡ τοσαύτη θάλαττα· καὶ εἴ γε μὴ τὸν Ῥοδίων κολοσσὸν ἐθεασάμην καὶ τὸν ἐπὶ τῇ Φάρῳ πύργον, εὖ ἴσθι, παντελῶς ἄν με ἡ γῆ διέλαθε. νῦν δὲ ταῦτα ὑψηλὰ ὄντα καὶ ὑπερανεστηκότα καὶ ὁ Ὠκεανὸς ἠρέμα πρὸς τὸν ἥλιον ὑποστίλβων διεσήμαινέ μοι γῆν εἶναι τὸ ὁρώμενον. ἐπεὶ δὲ ἅπαξ τὴν ὄψιν ἐς τὸ ἀτενὲς ἀπηρεισάμην, ἅπας ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος ἤδη κατεφαίνετο, οὐ κατὰ ἔθνη μόνον καὶ πόλεις, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ σαφῶς οἱ πλέοντες, οἱ πολεμοῦντες, οἱ γεωργοῦντες, οἱ δικαζόμενοι, τὰ γύναια, τὰ θηρία, καὶ πάνθ᾽ ἁπλῶς ὁπόσα τρέφει ζείδωρος ἄρουρα. ΕΤΑΙΡΟΣ Παντελῶς ἀπίθανα φὴς ταῦτα καὶ αὑτοῖς ὑπεναντία· ὃς γὰρ ἀρτίως, ὦ Μένιππε, τὴν γῆν ἐζήτεις ὑπὸ τοῦ μεταξὺ διαστήματος ἐς βραχὺ συνεσταλμένην, καὶ εἴ γε μὴ ὁ κολοσσὸς ἐμήνυσέ σοι, τάχα ἂν ἄλλο τι ᾠήθης ὁρᾶν, πῶς νῦν καθάπερ Λυγκεύς τις ἄφνω γενόμενος ἅπαντα διαγινώσκεις τὰ ἐπὶ γῆς, τοὺς ἀνθρώπους, τὰ θηρία, μικροῦ δεῖν τὰς τῶν ἐμπίδων νεοττιάς; ΜΕΝΙΠΠΟΣ Εὖ γε ὑπέμνησας· ὃ γὰρ μάλιστα ἐχρῆν εἰπεῖν, τοῦτο οὐκ οἶδ᾽ ὅπως παρέλιπον. ἐπεὶ γὰρ αὐτὴν μὲν ἐγνώρισα τὴν γῆν ἰδών, τὰ δ᾽ ἄλλα οὐχ οἷός τε ἦν καθορᾶν ὑπὸ τοῦ βάθους ἅτε τῆς ὄψεως μηκέτι ἐφικνουμένης, πάνυ μ᾽ ἠνία τὸ χρῆμα καὶ πολλὴν παρεῖχε τὴν ἀπορίαν. κατηφεῖ δὲ ὄντι μοι καὶ ὀλίγου δεῖν δεδακρυμένῳ ἐφίσταται κατ- όπιν ὁ σοφὸς Ἐμπεδοκλῆς, ἀνθρακίας τις ἰδεῖν καὶ σποδοῦ ἀνάπλεως καὶ κατωπτημένος· κἀγὼ μὲν ὡς εἶδον, - εἰρήσεται γάρ - ὑπεταράχθην καί τινα σεληναῖον δαίμονα ᾠήθην ὁρᾶν· ὁ δέ, Θάρρει, φησίν, ὦ Μένιππε, οὔτις τοι θεός εἰμι, τί μ᾽ ἀθανάτοισιν ἐΐσκεις; ὁ φυσικὸς οὗτός εἰμι Ἐμπεδοκλῆς· ἐπεὶ γὰρ ἐς τοὺς κρατῆρας ἐμαυτὸν φέρων ἐνέβαλον, ὁ καπνός με ἀπὸ τῆς Αἴτνης ἁρπάσας δεῦρο ἀνήγαγε, καὶ νῦν ἐν τῇ σελήνῃ κατοικῶ ἀεροβατῶν τὰ πολλὰ καὶ σιτοῦμαι δρόσον. ἥκω τοίνυν σε ἀπολύσων τῆς παρούσης ἀπορίας· ἀνιᾷ γάρ σε, οἶμαι, καὶ στρέφει τὸ μὴ σαφῶς τὰ ἐπὶ γῆς ὁρᾶν. Εὖ γε ἐποίησας, ἦν δ᾽ ἐγώ, βέλτιστε Ἐμπεδόκλεις, κἀπειδὰν τάχιστα κατάπτωμαι πάλιν ἐς τὴν Ἑλλάδα, μεμνήσομαι σπένδειν τέ σοι ἐπὶ τῆς καπνοδόκης κἀν ταῖς νουμηνίαις πρὸς τὴν σελήνην τρὶς ἐγχανὼν προσεύχεσθαι. Ἀλλὰ μὰ τὸν Ἐνδυμίωνα, ἦ δ᾽ ὅς, οὐχὶ τοῦ μισθοῦ χάριν ἀφῖγμαι, πέπονθα δέ τι τὴν ψυχὴν ἰδών σε λελυπημένον. ἀτὰρ οἶσθα ὅ τι δράσας ὀξυδερκὴς γενήσῃ; Μὰ Δί᾽, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἢν μὴ σύ μοι τὴν ἀχλύν πως ἀφέλῃς ἀπὸ τῶν ὀμμάτων· νῦν γὰρ δὴ λημᾶν οὐ μετρίως δοκῶ. Καὶ μὴν οὐδέν σε, ἦ δ᾽ ὅς, ἐμοῦ δεήσει· τὸ γὰρ ὀξυδερκὲς αὐτὸς ἤδη γῆθεν ἥκεις ἔχων. Τί οὖν τοῦτό ἐστιν; οὐ γὰρ οἶδ᾽, ἔφην. Οὐκ οἶσθα, ἦ δ᾽ ὅς, ἀετοῦ τὴν πτέρυγα τὴν δεξιὰν περικείμενος; Καὶ μάλα, ἦν δ᾽ ἐγώ· τί δ᾽ οὖν πτέρυγι καὶ ὀφθαλ- μῷ κοινόν ἐστιν; Ὅτι, ἦ δ᾽ ὅς, παρὰ πολὺ τῶν ἄλλων ζῴων ἀετός ἐστιν ὀξυωπέστατος, ὥστε μόνος ἀντίον δέδορκε τῷ ἡλίῳ, καὶ τοῦτό ἐστιν ὁ γνήσιος καὶ βασιλεὺς ἀετός, ἢν ἀσκαρδαμυκτὶ πρὸς τὰς ἀκτῖνας βλέπῃ. Φασὶ ταῦτα, ἦν δ᾽ ἐγώ, καί μοι ἤδη μεταμέλει ὅτι δεῦρο ἀνιὼν οὐχὶ τὼ ὀφθαλμὼ τοῦ ἀετοῦ ἐνεθέμην τοὺς ἐμοὺς ἐξελών· ὡς νῦν γε ἡμιτελὴς ἀφῖγμαι καὶ οὐ πάντα βασιλικῶς ἐνεσκευασμένος, ἀλλ᾽ ἔοικα τοῖς νόθοις ἐκείνοις καὶ ἀποκηρύκτοις. Καὶ μὴν πάρα σοί, ἦ δ᾽ ὅς, αὐτίκα μάλα τὸν ἕτερον ὀφθαλμὸν ἔχειν βασιλικόν· ἢν γὰρ ἐθελήσῃς μικρὸν ἀναστὰς ἐπισχὼν τοῦ γυπὸς τὴν πτέρυγα θατέρᾳ μόνῃ πτερύξασθαι, κατὰ λόγον τῆς πτέρυγος τὸν δεξιὸν ὀφθαλμὸν ὀξυδερκὴς ἔσῃ· τὸν δὲ ἕτερον οὐδεμία μηχανὴ μὴ οὐκ ἀμβλύτερον δεδορκέναι τῆς μερίδος ὄντα τῆς χείρονος. Ἅλις, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰ καὶ ὁ δεξιὸς μόνος ἀετῶδες βλέποι· οὐδὲν γὰρ ἂν ἔλαττον γένοιτο, ἐπεὶ καὶ τοὺς τέκτονας πολλάκις ἑωρακέναι μοι δοκῶ θατέρῳ τῶν ὀφθαλμῶν ἄμεινον πρὸς τοὺς κανόνας ἀπευθύνοντας τὰ ξύλα. Ταῦτα εἰπὼν ἐποίουν ἅμα τὰ ὑπὸ τοῦ Ἐμπεδο- κλέους παρηγγελμένα· ὁ δὲ κατ᾽ ὀλίγον ὑπαπιὼν ἐς καπνὸν ἠρέμα διελύετο. κἀπειδὴ τάχιστα ἐπτερυξάμην, αὐτίκα φῶς με πάμπολυ περι- έλαμψε καὶ τὰ τέως λανθάνοντα πάντα διεφαίνετο· κατακύψας γοῦν ἐς τὴν γῆν ἑώρων σαφῶς τὰς πόλεις, τοὺς ἀνθρώπους, τὰ γιγνόμενα, καὶ οὐ τὰ ἐν ὑπαίθρῳ μόνον, ἀλλὰ καὶ ὁπόσα οἴκοι ἔπρατ- τον οἰόμενοι λανθάνειν, Πτολεμαῖον μὲν συνόντα τῇ ἀδελφῇῇ, Λυσιμάχῳ δὲ τὸν υἱὸν ἐπιβουλεύοντα, τὸν Σελεύκου δὲ Ἀντίοχον Στρατονίκῃ διανεύοντα λάθρα τῇ μητρυιᾷ, τὸν δὲ Θετταλὸν Ἀλέξανδρον ὑπὸ τῆς γυναικὸς ἀναιρούμενον καὶ Ἀντίγονον μοιχεύοντα τοῦ υἱοῦ τὴν γυναῖκα καὶ Ἀττάλῳ τὸν υἱὸν ἐγχέοντα τὸ φάρμακον, ἑτέρωθι δ᾽ αὖ Ἀρσάκην φονεύοντα τὸ γύναιον καὶ τὸν εὐνοῦχον Ἀρβάκην ἕλκοντα τὸ ξίφος ἐπὶ τὸν Ἀρσάκην, Σπατῖνος δὲ ὁ Μῆδος ἐκ τοῦ συμποσίου πρὸς τῶν δορυφορούντων εἵλκετο ἔξω τοῦ ποδὸς σκύφῳ χρυσῷ τὴν ὀφρὺν κατηλοημένος. ὅμοια δὲ τούτοις ἔν τε Λιβύῃ καὶ παρὰ Σκύθαις καὶ Θρᾳξὶ γινόμενα ἐν τοῖς βασιλείοις ἦν ὁρᾶν, μοιχεύοντας, φονεύοντας, ἐπιβουλεύοντας, ἁρπάζοντας, ἐπι- ορκοῦντας, δεδιότας, ὑπὸ τῶν οἰκειοτάτων προδιδο- μένους. Καὶ τὰ μὲν τῶν βασιλέων τοιαύτην παρέσχε μοι τὴν διατριβήν, τὰ δὲ τῶν ἰδιωτῶν πολὺ γε- λοιότερα· καὶ γὰρ αὖ κἀκείνους ἑώρων, Ἑρμό- δωρον μὲν τὸν Ἐπικούρειον χιλίων ἕνεκα δραχμῶν ἐπιορκοῦντα, τὸν Στωϊκὸν δὲ Ἀγαθοκλέα περὶ μισθοῦ τῷ μαθητῇ δικαζόμενον, Κλεινίαν δὲ τὸν ῥήτορα ἐκ τοῦ Ἀσκληπιείου φιάλην ὑφαιρούμενον, τὸν δὲ Κυνικὸν Ἡρόφιλον ἐν τῷ χαμαιτυπείῳ καθεύδοντα. τί γὰρ ἂν τοὺς ἄλλους λέγοιμι, τοὺς τοιχωρυχοῦντας, τοὺς δεκαζομένους, τοὺς δανεί- ζοντας, τοὺς ἐπαιτοῦντας; ὅλως γὰρ ποικίλη καὶ παντοδαπή τις ἦν ἡ θέα. ΕΤΑΙΡΟΣ Καὶ μὴν καὶ ταῦτα, ὦ Μένιππε, καλῶς εἶχε λέγειν· ἔοικε γὰρ οὐ τὴν τυχοῦσαν τερπωλήν σοι παρεσχῆσθαι. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Πάντα μὲν ἑξῆς διελθεῖν, ὦ φιλότης, ἀδύνατον, ὅπου γε καὶ ὁρᾶν αὐτὰ ἔργον ἦν· τὰ μέντοι κεφά- λαια τῶν πραγμάτων τοιαῦτα ἐφαίνετο οἷά φησιν Ὅμηρος τὰ ἐπὶ τῆς ἀσπίδος· οὗ μὲν γὰρ ἦσαν εἰλαπίναι καὶ γάμοι, ἑτέρωθι δὲ δικαστήρια καὶ ἐκκλησίαι, καθ᾽ ἕτερον δὲ μέρος ἔθυέ τις, ἐν γειτόνων δὲ πενθῶν ἄλλος ἐφαίνετο· καὶ ὅτε μὲν ἐς τὴν Γετικὴν ἀποβλέψαιμι, πολεμοῦντας ἂν ἑώρων τοὺς Γέτας· ὅτε δὲ μεταβαίην ἐπὶ τοὺς Σκύθας, πλανωμένους ἐπὶ τῶν ἁμαξῶν ἦν ἰδεῖν· μικρὸν δὲ ἐγκλίνας τὸν ὀφθαλμὸν ἐπὶ θάτερα τοὺς Αἰγυπτίους γεωργοῦντας ἐπέβλεπον, καὶ ὁ Φοῖνιξ ἐνεπορεύετο καὶ ὁ Κίλιξ ἐλῄστευεν καὶ ὁ Λάκων ἐμαστιγοῦτο καὶ ὁ Ἀθηναῖος ἐδικάζετο. ἁπάντων δὲ τούτων ὑπὸ τὸν αὐτὸν γινομένων χρόνον ὥρα σοι ἤδη ἐπινοεῖν ὁποῖός τις ὁ κυκεὼν οὗτος ἐφαίνετο. ὥσπερ ἂν εἴ τις παραστησάμενος πολλοὺς χορευτάς, μᾶλλον δὲ πολλοὺς χορούς, ἔπειτα προστάξειε τῶν ᾀδόν- των ἑκάστῳ τὴν συνῳδίαν ἀφέντα ἴδιον ᾄδειν μέλος, φιλοτιμουμένου δὲ ἑκάστου καὶ τὸ ἴδιον περαίνοντος καὶ τὸν πλησίον ὑπερβαλέσθαι τῇ μεγαλοφωνίᾳ προθυμουμένου - ἆρα ἐνθυμῇ πρὸς Διὸς οἵα γένοιτ᾽ ἂν ἡ ᾠδή; ΕΤΑΙΡΟΣ Παντάπασιν, ὦ Μένιππε, παγγέλοιος καὶ τεταραγμένη. ΜΕΝΙΠΠΟΣ Καὶ μήν, ὦ ἑταῖρε, τοιοῦτοι πάντες εἰσὶν οἱ ἐπὶ γῆς χορευταὶ κἀκ τοιαύτης ἀναρμοστίας ὁ τῶν ἀνθρώπων βίος συντέτακται, οὐ μόνον ἀπῳδὰ φθεγγομένων, ἀλλὰ καὶ ἀνομοίων τὰ σχήματα καὶ τἀναντία κινουμένων καὶ ταὐτὸν οὐδὲν ἐπινοούν- των, ἄχρι ἂν αὐτῶν ἕκαστον ὁ χορηγὸς ἀπελάσῃ τῆς σκηνῆς οὐκέτι δεῖσθαι λέγων· τοὐντεῦθεν δὲ ὅμοιοι πάντες ἤδη σιωπῶντες, οὐκέτι τὴν συμμιγῆ καὶ ἄτακτον ἐκείνην ᾠδὴν ἀπᾴδοντες. ἀλλ᾽ ἐν αὐτῷ γε ποικίλῳ καὶ πολυειδεῖ τῷ θεάτρῳ πάντα μὲν γελοῖα δήπουθεν ἦν τὰ γινόμενα. Μάλιστα δὲ ἐπ᾽ ἐκείνοις ἐπῄει μοι γελᾶν τοῖς περὶ γῆς ὅρων ἐρίζουσι καὶ τοῖς μέγα φρονοῦσιν ἐπὶ τῷ τὸ Σικυώνιον πεδίον γεωργεῖν ἢ Μαρα- θῶνος ἔχειν τὰ περὶ τὴν Οἰνόην ἢ Ἀχαρνῆσι πλέθρα κεκτῆσθαι χίλια· τῆς γοῦν Ἑλλάδος ὅλης ὡς τότε μοι ἄνωθεν ἐφαίνετο δακτύλων οὔσης τὸ μέγεθος τεττάρων, κατὰ λόγον, οἶμαι, ἡ Ἀττικὴ πολλοστημόριον ἦν. ὥστε ἐνενόουν ἐφ᾽ ὁπόσῳ τοῖς πλουσίοις τούτοις μέγα φρονεῖν κατελείπετο· σχεδὸν γὰρ ὁ πολυπλεθρότατος αὐτῶν μίαν τῶν Ἐπικουρείων ἀτόμων ἐδόκει μοι γεωργεῖν. ἀπο- βλέψας δὲ δὴ καὶ ἐς τὴν Πελοπόννησον, εἶτα τὴν Κυνουρίαν γῆν ἰδὼν ἀνεμνήσθην περὶ ὅσου χωρίου, κατ᾽ οὐδὲν Αἰγυπτίου φακοῦ πλατυτέρου, τοσοῦτοι ἔπεσον Ἀργείων καὶ Λακεδαιμονίων μιᾶς ἡμέρας. καὶ μὴν εἴ τινα ἴδοιμι ἐπὶ χρυσῷ μέγα φρονοῦντα, ὅτι δακτυλίους τε εἶχεν ὀκτὼ καὶ φιάλας τέτταρας, πάνυ καὶ ἐπὶ τούτῳ ἂν ἐγέλων· τὸ γὰρ Πάγγαιον ὅλον αὐτοῖς μετάλλοις κεγχριαῖον ἦν τὸ μέγεθος. ΕΤΑΙΡΟΣ Ὦ μακάριε Μένιππε τῆς παραδόξου θέας. αἱ δὲ δὴ πόλεις πρὸς Διὸς καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοὶ πηλίκοι διεφαίνοντο ἄνωθεν; ΜΕΝΙΠΠΟΣ Οἶμαί σε πολλάκις ἤδη μυρμήκων ἀγορὰν ἑωρακέναι, τοὺς μὲν εἰλουμένους περὶ τὸ στόμα τοῦ φωλεοῦ κἀν τῷ μέσῳ πολιτευομένους, ἐνίους δ᾽ ἐξιόντας, ἑτέρους δὲ ἐπανιόντας αὖθις εἰς τὴν πόλιν· καὶ ὁ μέν τις τὴν κόπρον ἐκφέρει, ὁ δὲ ἁρπάσας ποθὲν ἢ κυάμου λέπος ἢ πυροῦ ἡμίτομον θεῖ φέρων. εἰκὸς δὲ εἶναι παρ᾽ αὐτοῖς κατὰ λόγον τοῦ μυρμήκων βίου καὶ οἰκοδόμους τινὰς καὶ δημαγωγοὺς καὶ πρυτάνεις καὶ μουσικοὺς καὶ φιλοσόφους. πλὴν αἵ γε πόλεις αὐτοῖς ἀνδράσι ταῖς μυρμηκιαῖς μάλιστα ἐῴκεσαν. εἰ δέ σοι μικρὸν δοκεῖ τὸ παράδειγμα, τὸ ἀνθρώπους εἰκάσαι τῇ μυρμήκων πολιτείᾳ, τοὺς παλαιοὺς μύθους ἐπίσκεψαι τῶν Θετταλῶν· εὑρήσεις γὰρ τοὺς Μυρμιδόνας, τὸ μαχιμώτατον φῦλον, ἐκ μυρμήκων ἄνδρας γεγονότας. Ἐπειδὴ δ᾽ οὖν πάντα ἱκανῶς ἑώρατο καὶ κατεγεγέλαστό μοι, διασείσας ἐμαυτὸν ἀνεπτόμην δώματ᾽ ἐς αἰγιόχοιο Διὸς μετὰ δαίμονας ἄλλους. οὔπω στάδιον ἀνεληλύθειν καὶ ἡ Σελήνη γυναι- κείαν φωνὴν προϊεμένη, Μένιππε, φησίν, οὕτως ὄναιο, διακόνησαί μοί τι πρὸς τὸν Δία. Λέγοις ἄν, ἦν δ᾽ ἐγώ· βαρὺ γὰρ οὐδέν, ἢν μή τι φέρειν δέῃ. Πρεσβείαν, ἔφη, τινὰ οὐ χαλεπὴν καὶ δέησιν ἀπένεγκε παρ᾽ ἐμοῦ τῷ Διί· ἀπείρηκα γὰρ ἤδη, Μένιππε, πολλὰ καὶ δεινὰ παρὰ τῶν φιλοσόφων ἀκούουσα, οἷς οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἔργον ἢ τἀμὰ πολυπραγμονεῖν, τίς εἰμι καὶ πηλίκη, καὶ δι᾽ ἥντινα αἰτίαν διχότομος ἢ ἀμφίκυρτος γίγνομαι. καὶ οἱ μὲν κατοικεῖσθαί μέ φασιν, οἱ δὲ κατόπτρου δίκην ἐπικρέμασθαι τῇ θαλάττῃ, οἱ δὲ ὅ τι ἂν ἕκαστος ἐπινοήσῃ τοῦτό μοι προσάπτουσι. τὰ τελευταῖα δὲ καὶ τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον εἶναί μοί φασιν ἄνωθεν ἧκον παρὰ τοῦ Ἡλίου, καὶ οὐ παύονται καὶ πρὸς τοῦτόν με ἀδελφὸν ὄντα συγκροῦσαι καὶ στασιάσαι προαιρούμενοι· οὐ γὰρ ἱκανὰ ἦν αὐτοῖς ἃ περὶ αὐτοῦ εἰρήκασι τοῦ Ἡλίου, λίθον αὐτὸν εἶναι καὶ μύδρον διάπυρον. Καίτοι πόσα ἐγὼ συνεπίσταμαι αὐτοῖς ἃ πράτ- τουσι τῶν νυκτῶν αἰσχρὰ καὶ κατάπτυστα οἱ μεθ᾽ ἡμέραν σκυθρωποὶ καὶ ἀνδρώδεις τὸ βλέμμα καὶ τὸ σχῆμα σεμνοὶ καὶ ὑπὸ τῶν ἰδιωτῶν ἀποβλεπόμενοι; κἀγὼ μὲν ταῦτα ὁρῶσα ὅμως σιωπῶ· οὐ γὰρ ἡγοῦμαι πρέπειν ἀποκαλύψαι καὶ διαφωτίσαι τὰς νυκτερινὰς ἐκείνας διατριβὰς καὶ τὸν ὑπὸ σκηνῆς ἑκάστου βίον, ἀλλὰ κἄν τινα ἴδω αὐτῶν μοιχεύοντα ἢ κλέπτοντα ἢ ἄλλο τι τολμῶντα νυκτερινώτατον, εὐθὺς ἐπισπασα- μένη τὸ νέφος ἐνεκαλυψάμην, ἵνα μὴ δείξω τοῖς πολλοῖς γέροντας ἄνδρας βαθεῖ πώγωνι καὶ ἀρετῇ ἐνασχημονοῦντας. οἱ δὲ οὐδὲν ἀνιᾶσι δια- σπαράττοντές με τῷ λόγῳ καὶ πάντα τρόπον ὑβρίζοντες, ὥστε νὴ τὴν Νύκτα πολλάκις ἐβου- λευσάμην μετοικῆσαι ὅτι πορρωτάτω, ἵν᾽ αὐτῶν τὴν περίεργον ἂν γλῶτταν διέφυγον. Μέμνησο οὖν ταῦτά τε ἀπαγγεῖλαι τῷ Διὶ καὶ προσθεῖναι δ᾽ ὅτι μὴ δυνατόν ἐστί μοι κατὰ χώραν μένειν, ἢν μὴ τοὺς φυσικοὺς ἐκεῖνος ἐπιτρίψῃ καὶ τοὺς διαλεκτικοὺς ἐπιστομίσῃ καὶ τὴν Στοὰν κατασκάψῃ καὶ τὴν Ἀκαδημίαν καταφλέξῃ καὶ παύσῃ τὰς ἐν τοῖς περιπάτοις διατριβάς· οὕτω γὰρ ἂν εἰρήνην ἀγάγοιμι καὶ παυσαίμην ὁσημέραι παρ᾽ αὐτῶν γεωμετρουμένη. Ἔσται ταῦτα, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ἅμα πρὸς τὸ ἄναντες ἔτεινον τὴν ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ᾽ ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα· μετ᾽ ὀλίγον γὰρ καὶ ἡ σελήνη βραχεῖά μοι καθεω- ρᾶτο καὶ τὴν γῆν ἤδη ἀπέκρυπτον. Λαβὼν δὲ τὸν ἥλιον ἐν δεξιᾷ διὰ τῶν ἀστέρων πετόμενος τριταῖος ἐπλησίασα τῷ οὐρανῷ, καὶ τὸ μὲν πρῶτον ἐδόκει μοι ὡς εἶχον εὐθὺς εἴσω παριέναι· ῥᾳδίως γὰρ ᾤμην διαλαθεῖν ἅτε ἐξ ἡμισείας ὢν ἀετός, τὸν δὲ ἀετὸν ἠπιστάμην ἐκ παλαιοῦ συνήθη τῷ Διί· ὕστερον δὲ ἐλογισάμην ὡς τάχιστα καταφωράσουσί με γυπὸς τὴν ἑτέραν πτέρυγα περικείμενον. ἄριστον γοῦν κρίνας τὸ μὴ παρακινδυνεύειν ἔκοπτον προσελθὼν τὴν θύραν. ὑπακούσας δὲ ὁ Ἑρμῆς καὶ τοὔνομα ἐκπυθόμενος ἀπῄει κατὰ σπουδὴν φράσων τῷ Διί, καὶ μετ᾽ ὀλίγον εἰσεκλήθην πάνυ δεδιὼς καὶ τρέμων, καταλαμβάνω τε πάντας ἅμα συγκαθη- μένους οὐδὲ αὐτοὺς ἀφρόντιδας· ὑπετάραττε γὰρ ἡσυχῇ τὸ παράδοξον μου τῆς ἐπιδημίας, καὶ ὅσον οὐδέπω πάντας ἀνθρώπους ἀφίξεσθαι προσεδόκων τὸν αὐτὸν τρόπον ἐπτερωμένους. ὁ δὲ Ζεὺς μάλα φοβερῶς, δριμύ τε καὶ τιτανῶδες εἰς ἐμὲ ἀπιδών, φησί Τίς πόθεν εἶς ἀνδρῶν, πόθι
  5. Ικαρομένιππος ή Υπερνέφελος, Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, 120 - μεταξύ 180 και 192 μχ Μετάφρασις Ιωάννη Κονδυλάκη ΜΕΝΙΠΠΟΣ. Λοιπόν από της γης μέχρι της σελήνης, όπου έκαμα τον πρώτον σταθμόν, είνε τρεις χιλιάδες στάδια• από την σελήνην έως εις τον ήλιον πεντακόσιοι περίπου παρασάγγαι• και απ' εκεί έως εις τον ουρανόν και την ακρόπολιν του Διός το διάστημα δι' ένα ευκίνητον αετόν θα είνε μιας ημέρας. ΦΙΛΟΣ. Δι' όνομα των Χαρίτων, Μένιππε, τι σημαίνουν αυτοί οι αστρονομικοί υπολογισμοί και τι μετράς μόνος σου; Διότι προ πολλού σε παρακολουθώ να διατρέχης ηλίους και σελήνας και να μετράς σταθμούς και παρασάγγας ατελειώτους. ΜΕΝ. Μη εκπλήττεσαι, φίλε μου, διότι ασχολούμαι με αυτά τα μετεωρολογικά και ουράνια• λογαριάζω το διάστημα του ταξειδίου το οποίον έκαμα προ ολίγου. ΦΙΛ. Και όπως οι Φοίνικες, υπελόγιζες τον δρόμον σου από την κίνησιν των άστρων; ΜΕΝ. Όχι, αλλ' εις αυτά τα άστρα εταξείδευσα. ΦΙΛ. Διάβολε, πολύ μακρόν όνειρον θα είδες, αφού ελησμόνησες και εκοιμήθης ολοκλήρους παρασάγγας. ΜΕΝ. Σου φαίνεται ότι διηγούμαι όνειρον, ενώ εγώ προ ολίγου ήλθα από τα ανάκτορα του Διός. ΦΙΛ. Πώς είπες; Συ ο Μένιππος μας έπεσες από τον ουρανόν; ΜΕΝ. Βέβαια εγώ έρχομαι σήμερον από εκείνον τον μέγαν Δία, αφού ήκουσα και είδα θαυμάσια πράγματα. Αν δεν με πιστεύης, και η απιστία σου με κάνει να χαίρω έτι περισσότερον, διότι σημαίνει ότι η ευτυχία μου είνε τόσον μεγάλη, ώστε καταντά απίστευτος. ΦΙΛ. Και πώς είνε δυνατόν, Θείε και ολύμπιε Μένιππε, εγώ, ο οποίος εγεννήθηκα από ανθρώπους και ζω επί της γης, να δυσπιστήσω προς άνδρα υπερνέφελον και, διά να είπω ως ο Όμηρος, ένα εκ των ουρανιώνων; Αλλ' αν θέλης, εξήγησέ μου κατά ποίον τρόπον ανέβης εκεί επάνω και πού ευρήκες σκάλαν τόσο μεγάλην. Διότι κατά την όψιν δεν ομοιάζεις πολύ μ' εκείνον τον νεαρόν Φρύγα, ώστε να υποθέσω ότι και σένα ανήρπασε μεταμορφωθείς εις αετόν ο Ζευς διά να του χρησιμεύης ως οινοχόος. ΜΕΝ. Ότι με εμπαίζεις το καταλαμβάνω και δεν απορώ εάν η παράδοξος ιστορία μου σου φαίνεται ως μύθος. Μάθε όμως ότι ούτε κλίμακα εχρειάσθηκα διά την ανάβασιν, ούτε εξ έρωτος με ανήρπασεν αετός. Είχα δικά μου πτερά. ΦΙΛ. Τούτο υπερβαίνει και όσα διηγούνται περί Δαιδάλου, αφού εκτός των άλλων και χωρίς να το φανταζώμεθα μας έγινες από άνθρωπος γεράκι ή καρακάξα. ΜΕΝ. Σωστά το εμάντευσες, φίλε μου, διότι και εγώ εμηχανεύθηκα το πτέρωμα εκείνο του Δαιδάλου. ΦΙΛ. Και δεν εφοβήθης, τολμηρότατε των ανθρώπων όλων, μήπως καταπέσης κάπου εις την θάλασσαν και γίνης αφορμή ν' αποκτήσωμεν και Μενίππειον πέλαγος, όπως το Ικάριον; ΜΕΝ. Καθόλου• ο Ίκαρος είχε τα πτερά κολλημένα με κερί, επομένως δεν εβράδυνε να τα λυώση ο ήλιος και ούτω εμάδησε και κατέπεσε. Αι δικαί μου όμως αι πτέρυγες δεν ήσαν από κερί. ΦΙΛ. Τι λες; Αρχίζω σιγά σιγά να πιστεύω αυτά τα οποία διηγείσαι. ΜΕΝ. Άκουσε τι έκαμα• συνέλαβα ένα μεγάλον αετόν και ένα γύπα από τους πλέον δυνατούς και τους έκοψα τα πτερά ομού με τους ώμους.... αλλά μάλλον πρέπει να σου διηγηθώ πώς μου ήλθεν εξ αρχής η ιδέα, αν έχης καιρόν να με ακούσης. ΦΙΛ. Ευχαρίστως, αφού από τώρα είμαι μετέωρος και κρέμομαι από τα χείλη σου και ανυπομόνως περιμένω το τέλος της διηγήσεως. Μάλιστα σε παρακαλώ να μη με αφήσης κρεμάμενον από τ' αυτιά εις το μέσον της διηγήσεως. ΜΕΝ. Άκουσε λοιπόν, διότι δεν είνε ευγενές ν' αφήση κανείς ένα φίλον του με το στόμα ανοικτόν και μάλιστα, όπως συ λέγεις, κρεμάμενον από τ' αυτιά. Εγώ εξετάζων τα πράγματα του κόσμου δεν εβράδυνα να εύρω γελοία και ευτελή και αβέβαια όλα τα ανθρώπινα, δηλαδή τα πλούτη, τας εξουσίας και τας βασιλείας• και περιφρονήσας αυτά, έκρινα ότι η περί τούτων ασχολία γίνεται εμπόδιον εις την μελέτην των αληθώς σπουδαίων ζητημάτων κ' επροσπαθούσα να ανυψώσω την σκέψιν μου και να την στρέψω προς το σύμπαν. Αλλ' εδώ έπεσα εις μεγάλην απορίαν• εν πρώτοις δεν ηδυνάμην να εννοήσω πώς έγινεν ο λεγόμενος υπό των σοφών κόσμος• ούτε τον δημιουργόν του ημπορούσα να εύρω, ούτε την αρχήν και τον σκοπόν του. Έπειτα όταν εξήταζα τα καθέκαστα εις έτι μεγαλειτέραν απορίαν έπεφτα• έβλεπα με απορίαν τα άστρα όπως είνε σκορπισμένα εις τον ουρανόν και απόθουν να μάθω τι πράγμα να είνε ο ήλιος• προπάντων δε παράδοξος και αλλόκοτος μου εφαίνετο η σελήνη και εσκεπτόμην ότι αι μεταβολαί των σχημάτων της θα είχαν μυστηριώδη τινά αιτίαν. Αλλά και η ταχεία αστραπή και η κρατούσα βροντή και η βροχή, η χιών και η χάλαζα, η οποία πίπτει με τόσην ορμήν, δεν μου εφαίνοντο ολιγώτερον προβληματικά και σκοτεινά. Ενόμισα λοιπόν ότι το καλλίτερον το οποίον είχα να κάμω ήτο ν' αποταθώ εις τους φιλοσόφους και ζητήσω παρ' αυτών την λύσιν των αποριών μου• διότι τους εφανταζόμην ότι είνε κάτοχοι πάσης αληθείας. Εδιάλεξα τους σοφωτέρους εξ αυτών, ως ηδύνατο κανείς να συμπεράνη από την σκυθρωπότητα και την ωχρότητα του προσώπου και από το μέγεθος της γενειάδος των. Και τωόντι αμέσως μου έκαμαν την εντύπωσιν ανθρώπων οι οποίοι λέγουν υψηλά πράγματα και γνωρίζουν τα θαυμάσια του ουρανού. Εις τούτους παρεδόθην με την υπόσχεσιν μεγάλου ποσού χρημάτων, των οποίων μέρος μεν κατέβαλα αμέσως, μέρος δε θα έδιδα όταν θ' απέκτων την όλην σοφίαν, και εζήτησα να με κάμουν αστρονόμον και να με διδάξουν την τάξιν του σύμπαντος. Αλλ' αυτοί όχι μόνον δεν με απήλλαξαν από την παλαιάν άγνοιαν, αλλά και εις μεγαλειτέρας αμφιβολίας μ' έρριψαν με τας αρχάς, τα τέλη, τας ατόμους, τα κενά, τας ύλας και ιδέας και άλλα τοιαύτα κολοκύθια, τα οποία μου έρριπταν κατά κεφαλής. Αλλ' εκείνο προ πάντων το οποίον με εθύμωνεν ήτο ότι εις όσα έλεγαν δεν συνεφώνουν μεταξύ των, αλλ' αι γνώμαι των αντεμάχοντο και ήσαν εντελώς αντίθετοι• και όμως απήτουν να πεισθώ εις όσα έλεγαν και έκαστος ήθελε να μ' ελκύση προς την γνώμην του. ΦΙΛ. Παράδοξον αυτό• άνθρωποι σοφοί να μη συμφωνούν περί των μεγάλων αληθειών και να έχουν περί αυτών διαφόρους γνώμας. ΜΕΝ. Θα γελάσης πολύ, φίλε μου, όταν ακούσης ποίαν αλαζονείαν έχουν και πόσην αγυρτείαν εις όσα λέγουν. Ενώ έζησαν πάντοτε επί της γης και ουδόλως υπερέχουν ημάς τους άλλους οι οποίοι βαδίζομεν εδώ κάτω, αλλ' ούτε η όρασίς των είνε οξυτέρα και μερικοί μάλιστα από γήρας και οκνηρίαν δεν καλοβλέπουν, όμως έλεγαν ότι βλέπουν τα πέρατα του ουρανού, εμετρούσαν το μέγεθος και την απόστασιν του ηλίου, έφθαναν εις τα διαστήματα τα υπεράνω της σελήνης και ως να έπεσαν από τα άστρα ωμίλουν διά τα μεγέθη και τα σχήματά των. Ενώ δε πολλάκις δεν είνε εις θέσιν να ειπούν ακριβώς πόσα στάδια είνε από τα Μέγαρα μέχρι των Αθηνών, ετόλμων να λέγουν πόσων πήχεων είνε η απόστασις μεταξύ σελήνης και ηλίου και υπελόγιζον της ατμοσφαίρας τα ύψη και της θαλάσσης τα βάθη και τας περιόδους της γης ανεμέτρουν. Προσέτι έγραφαν κύκλους και εσχημάτιζον τρίγωνα επί τετραγώνων και σφαίρας διαφόρους με τα οποία δήθεν καταμετρούν τον ουρανόν. Έπειτα δε πώς να μη τους θεωρώ ανοήτους και τυφλωμένους από αλαζονείαν όταν περί πραγμάτων τόσων σκοτεινών δεν ομιλούν με υποθέσεις, αλλ' ισχυρογνωμούν και αποκρούουν με θυμόν πάσαν άλλην γνώμην και σχεδόν με όρκον υποστηρίζουν ότι ο ήλιος είνε σίδηρος πεπυρακτωμένος, ότι η σελήνη κατοικείται, ότι τα άστρα πίνουν υδρατμούς, τους οποίους ο ήλιος ως διά κάδου ανασύρει εκ της θαλάσσης και τους μοιράζει εξ ίσου εις αυτά. Αλλ' η αντιγνωμία των ευκόλως γίνεται αντιληπτή. Σκέψου προς θεού αν δύνανται να συμβιβασθώσι τα δόγματά των και αν δεν είνε εντελώς αντίθετα• εν πρώτοις αι γνώμαι των περί του κόσμου είνε αντιφατικαί• οι μεν λέγουν ότι ο κόσμος είνε αγέννητος και ανώλεθρος• {84} οι δε ετόλμησαν να είπουν και ποίος τον εδημιούργησε και κατά ποίον τρόπον κατεσκευάσθη. Εκείνο δε το οποίον προ πάντων μου εφαίνετο παράδοξον και ακατανόητον είνε ότι, ενώ ωμίλουν περί ενός δημιουργού του παντός, δεν εξήγουν ούτε πόθεν ήλθεν ούτος, ούτε που εστέκετο και κατεσκεύαζε τα καθέκαστα, αφού προ της γενέσεως του παντός αδύνατον να εννοηθή χρόνος και τόπος. ΦΙΛ. Φαίνεται, Μένιππε, ότι είνε πολύ τολμηροί εις τα τερατολογήματα αυτοί οι σοφοί. ΜΕΝ. Και τι θα έλεγες εάν ήκουες τι λέγουν περί ιδεών και ασωμάτων {85} ή περί του πέρατος και του απείρου; διότι και αυτή είνε μία από τας ζωηροτέρας φιλονεικίας των, καθότι οι μεν περιορίζουσι το παν διά τέλους, οι δε φρονούν ότι δεν έχει τέλος. Αλλά και ότι οι κόσμοι είνε πολυάριθμοι {86} υπεστηρίζετο υπό τινων εξ αυτών, οίτινες κατηγόρουν τους άλλους τους διδάσκοντας ότι ο κόσμος είνε ένας. Κάποιος δε άλλος {87} άνθρωπος όχι ειρηνικός έλεγεν ότι ο πόλεμος είνε πατήρ των όλων. Και πού να σου λέγω τας ιδέας τας οποίας έχουν περί των θεών; Κατά τους μεν ο θεός ήτο αριθμός,{88} άλλοι δε ωρκίζοντο εις τους σκύλους, τας χήνας και τους πλατάνους.{89} Τινές καθαιρέσαντες όλους τους θεούς έδωκαν όλην την εξουσίαν του σύμπαντος εις ένα και μόνον, ώστε ήρχιζα και να στενοχωρούμαι από έλλειψιν θεών• άλλοι εξ εναντίας πλέον γενναιόδωροι τους ήθελαν πολλούς, τους διήρουν δε εις τάξεις και απεκάλουν ένα πρώτον θεόν, τους δε άλλους κατέτασσον εις δευτέραν και τρίτην τάξιν θεότητος. {90} Προσέτι οι μεν εθεώρουν το θείον κάτι τι ασώματον και άμορφον, οι δε το εφαντάζοντο με σώμα. {91} Έπειτα δεν ήσαν όλοι της γνώμης ότι οι θεοί προνοούν διά τα εδώ πράγματα, αλλ' υπήρχον μερικοί οίτινες τους εστέρουν την όλην φροντίδα περί του κόσμου, όπως ημείς απολύομεν από τας δημοσίας υπηρεσίας τους φθάνοντας εις βαθύ γήρας ούτω δε τους παρουσιάζομεν ομοίους περίπου προς τα βωβά πρόσωπα της σκηνής. Μερικοί επροχώρουν ακόμη περισσότερον και ουδόλως επίστευον εις την ύπαρξιν θεών, αλλ' άφηνον τον κόσμον να γυρίζη αδέσποτος και ακυβέρνητος. {92} Εγώ δε ακούων αυτά δεν ετόλμων να δείξω απιστίαν προς σοφούς τόσον μεγαλοφώνους και με τόσον σεβασμίας γενειάδας. Και μου συνέβαινεν ακριβώς εκείνο το οποίον λέγει ο Όμηρος• πολλάκις δηλαδή έκλινα να πιστεύσω προς ένα εξ αυτών. έτερος δε με θυμός έρυκεν. {93} Ευρεθείς εις τοιαύτην απορίαν απηλπίσθην ότι θα μου ήτο δυνατόν επί της γης ν' ακούσω τίποτε αληθές περί των ζητημάτων τούτων και τότε εσκέφθην ότι διά μιας θα εύρισκα την λύσιν όλων των αποριών μου, εάν υπήρχε τρόπος ν'αποκτήσω πτερά και ν' ανέβω εις τον ουρανόν. Την ελπίδα δε ότι θα το επετύγχανα μου έδιδε κυρίως μεν ο πόθος μου, αλλά και ο μυθοποιός Αίσωπος, όστις παριστά τους αετούς και τους κανθάρους, ενίοτε δε και τας καμήλους {94} ότι δύνανται να φθάνουν εις τον ουρανόν. Ν' αποκτήσω όμως πτερά δικά μου δεν έβλεπα να υπήρχε κανείς τρόπος• αλλ' εάν προσήρμοζα επάνω μου πτερά γυπός ή αετού διότι μόνον αυτά δύνανται ν' ανθέξουν εις το βάρος του ανθρωπίνου σώματος ίσως το πείραμά μου θα επετύγχανε. Συνέλαβα λοιπόν τα όρνεα και έκοψα σύρριζα του μεν αετού την δεξιάν πτέρυγα, του δε γυπός την αριστεράν• έπειτα τας έδεσα με δυνατά λουριά και τας προσήρμοσα εις τους ώμους μου, εις δε τα άκρα των μακρών πτερών κατεσκεύασα λαβάς διά τα χέρια μου και έπειτα ήρχισα να κάνω δοκιμάς. Κατ' αρχάς έκανα μικρά αναπηδήματα και συγχρόνως εκίνουν τα χέρια μου και κατώρθωνα να χαμηλοπετώ, όπως αι χήνες, ανυψούμενος εις τον αέρα και βαδίζων συγχρόνως. Όταν δε είδα ότι το πράγμα επετύγχανε, έγινα τολμηρότερος εις τας δοκιμάς μου• ανέβηκα εις την Ακρόπολιν και ερρίφθηκα κάτω από τον κρημνόν προς το θέατρον του Διονύσου• επέταξα χωρίς κίνδυνον, και τότε ήρχισα να έχω μεγαλειτέρας φιλοδοξίας. Κατά το επόμενον πείραμα εσηκώθηκα από την Πάρνηθα ή από τον Υμηττόν κ' επέταξα μέχρι Γερανείας, απ' εκεί δε μέχρι του Ακροκορίνθου, υπεράνω του οποίου επέρασα. Έπειτα επροχώρησα άνω της Φολόης και του Ερυμάνθου και έφθασα μέχρι του Ταϋγέτου. Αι ασκήσεις ηύξησαν την τόλμην μου και τώρα πλέον δεν εζήλευα τα πτηνά, αλλ' είχα φιλοδοξίας ακόμη μεγαλειτέρας. Ανέβηκα εις τον Όλυμπον και αφού έκαμα μίαν προμήθειαν τροφών όσον το δυνατόν ελαφροτέραν εξεκίνησα κατ' ευθείαν προς τον ουρανόν. Κατ' αρχάς μ' εζάλιζε το ύψος, αλλ' έπειτα συνείθισα. Όταν δε έφθασα εις την σελήνην, πολύ υπεράνω των νεφών, ησθάνθην ότι είχα κουρασθή, μάλιστα εις την αριστεράν πτέρυγα, την γυπίνην. Επλησίασα λοιπόν εις την σελήνην και εκάθησα διά ν' αναπαυθώ. Παρατηρών δε άνωθεν έβλεπα, καθώς ο Ζευς του Ομήρου, άλλοτε μεν την χώραν των ιπποτρόφων Θρακών, άλλοτε δε την χώραν των Μυσών και μετ' ολίγον, κατά βούλησιν, την Ελλάδα, την Περσίαν ή τας Ινδίας. Όλα δε αυτά τα θεάματα μου επροξένουν ποικίλας και μεγάλας τέρψεις. ΦΙΛ. Και αυτά να μου τα διηγηθής, Μένιππε, διά να μάθω όλας τας λεπτομερείας του ταξειδίου, ακόμη και αν είνε επουσιώδεις. Εγώ τουλάχιστον περιμένω ν' ακούσω πολλά περί του σχήματος της γης και όλων των επ' αυτής πραγμάτων, πώς σου εφαίνοντο όταν τα έβλεπες από πάνω. ΜΕΝ. Η απαίτησίς σου είνε δικαία• λοιπόν να με ακολουθήσης και διά της ακοής ν' ανέβης μαζί μου μέχρι της σελήνης και απ' εκεί θα ίδης μετ' εμού πώς είνε όλα τα επί της γης πράγματα. Και εν πρώτοις να φαντασθής ότι βλέπεις την γην πολύ μικροτέραν από την σελήνην, τόσον ώστε εγώ, όταν έξαφνα έσκυψα και παρετήρουν επί πολύ, ήμουν εις απορίαν και εσκεπτόμην πού είνε τα τόσον μεγάλα βουνά και η τόση θάλασσα, και αν δεν διέκρινα τον κολοσσόν της Ρόδου και τον πύργον της Φάρου, βεβαίως δεν θα εννοούσα ότι αυτό το οποίον έβλεπα ήτο η γη. Αλλ' αυτά με το ύψος των και ο ωκεανός ο οποίος έστιλβεν υπό την λάμψιν του ηλίου μ' έκαμαν να εννοήσω ότι ήτο η γη. Αφού δ' επρόσεξα, ήρχισα να διακρίνω όλην την κίνησιν των ανθρώπων και τον τρόπον κατά τον οποίον ζουν, όχι μόνον κατά έθνη και πόλεις, αλλά διέκρινα καθαρά και τους ταξειδεύοντας, τους πολεμούντας, τους γεωργούντας, τους δικαζομένους, τα γύναια, τα θηρία και εν γένει πάντα όσα τρέφει η ζωοδότειρα γη. ΦΙΛ. Αυτά τα οποία λέγεις είνε εντελώς απίθανα και αντιφατικά• διότι αφού προ ολίγου μετά δυσκολίας διέκρινες την γην, η οποία εχάνετο εις την απόστασιν, και αν ο κολοσσός δεν σ' εβοήθει να την διακρίνης, θα ενόμιζες ίσως ότι βλέπεις άλλο τι, πώς τώρα, ως να έγινες αίφνης Λιγγεύς, διακρίνεις όλα τα επί της γης, τους ανθρώπους, τα θηρία παρ' ολίγον δε και τας φωλεάς των κουνουπιών; ΜΕΝ. Η παρατήρησίς σου είνε σωστή και μου ενθυμίζει περιστατικόν το οποίον έπρεπεν εξ αρχής ν' αναφέρω, δεν γνωρίζω δε πώς το παρέλειψα. Όταν ανεγνώρισα την γην, τα δε άλλα δεν ηδυνάμην να διακρίνω ένεκα της αποστάσεως και διότι η όρασίς μου δεν έφθανε, το πράγμα μ' εστενοχώρησε μεγάλως και ευρισκόμην εις πολλήν αμηχανίαν. Ενώ δε ευρισκόμην εις αυτήν την στενοχωρίαν και σχεδόν έκλαια, παρουσιάσθη ο φυσικός Εμπεδοκλής, ο οποίος εφαίνετο ως καρβουνιάρης στακτωμένος και κατακαμμένος. Εγώ, όταν τον είδα, πρέπει να το ομολογήσω— εταράχθηκα ολίγον και ενόμισα ότι έβλεπα φάντασμα της σελήνης, αυτός όμως• Μη φοβείσαι, μου είπε, Μένιππε, ού τις τοι θεός ειμί, τι μ' αθανάτοισιν εΐσκεις; {95} Είμαι ο φυσικός Εμπεδοκλής• όταν δ' ερρίφθηκα εις τον κρατήρα της Αίτνης, ο καπνός με ήρπασε και μ' έφερεν εδώ πάνω και τώρα κατοικώ εις την σελήνην και ως επί το πολύ αεροβατώ και τρέφομαι με δρόσον. Έρχομαι λοιπόν να σου διαλύσω την απορίαν εις την οποίαν ευρίσκεσαι• διότι μαντεύω ότι είσαι στενοχωρημένος και λυπείσαι, επειδή δεν δύνασαι να βλέπης καθαρά τι γίνεται επί της γης. Πολύ καλά έκαμες, του είπα, φίλτατε Εμπεδοκλή, και όταν μετ' ολίγον θα πετάξω πάλιν οπίσω εις την Ελλάδα, θα σου κάμω σπονδάς εις την καπνοδόχην μου και κατά την πρώτην του μηνός θα προσεύχωμαι ανοίγων τρεις φορές το στόμα προς την σελήνην. Μα τον Ενδυμίονα, είπεν ο Εμπεδοκλής, δεν ήλθα χάριν της αμοιβής, αλλά σ' ελυπήθη η ψυχή μου όταν σε είδα στενοχωρημένον. Λοιπόν ξέρεις τι πρέπει να κάμης διά να γίνης οξυδερκής; Μα τον Δία, του είπα, δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά να μου αφαιρέσης την ομίχλην η οποία μου σπεπάζει τα μάτια• τώρα μου φαίνεται σαν να είνε κολλημμένα τα μάτια μου από τσίμπλες. Εις τούτο, μου είπεν, ούτε της ιδικής μου συνδρομής έχεις ανάγκην διότι την οξυδέρκειαν την έχεις φέρη από την γην. Δεν σ' εννοώ, του είπα. Λησμονείς, είπε, ότι έχεις επάνω σου την δεξιάν πτέρυγα αετού; Αυτό το ξέρω, απήντησα• αλλά τι κοινόν υπάρχει μεταξύ πτέρυγος και οφθαλμού; Ότι, είπεν ο Εμπεδοκλής, ο αετός έχει την όρασιν πολύ οξυτέραν από τα αλλά ζώα, ώστε μόνος αυτός δύναται να βλέπη ατενώς προς τον ήλιον• διακρίνεται δε ο βασιλικός και γνήσιος αετός εκ τούτου, αν βλέπη προς τον ήλιον χωρίς να κλείη τα βλέφαρα. Αυτά τωόντι λέγονται, είπα, και τώρα μετανοώ διότι ήλθα εδώ χωρίς προηγουμένως να βγάλω τα μάτια μου και να τα αντικαταστήσω με οφθαλμούς αετού. Τώρα ήλθα χωρίς να είμαι καθ' όλα βασιλικώς παρασκευασμένος, αλλ' ομοιάζω με τους νόθους εκείνους και αμφιβόλου γνησιότητος αετούς. Και όμως από σε εξαρτάται, είπεν ο Εμπεδοκλής, να γίνη αμέσως ο είς εκ των οφθαλμών σου βασιλικός• διότι αν θέλησης να πετάξης ολίγον μόνον με την μίαν πτέρυγα και να κρατής ακίνητον την πτέρυγα του γυπός, ο αντίστοιχος προς την κινουμένην πτέρυγα οφθαλμός σου, ο δεξιός, θα γίνη οξυδερκής• ο άλλος όμως δεν υπάρχει τρόπος να μη μείνη ασθενέστερος, αφού ανήκει εις πτηνόν το οποίον έχει την όρασιν αμβλυτέραν. Αρκετόν είνε, είπα εγώ, και αν μόνον ο δεξιός μου οφθαλμός γίνη αέτειος, και μόνον με αυτόν θα βλέπω καλά, αφού πολλάκις, μου φαίνεται, έχω ιδή τους μαραγκούς να παρατηρούν μόνον με τον ένα οφθαλμόν και ούτω να κάνουν ευθύτερα τα ξύλα που κατεργάζονται. Μετά ταύτα εξετέλεσα τας παραγγελίας του Εμπεδοκλέους• αυτός δε απομακρυνόμενος ολίγον κατ' ολίγον διελύθη ανεπαισθήτως εις καπνόν. Και αφού επτερύγισα, με περιέβαλεν αμέσως άφθονον φως και τα αντικείμενα, τα οποία προηγουμένως με διέφευγον, τώρα διεκρίνοντο όλα. Έσκυψα λοιπόν προς την γην και έβλεπα καθαρά τας πόλεις, τους ανθρώπους και όσα συνέβαινον, όχι μόνον εις το ύπαιθρον, αλλά και όσα οι άνθρωποι έπραττον εντός των κατοικιών των, νομίζοντες ότι δεν τους έβλεπε κανείς. Ούτω έβλεπα τον Πτολεμαίον να συνευρίσκεται με την αδελφήν του,{96} τον Λυσίμαχον {97} να επιβουλεύεται την ζωήν του υιού του, τον Αντίοχον του Σελεύκου ν' απευθύνη κρύφια νεύματα προς την Στρατονίκην την μητρυιάν του, τον Θεσσαλόν Αλέξανδρον φονευόμενον υπό της συζύγου του, τον Αντίγονον μοιχεύοντα την γυναίκα του υιού του και τον υιόν του Αττάλου δηλητηριάζοντα τον πατέρα του. Εξ άλλου τον Αρσάκην φονεύοντα την γυναίκα του και τον ευνούχον Αρβάκην ξιφουλκούντα εναντίον του Αρσάκη. Τον δε Μήδον Σπατίνον έβλεπα να σύρουν εκ του ποδός έξω του συμποσίου οι ακόλουθοί του και να έχη το μέτωπον πληγωμένον διά χρυσού ποτηριού. Παρόμοια έβλεπα εις την Λιβύην, εις την Σκυθίαν και την Θράκην να συμβαίνουν εις τα ανάκτορα, μοιχείας, φόνους, ενέδρας, αρπαγάς, επιορκίας, βασιλείς περιφόβους, προδιδομένους υπό των οικειοτάτων αυτών. Και οι μεν βασιλείς τοιαύτα θεάματα μου παρουσίαζον• των δε ιδιωτών αι πράξεις και η διαγωγή ήσαν ακόμη γελοιωδέστεραι• και μεταξύ αυτών έβλεπα τον Ερμόδωρον τον Επικούρειον να επιορκή διά χιλίας δραχμάς, τον δε Στωικόν Αγαθοκλέα να δικάζεται με τον μαθητήν του διά την πληρωμήν των μαθημάτων, τον ρήτορα Κλενίαν να κλέπτη μίαν φιάλην από το Ασκληπιείον, τον δε Κυνικόν Ηρόφιλον να κοιμάται εις το χαμαιτυπείον. Και τι να είπω διά τους άλλους, εκείνους οι οποίοι ετρύπων τους τοίχους διά να κλέπτουν, τους δικαζομένους, τους δανείζοντας, τους απαιτούντας;{98} διότι το θέαμα είχε μεγάλην ποικιλίαν και περιείχεν από όλα. ΦΙΛ. Καλά έκαμες και μου διηγήθης αυτά, Μένιππε, διότι φαίνεται ότι θα σε διεσκέδασαν πολύ. ΜΕΝ. Είνε αδύνατον, φίλε μου, να σου διηγηθώ τα πάντα κατά σειράν, αφού και να τα βλέπω μόνον ήτο κοπιώδες. Αλλά τα κυριώτερα των συμβαινόντων εφαίνοντο όπως εκείνα τα οποία λέγει ο Όμηρος ότι ήσαν ζωγραφισμένα επί της ασπίδος. Αλλού μεν ήσαν συμπόσια και γάμοι, αλλού δε δίκαι και συνελεύσεις, από το άλλο δε μέρος κάποιος ετέλει θυσίας και πλησίον άλλος εφαίνετο να πενθή. Και όταν εστρεφόμην προς την Γετικήν έβλεπα τους Γέτας να πολεμούν• όταν δε εστρεφόμην προς τους Σκύθας, τους έβλεπα να πλανώνται με τας αμάξας των• και όταν εγύριζα προς το άλλο μέρος τον οφθαλμόν, έβλεπα τους Αιγυπτίους να γεωργούν, τους Φοίνικας να εμπορεύωνται, τους Κίλικας να ληστεύουν, τον Λάκωνα να μαστιγώνεται και τον Αθηναίον να δικάζεται. Και επειδή όλα αυτά συνέβαιναν συγχρόνως, δύνασαι να φαντασθής ποίος κυκεών παρουσιάζετο προ των οφθαλμών μου. Όπως αν κανείς συναθροίση πολλούς χορευτάς, ή μάλλον πολλούς χορούς, έπειτα δε διατάξη ν' αφήση έκαστος εκ των αδόντων το κοινόν άσμα και να ψάλλη ιδιαίτερον άσμα, έκαστος δε να φιλοτιμήται να φέρη εις πέρας το ιδικόν του και να υπερβή τους άλλους κατά την δύναμιν της φωνής, φαντάζεσαι τι έχει να γίνη; ΦΙΛ. Πολύ γελοία και συγκεχυμένη συναυλία. ΜΕΝ. Λοιπόν, φίλε μου, τοιούτοι είνε όλοι όσοι χορεύουν επί της γης και από τοιαύτην δυσαρμονίαν αποτελείται η ζωή των ανθρώπων. Όχι μόνον αι φωναί των δεν συμφωνούν, αλλά και οι τρόποι των είνε ανόμοιοι και αντιθέτως κινούνται και αι σκέψεις των συγκρούονται, έως ου ένα έκαστον εξ αυτών αποπέμψη εκ της σκηνής ο χορηγός λέγων ότι δεν τον χρειάζεται πλέον• μετά τούτο σιωπούν όλοι ομοίως και παύουν να τραγουδούν παραφώνως το συγκεχυμένον εκείνο και άτακτον άσμα. Εν γένει πάντα όσα έβλεπα εις το ποικίλον εκείνο και πολύμορφον θέατρον ήσαν γελοία. Αλλ' εκείνοι προ πάντων μου εκίνουν τον γέλωτα, οι οποίοι εφιλονείκουν περί συνόρων κτηματικών και όσοι υπερηφανεύοντο διότι εκαλλιέργουν την πεδιάδα της Σικυώνος ή είχον ιδιοκτησίαν των τα μέρη του Μαραθώνος τα πλησίον της Οινόης ή επειδή είχον χίλια πλέθρα γης εις τας Αχαρνάς• διότι, αφού η Ελλάς όλη, όπως την έβλεπα τότε, είχε μέγεθος τεσσάρων δακτύλων, αναλόγως, υποθέτω, η Αττική ήτο κάτι τι ελάχιστον. Και εσκεπτόμην πόσον μικρόν και ασήμαντον πράγμα ήτο εκείνο διά το οποίον οι πλούσιοι εκείνοι υπερηφανεύοντο• διότι και ο έχων τας μεγαλειτέρας εκτάσεις γης εξ αυτών μου εφαίνετο ως να εκαλλιέργει μίαν εκ των ατόμων του Επικούρου. Στραφείς έπειτα προς την Πελοπόννησον και ιδών την Κυνοσουρίαν {99} εθυμήθηκα πόσοι Αργείοι και Λακεδαιμόνιοι εφονεύθησαν εντός μιας ημέρας διά μίαν έκτασιν γης, η οποία δεν ήτο πολύ μεγαλειτέρα από φακήν της Αιγύπτου. Αλλά και αν έβλεπα κανένα ο οποίος να υπερηφανεύεται διότι είχεν οκτώ δακτυλίους και τέσσαρα ποτήρια χρυσά, πολύ θα εγελούσα και με αυτόν. Διότι το Πάγκειον όρος {100} ολόκληρον με τα μεταλλεία του είχε το μέγεθος ενός κεχριού. ΦίΛ. Πόσον σε ζηλεύω, Μένιππε, δι' όσα παράξενα είδες. Αλλά δεν μου λες, σε παρακαλώ, αι πόλεις και οι κάτοικοι των πόσοι εφαίνοντο από πάνω; ΜΕΝ. Θα έχης ιδή βέβαια μυρμηκυιάν και τους μύρμηκας άλλους μεν να περιφέρωνται, άλλους να εξέρχωνται και άλλους να επιστρέφουν εις την πόλιν των• και ο μεν εξάγει από την μυρμηκυιάν μίαν ακαθαρσίαν, ο δε ευρών κάπου φλούδαν κουκιού ή μισό σπιρί σίτου το σύρει διά να το μεταφέρη εις την μυρμηκυιάν. Είνε δε επόμενον ότι αναλόγως του τρόπου κατά τον οποίον ζουν θα υπάρχουν μεταξύ αυτών και κτίσται και δημαγωγοί και άρχοντες και μουσικοί και φιλόσοφοι. Λοιπόν αι πόλεις ομού με τους κατοίκους των ωμοίαζαν πολύ με τας μυρμηκυιάς. Εάν δε σου φαίνεται ότι το παράδειγμα δεν είνε κατάλληλον και ότι δεν ταιριάζει να παρομοιάσωμεν ανθρώπους προς μύρμηκας, να ενθυμηθής τους παλαιούς μύθους των Θεσσαλών, κατά τους οποίους οι πολεμικώτατοι Μυρμιδόνες έγιναν άνθρωποι εκ μυρμήκων. Αφού λοιπόν παρετήρησα τα πάντα επαρκώς και εγέλασα δι' όλα, ετίναξα τας πτέρυγάς μου και επέταξα• δώματ' ες αιγιόχοιο Διός μετά δαίμονας άλλους. {101} Δεν είχα δε φθάση εις ύψος σταδίου, ότε ήκουσα την Σελήνην να μου φωνάζη με γυναικείαν φωνήν• Μένιππε, σε παρακαλώ να μου κάμης μίαν χάριν, όταν θα ίδης τον Δία, και σου εύχομαι να επιτύχης τον σκοπόν του ταξειδίου σου. Λέγε, αρκεί να μη μου δώσης τίποτε να σηκόνω. Η παραγγελία μου, είπεν η Σελήνη, δεν είνε δύσκολος• θα σε παρακαλέσω να πης εκ μέρους μου προς τον Δία, ότι απέκαμα πλέον ν' ακούω ύβρεις και ανοησίας από τους φιλοσόφους, οι οποίοι δεν έχουν άλλην ασχολίαν παρά να εξετάζουν με αδιακρισίαν τα αφορώντά με, τι είμαι, τι μέγεθος έχω και διά ποίον λόγον φαίνομαι μισή ή ως δρέπανον. Και άλλοι μεν εξ αυτών λέγουν ότι κατοικούμαι, άλλοι δε ότι κρέμαμαι ως κάτοπτρον επί της θαλάσσης και άλλοι μου αποδίδουν ό,τι τους έλθη εις την κεφαλήν. Επ' εσχάτων δε ήρχισαν να λέγουν ότι και αυτό το φως μου είνε κλοπιμαίον και ψεύτικον και ότι μου έρχεται άνωθεν από τον Ήλιον. {102} Και δεν θα παύσουν, φαίνεται, έως ότου με φέρουν εις έχθραν και διάστασιν προς τούτον τον αδελφόν μου• δεν νομίζουν, φαίνεται, αρκετά όσα έχουν είπη και περί αυτού, ότι είνε λίθος και μύδρος διάπυρος. Εν τοσούτω πόσας γνωρίζω εγώ από τας αισχρότητας και ατιμίας τας οποίας πράττουν κατά τας νύκτας αυτοί οι οποίοι κατά την ημέραν φαίνονται σκυθρωποί και αυστηροί το βλέμμα και σεμνοί κατά το ήθος και θαυμάζονται υπό των απλών ανθρώπων, και όμως σιωπώ• διότι δεν νομίζω πρέπον ν' αποκαλύψω και να φωτίσω τας νυκτερινάς εκείνας πράξεις και να εκθέσω τον ιδιαίτερον βίον εκάστου, αλλά και αν ίδω κανένα εξ αυτών να μοιχεύη ή να κλέπτη ή να πράττη άλλην απόκρυφον ατιμίαν, ευθύς σύρω νέφος και σκεπάζομαι διά να μη δείξω εις το πλήθος ανθρώπους γέροντας υβρίζοντας την πυκνήν των γενειάδα και την αρετήν την οποίαν υποκρίνονται. Αλλά αυτοί δεν παύουν να μ' ενοχλούν με τους λόγους των και κατά πάντα τρόπον να με υβρίζουν, ώστε, μα την Νύκτα, πολλάκις εσκέφθην να μετοικήσω και ν' απομακρυνθώ όσον το δυνατόν περισσότερον, διά ν' αποφύγω την κακογλωσσιάν και την αδιακρισίαν των. Μη λησμονήσης λοιπόν να είπης αυτά εκ μέρους μου προς τον Δία και προσέτι ότι είνε αδύνατον να μένω εις την θέσιν την οποίαν μου έχει ορίση, εάν δεν συντρίψη τους φυσικούς εκείνους και κλείση το στόμα των διαλεκτικών και ρίψη εκ θεμελίου την Στοάν και πυρπολήση την Ακαδημίαν και παύση τας συζητήσεις των Περιπατητικών• διότι μόνον ούτω θα εύρω ησυχίαν και θα παύσουν να με καταμετρούν, καθ' εκάστην. Η παραγγελία σου θα εκτελεσθή, της απήντησα, και εξηκολούθησα την πτήσιν μου προς τα ύψη του ουρανού, ένθα μεν ούτε βοών ούτ' ανδρών φαίνετο έργα. {103} Μετ' ολίγον και η σελήνη μου εφαίνετο μικρά και την γην απέκρυπτε. Αφήσας δε τον ήλιον δεξιά και πετών διά μέσου των άστρων έφθασα μετά τρεις ημέρας πλησίον του ουρανού. Και κατ' αρχάς εσκέφθηκα ότι ηδυνάμην ευθύς και όπως ήμουν να εισέλθω• διότι ενόμιζα ότι ευκόλως θα διέφευγα την προσοχήν, αφού κατά το ήμισυ ήμουν αετός, εγνώριζα δε ότι προ πολλού ο αετός ήτο φίλος του Διός• αλλ' έπειτα εσκέφθην ότι θα μ' εννοήσουν, αφού είχα μίαν πτέρυγα γυπός. Έκρινα λοιπόν ότι το καλλίτερον ήτο να μη εκτεθώ εις τοιούτον κίνδυνον και πλησιάσας εκτύπησα την θύραν. Ο Ερμής ήκουσε και αφού ηρώτησε το όνομά μου έτρεξε να ειδοποιήση τον Δία, μετ' ολίγον δε εκλήθην να εισέλθω και εισήλθα περίφοβος και τρέμων. Ευρήκα όλους τους θεούς συναθροισμένους, δεν ήσαν δε και αυτοί ήσυχοι• τους είχε ταράξη ολίγον η παράδοξος άφιξίς μου, καθότι εφοβούντο μήπως μετ' ολίγον ίδουν και τους άλλους ανθρώπους να φθάσουν εις τον ουρανόν κατά τον αυτόν τρόπον. Ο Ζευς μου έρριψε φοβερόν βλέμμα οργής και μου είπε• Τις πόθεν είς ανδρών, πόθι τοι πόλις ηδέ τοκήες; {104} Εγώ δε όταν ήκουσα την φωνήν του Διός παρ' ολίγον ν' αποθάνω εκ του φόβου και έμενα άναυδος και ξεκουφαμένος υπό της βροντώδους εκείνης φωνής. Όταν δε μετ' ολίγην ώραν συνήλθα διηγήθηκα τα πάντα εξ αρχής, πώς επεθύμησα να μάθω τι συμβαίνει εις τον ουρανόν, πώς απετάθην προς τους φιλοσόφους και εις ποίαν ασυμφωνίαν τους ευρήκα, πώς απέκαμα ελκόμενος αντιθέτως, και κατόπιν την επινόησίν μου και τα πτερά και όλα τα άλλα μέχρις ου έφθασα εις τον ουρανόν• έπειτα δε ανέφερα και όσα μου παρήγγειλεν η Σελήνη. Τότε ο Ζευς εμειδίασε και χαλαρώσας ολίγον το συνοφρύωμά του, είπε• Τι να λέγωμεν τώρα περί του Ώτου και του Εφιάλτου όταν και ο Μένιππος ετόλμησε ν' ανέλθη εις τον ουρανόν; {105} Αλλά θα σε φιλοξενήσωμεν αφού ήλθες, αύριον δε θα σου δώσωμεν τας πληροφορίας διά τας οποίας ήλθες και θα σε αποπέμψωμεν. Και αφού είπεν αυτά εσηκώθη και επορεύθη προς το μέρος του ουρανού οπόθεν καθαρώτατα ακούονται τα λεγόμενα εκ της γης, διότι ήτο η στιγμή κατά την οποίαν έπρεπε ν' ακροασθή τας ευχάς. Ενώ δε επροχώρει με ηρώτα περί των συμβαινόντων εις την γην• κατ' αρχάς ποία είνε η τιμή του σίτου εις την Ελλάδα, εάν ο περυσινός χειμών μας έκαμε πολλάς ζημίας και εάν τα λάχανα έχουν ανάγκην περισσοτέρας βροχής. Έπειτα με ηρώτα εάν ζη κανείς εκ των απογόνων του Φειδίου και διά ποίον λόγον οι Αθηναίοι έπαυσαν να τελούν την εορτήν των Διασίων επί τόσα έτη, αν σκέπτωνται να τελειώσουν το Ολύμπιον {106} και αν συνελήφθησαν οι συλήσαντες τον ναόν της Δωδώνης. Αφού δε του απήντησα εις όλα ταύτα, μου είπε• Δεν μου λες, Μένιππε, και περί εμού τι ιδέαν έχουν οι άνθρωποι; Ποίαν άλλην, δέσποτα, απήντησα, παρά ότι είσαι ο βασιλεύς όλων των θεών και τρέφουν διά σε τον μεγαλείτερον σεβασμόν; Μη αστειεύεσαι, μου είπε, διότι γνωρίζω καλά και χωρίς να μου το πης πόσον αρέσκονται εις τας μεταβολάς. Άλλοτε μ' εθεώρουν και μάντιν και ιατρόν και το παν δι' αυτούς ήμουν εγώ, ήσαν δε πλήρεις του Διός πάσαι αι οδοί και πάσαι αι αγοραί. Και τότε η Δωδώνη και η Πίσσα ήσαν λαμπραί και περίφημοι εις όλον τον κόσμον και τόσος ήτον ο καπνός των θυσιών, ώστε ούτε τα μάτια μου ν' ανοίγω δεν με άφηνεν. Αλλ' αφ' ότου ο μεν Απόλλων ίδρυσε το μαντείον του εις τους Δελφούς, εις την Πέργαμον δε το ιατρείον ο Ασκληπιός και το Βενδίδιον έγινεν εις την Θράκην, το Ανουβίδειον εις την Αίγυπτον και το Αρτεμίσιον εις την Έφεσον, όλοι τρέχουν εις αυτά και τελούν πανηγύρεις και θύουν εκατόμβας, εμέ δε ως να παραγήρασα νομίζουν ότι αρκετά με τιμούν αν κάθε πέντε έτη μου προσφέρουν μίαν θυσίαν εις την Ολυμπίαν. Και ούτω οι βωμοί μου κατήντησαν ψυχρότεροι από τους νόμους του Πλάτωνος και τους συλλογισμούς του Χρυσίππου. Με αυτάς τας ομιλίας εφθάσαμεν εις το μέρος, όπου έπρεπε να καθήση διά ν' ακούση τας ευχάς των ανθρώπων. Ήσαν δε εκεί θυρίδες κατά σειράν όμοιαι προς τα στόμια των φρεάτων, αι οποίαι είχαν σκεπάσματα, και πλησίον εκάστης ήτο θρόνος χρυσούς. Ο Ζευς εκάθησεν επί της πρώτης και αφαιρέσας το σκέπασμα έδωκεν ακρόασιν εις τας ευχάς των ανθρώπων. Ηύχοντο δε εξ όλων των μερών της γης και εζήτουν πολλά και διάφορα• διότι έσκυψα και εγώ και ήκουα συγχρόνως με τον Δία τας ευχάς, αι οποίαι ήσαν τοιαύται• Ω Ζευ, βοήθησε με να γείνω βασιλεύς. Ώ Ζευ κάμε να φυτρώσουν τα κρεμμύδια και τα σκόρδα μου. Ω θεοί, θέλω ν' αποθάνη ταχέως ο πατέρας μου. Κάποιος έλεγεν• είθε να κληρονομήσω την γυναίκα μου. Αλλος δε ηύχετο να μη αποκαλυφθή η παγίς την οποίαν είχε στήση κατά του αδελφού του• τρίτος εζήτει να κερδίση μίαν δίκην και άλλος ηύχετο να νικήση εις τα Ολύμπια. Εκ των ταξειδευόντων δε ο μεν ηύχετο να πνεύση βορράς, ο δε να πνεύση νότος• ο γεωργός εζήτει βροχήν, ο δε γναφεύς ήλιον. Ο δε Ζευς ακροώμενος και εξετάζων ακριβώς πάσαν ευχήν δεν υπέσχετο τα πάντα, αλλ' έτερον μεν έδωκε πατήρ, έτερον δε ανένευσε, {107} τας μεν δικαίας ευχάς έσυρεν άνω του στομίου και τας ετοποθέτει δεξιά του, τας δε παρανόμους απέπεμπεν απράκτους, τας εφύσα προς τα κάτω και ούτε να πλησιάσουν προς τον ουρανόν τας άφηνε. Τον είδα δε και να απορή διά μίαν ευχήν• δύο άνθρωποι εζήτουν τα αντίθετα και υπέσχοντο ίσας θυσίας, ο δε Ζευς ευρέθη εις αμηχανίαν μη γνωρίζων τίνος εκ των δύο να εισακούση• έπαθε κάτι ανάλογον προς τους δισταγμούς των Ακαδημαϊκών και δεν ηδύνατο ν' αποφανθή, αλλά καθώς ο Πύρρων εδίσταζε και εσκέπτετο. Αφού δε αρκετά εφρόντισε διά τας ευχάς, επήγεν εις τον επόμενον θρόνον και ανοίξας την δευτέραν θυρίδα ήρχισε ν' ακούη τους όρκους και τους ορκιζομένους. Τακτοποιήσας δε και τούτους και κεραυνοβολήσας τον Επικούρειον Ερμόδωρον, μετέβη εις τον επόμενον θρόνον διά να φροντίση περί των μαντείων, των φημών και των οιωνών. Απ' εκεί μετέβη εις την θυρίδα των θυσιών διά της οποίας ο καπνός ανερχόμενος ανέφερεν εις τον Δία το όνομα εκάστου εκ των θυσιαζόντων. Αφήσας έπειτα και τούτους, έδωκε διαταγάς εις τους ανέμους και εις τας ώρας δι' όσα έπρεπε να πράξουν. Σήμερον να βρέξη εις την Σκυθίαν, εις την Λιβύην ν' αστράψη, εις την Ελλάδα να χιονίση, συ δε ο Βορράς να φυσήσης εις την Λυδίαν και συ, Νότε, να ησυχάσης• ο δε Ζέφυρος να ταράξη τον Αδρίαν και έως χίλιοι μέδιμνοι χαλάζης ας σκορπισθούν εις την Καππαδοκίαν. Αφού δε περί όλων σχεδόν εμερίμνησε, μετέβημεν εις την αίθουσαν του συμποσίου, διότι ήτο καιρός του δείπνου. Εκεί ο Ερμής με παρέλαβε και με έβαλε να κατακλιθώ πλησίον εις τον Πάνα, τους Κορύβαντας, τον Άττην και τον Σαβάζιον, τους μετοίκους τούτους και αμφιβόλους θεούς.{108} Μας παρείχε δε άρτον η Δήμητρα, οίνον ο Διόνυσος, κρέατα ο Ηρακλής, μύρτα η Αφροδίτη και ο Ποσειδών μαρίδες. Αλλά κρυφίως εδοκίμασα και την αμβροσίαν και το νέκταρ• διότι ο καλός Γανυμήδης εκ φιλανθρωπίας, οσάκις ο Ζευς έστρεφεν αλλού τα βλέμματα του, εγέμιζε και μου έδιδεν ένα ή δύο ποτήρια με νέκταρ. Οι δε θεοί, ως λέγει κάπου ο Όμηρος, ο οποίος βέβαια θα είδε τα εκεί όπως εγώ, «ούτε σίτον έδουσιν, ούτε πίνουσιν αίθοπα οίνον», αλλ' ως τροφήν έχουν την αμβροσίαν και με το νέκταρ ευθυμούν• η τροφή όμως την οποίαν προτιμούν είνε ο καπνός των θυσιών, ο οποίος ανεβαίνει εις τον ουρανόν ομού με την οσμήν των ψηνομένων κρεάτων, και το αίμα των σφαγίων το οποίον οι θυσιάζοντες χύνουν γύρω εις τους βωμούς. Αφού δε το δείπνον ετελείωσεν, ο μεν Απόλλων έπαιξε κιθάραν, ο δε Σειληνός εχόρευσε κόρδακα και αι Μούσαι ηγέρθησαν και μας έψαλαν μέρη εκ της Θεογονίας» του Ησιόδου και την πρώτην ωδήν του Πινδάρου.{109} Αφού δε από όλα εχορτάσαμεν και όλοι ήμεθα αρκετά μεθυσμένοι, ανεπαύθημεν όπως ευρέθη έκαστος, άλλοι μεν ρα θεοί τε και ανέρες ιπποκορυσταί εύδον παννύχιοι, εμέ δ' ουκ έχε νήδυμος ύπνος, {110} διότι εσκεπτόμην και πολλά άλλα, αλλά προ πάντων πώς ο Απόλλων τόσον καιρόν δεν έβγαλε γένεια ή πώς νυκτώνει εις τον ουρανόν αφού ο Ήλιος είνε πάντοτε παρών και συντρώγει με τους άλλους θεούς. Έπειτα όμως μ' επήρεν ολίγος ύπνος. Ο δε Ζευς εξύπνησεν από την αυγήν και διέταξε να κληθούν οι θεοί εις συνέλευσιν. Όταν δε συνήλθον όλοι, ήρχισε να λέγη τα εξής• Την αιτίαν διά την οποίαν σας συνεκάλεσα έδωκεν ο ξένος ο οποίος μας ήλθε χθες. Προ πολλού εσκεπτόμην να συζητήσωμεν και να λάβουμεν μίαν απόφασιν διά τους φιλοσόφους, τώρα δε τα παράπονα της Σελήνης με ηνάγκασαν να μη αναβάλλω περισσότερον αυτήν την σύσκεψιν. Υπάρχει είδος τι ανθρώπων το οποίον όχι προ πολλού ενεφανίσθη εις τον κόσμον, ανθρώπων οι οποίοι ρέπουν προς την φιλονεικίαν, είνε κενόδοξοι, οξύθυμοι, λαίμαργοι, μωροί, φαντασμένοι και πλήρεις θράσους και, διά να μεταχειρισθώ την φράσιν του Ομήρου, «Ετώσιον άχθος αρούρης».{111} Ούτοι λοιπόν διαιρεθέντες εις συστήματα και επινοήσαντες διαφόρους σκολιάς σκέψεις ωνομάσθησαν οι μεν Στωικοί, οι δε Ακαδημαϊκοί, άλλοι Επικούρειοι, άλλοι Περιπατητικοί και άλλοι με πολύ γελειωδέστερα ονόματα. Έπειτα εστολίσθησαν με το σεπτόν όνομα της αρετής, ύψωσαν τα φρύδια των, αφήκαν γενειάδας μεγάλας και ούτω περιφέρονται κρύπτοντες υπό ψευδή εξωτερικήν αυστηρότητα αισχρότατα ήθη και ομοιάζουν πολύ με τους τραγικούς εκείνους ηθοποιούς, από τους οποίους άμα αφαιρεθή το προσωπείον και η χρυσοκόσμητος στολή, μένουν ανθρωπίσκοι γελοίοι, οι οποίοι υπηρετούν εις το θέατρον με μισθόν επτά δραχμών. Ενώ δε είνε τοιούτοι, περιφρονούν όλους τους ανθρώπους, περί δε των θεών λέγουν αλλόκοτα πράγματα και συναθροίζοντες ευπείστους και ευαπατήτους νέους ομιλούν προς αυτούς κατά κόρον περί της αρετής και τους διδάσκουν να κάμνουν συλλογισμούς σκοτεινούς και γριφώδεις. Όταν όμως μένουν μόνοι των, δεν δύναμαι να σας παραστήσω πόσον τρώγουν, εις ποίας δε ασελγείας παραδίδονται και πώς γλύφουν των οβολών την βρώμαν, και το φοβερώτερον είνε ότι, ενώ μήτε εις την δημοσίαν, μήτε εις την ιδιωτικήν ωφέλειαν συντελούν, αλλά ζουν άχρηστοι και περιττοί, ούτε ποτ' εν πολέμω εναρίθμιοι ούτ' ενί βοιλή, {112} όμως κατακρίνουν τους άλλους και αναμιγνύοντες ύβρεις και λόγους πικρούς, επικρίνουν και υβρίζουν τους πάντας• και εκείνος εξ αυτών θεωρείται πρώτος, ο οποίος έχει την μεγαλειτέραν αναισχυντίαν και το μεγαλείτερον θράσος εις τας βλασφημίας. Αλλ' αν ερωτήση κανείς ένα εξ αυτών, ο οποίος φωνάζει περισσότερον και δεικνύει το περισσότερον θράσος και κατακρίνει τους άλλους, συ δε τι πράττεις και κατά τι, προς θεού, δυνάμεθα να είπωμεν ότι συντελείς εις την κοινήν ωφέλειαν; θ' απαντήση, εάν θέλη να είπη δίκαια και αληθή• να ταξιδεύω ή να γεωργώ, ή να υπηρετώ ως στρατιώτης ή να επαγγέλλωμαι μίαν τέχνην μου φαίνεται περιττόν• το έργον μου είνε να φωνάζω, να είμαι ρυπαρός, να λούωμαι με ψυχρόν νερόν και να περιφέρωμαι ανυπόδητος τον χειμώνα και καθώς ο Μώμος να κατηγορώ όσα οι άλλοι πράττουν• και αν κανείς εκ των πλουσίων κάμνη πολυτελείς προμηθείας διά την τράπεζάν του ή συντηρή εταίραν, το σχολιάζω και αγανακτώ• εάν δε κανείς εκ των φίλων ή των συναδέλφων μου κατάκειται άρρωστος και έχει ανάγκ
  6. kkokkolis

    Nexstar

    H ASGT είναι η CG 5; Δηλαδή υπάρχει περίπτωση να πάρεις μια χωρίς GOTO και να δουλέψει με το χειριστήριο του Nexstar; ΥΓ: Ούτε εσύ έβγαλες την ζελατίνα από την οθόνη;
  7. Stella Fractus, Tim Wetherell, Αυσταλία Ο καταχθείς αστήρ κατασκευάστηκε από τα κατάλοιπα του Μεγάλου Τηλεσκοπίου της Μελβούρνης, το οποίο καταστράφηκε στις πυρκαϊές του 2003. Τα θραύσματα του Pyrex από το κύριο κάτοπτρο δηλώνουν την κοκκίωση του άστρου.
  8. Transit of Venus, Tim Wetherell, Western Sydney University, Αυστραλία
  9. Clockwork Universe, Tim Wetherell, Questacon, Canberra, Αυστραλία
  10. The Astronomer, Tim Wetherell, Canberra, Αυστραλία
  11. The Great Wetherell Refractor, Tim Wetherell, 2011 Sportikus, δεν μπορώ να συγκρατηθώ από το να συμπληρώσω την καταχώρηση αυτού του εκπληκτικού APO 8'' με μερικές ακόμη φωτογραφίες από το αρχικό σχέδιο, τα παραφερνάλια και σκίτσα των εικόνων που αποδίδει. Το Sky & Telescope Μαΐου 2011 έχει ένα αφιέρωμα με μερικές ακόμη εικόνες που δεν βρήκα στο διαδίκτυο, μεταξύ αυτών και τον Αυστραλό καλλιτέχνη με κοστούμι Βικτωριανής εποχής δίπλα στο δημιούργημά του και την κομψότατη σύζυγό του. Το αρχικό σκαρίφημα. Περιστρεφόμενος κλιματιζόμενος φακοβαστός στην βάση του τηλεσκοπίου. Η τριπλέτα 200mm f9 γεμισμένη με έλαιο και σχεδιασμένη από τον Yuri Petrunin της TEC!!! Πέραν των μπανάλ διαγωνίων και προσοφθαλμίων, ο ρεφράκτωρ χρησιμοποιεί και ειδικά σχεδιασμένα 3'' με εστιακή 65mm. Δίχως σχόλια...
  12. Nemo II, Second Life, Sextan Shepherd, 2010
  13. Ο Καραγκιόζης και η Αστρονομία, Τηλέμαχος Αθανασιάδης, 2009 Avanti DJ!
  14. Skhizein, Jérémy Clapin, 2008 Κανείς δεν πρέπει να χάσει την αριστουργηματική και πολυβραβευμένη (7 βραβεία, μεταξύ των το Kodak για ταινία μικρού μήκους στις Κάννες) αυτή ταινία. Ευχαριστώ Sportikus που την έθιξες.
  15. Μήνυμα!
  16. Εγώ τον σωλήνα του 4SE έχω (102mm) και φαντάζομαι πόσο καλύτερο θα είναι το SW 150 (περισσότερο από διπλάσια φωτεινότητα, ακριβότερο γυαλί) που σκέπτεσαι. Για γαλαξίες τα Mak δεν φημίζονται, στο f/12 (και παραπάνω με το διαγώνιο) παράγουν μικρή κόρη εξόδου= σκοτεινότερη εικόνα. Για να έχεις exit pupil 2 χρειάζεσαι φακό 24mm. Ευτυχώς δεν χρειάζεται να είναι Panoptic, ένας Hyperion 24 ή Meade 24 SWA θα κάνει δουλειά. Θα έχεις 75x. Με μικρότερους φακούς θα σκοτεινιάζει, άντε να πας στο 12mm. Εκτός αν βάλεις focal reducer. Επίσης αργεί να κρυώσει. Το δικό μου το φυλάω έξω, σε θερμοκρασία περιβάλλοντος. Και λόγω μεγεθύνσεων κάθε τρέμουλο της βάσης και κάθε πνοή του ανέμου φαίνεται. Οι γαλαξιάκηδες ψηφίζουν Νευτώνια δαγκωτό, 10'', 12'', 14'', 16'', ό,τι σηκώνουν η τσέπη και η μέση και ό,τι χωράει το σαλόνι και χωνεύει η συμβία.
  17. kkokkolis

    Nexstar

    Ίσως. Plossl 25mm είχες; Με Hyperion 24mm (ή Nagler 22mm) δεν μου βγαίνει εκτός ποτέ. Δεν χρησιμοποιώ Solar System Align, μόνο 3 ή 2 αστέρων. Αν σε ενδιαφέρει η ακρίβεια κάνε συγρονισμό πάνω στον Ερμή ή σε αστέρα της περιοχής. Ευτυχώς οι πλανήτες βρίσκονται και με το μάτι, εξαιρούνται ο Ουρανός και πέρα, αλλά την τελευταία φορά τον βρήκε με την μία. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν αποκλείεται να βρίσκει σωστά την ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΗ θέση του Ερμή, αλλά να μην υπολογίζει την ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΗ λόγω περίθλασης της ατμόσφαιρας...
  18. Ωραίο και το Mak. Αν μάλιστα βάλεις ένα προσαρμογέα MCT to SCT και χρησιμοποιήσεις 0.63 μειωτή εστιακού λόγου ή διαγώνιο 2'' για να έχεις μεγαλύτερο πεδίο. Το C4 με τον Nagler 17 είναι ένα ποίημα στην Σελήνη. Τεράστια και χωράει ολόκληρη στο πεδίο, νομίζεις πως θα σε καταπιεί. Και δεν βινετάρει όπως φοβόμουν. Το 6ρι θα είναι ακόμη (πολύ) καλύτερο.
  19. Τεσεκκιουρλέρ Μπέη. Κλείνει η παρένθεσις.
  20. Σημαίνει, σε σπασμένα ημιμαθή Καραμανλίδικα: Αστρονομικό Παρατηρητήριο Τουρκολίμανου "Το Θέατρο Σκιών" Έτσι ονομάζω την γωνίτσα μου στο μπαλκόνι, εν συντομία "Γκιοζλεμεβί". Ευπρόσδεκτες οι όποιες διορθώσεις.
  21. Ο Dickinson (Backyard Astronomer's Guide) προτείνει να αποφύγουμε όλα τα SCT που προσφέρονται με ισημερινές βάσεις, λέγοντας πως συνήθως αυτές είναι ασταθείς. Δεν σημαίνει αυτό πως δεν είναι κατάλληλα για ισημερινή, απλώς πως είναι καλύτερο να πάρεις χώρια την ισημερινή. Και οι περισσότεροι αστροφωτογράφοι οδεύουν προς την EQ6 συνήθως, με την EQ5 να αντιμετωπίζεται ως συμβιβασμός. Από την άλλη το C5 είναι αρκετά ελαφρύ, για παρατήρηση δεν θα έχεις πρόβλημα. Αν πρόκειται όμως μόνο για παρατήρηση και αργότερα πάρεις ενδεχομένως μια EQ6, γιατί να μην σκεφτείς το Nexstar 6SE με 100 ευρώ λιγότερα (αν δεν έχει πωληθεί φυσικά), ή ένα καινούριο SW 10'' Flextube για να χορτάσουν τα μάτια σου; Φυσικά το πρώτο με έναν focal reducer θα το δουλέψεις για φωτογραφία, το Flextube είναι παρατηρησιακό όργανο (νομίζω πως το φωτοχιτώνιο στην φωτογραφία δεν θα είναι αρκετά αποδοτικό). Υπάρχουν και τα σταθερού σωλήνα που είναι και φθηνότερα, τόσο καινούρια όσο και στις αγγελίες. Εντέλει οι αστροφωτογράφοι πουλούν συνεχώς τηλεσκόπια (και βάσεις) εδώ καθώς αρέσκονται στις αναβαθμίσεις. Όταν είσαι έτοιμος θα βρεις και διοπτρικά ED και SCT και SNT και τα καταδιοπτρικά της Vixen και ό,τι τραβά η ψυχή σου. Τα RCT να' ναι καλά που είναι η νέα τάση. Κοίτα πάντως, αν είχαμε απάντηση στο θέμα αυτό δεν θα είχαμε 3-4 τηλεσκόπια ο καθένας ή δεν θα είχαμε αλλάξει 5-10 σε λίγα χρόνια όπως έχουν κάνει άλλοι. Κάνε μια αρχή με αυτό που μπορείς, σκέψου πως πάντα θα μετανιώσεις αν πάρεις μικρότερη διάμετρο και σπάνια αν πάρεις μεγαλύτερη, εκμαίευσε από ότι πάρεις το μέγιστο, αξιοποίησε και την ανακύκλωση εξοπλισμού (μας βοηθά όλους αυτό, ειδικά σε διαμνημονιακές εποχές) και όλα θα πάνε καλά.
  22. Seahorse under the Moon, Jamila Hammad, 2010 Ταπισερί
  23. Kurukula Ira Handa Kodiya, Σημαία των Karavas, Σρι Λάνκα
  24. Man in the Moon, James Houston, 2007 Vade retro foedis
  25. The Moon Symbol, Bliss Carman, 1931 This is the sign of the moon Worn by the tribes of the West, The sacred symbol of Night Guarding the love in the breast. This is the mystical charm Out of soft moon-metal wrought, With all of its magic intact, The Navajo silversmith caught, When he beheld in the dusk That marvellous sickle of light Hang o'er the desert to guide The footsteps of lovers aright. Was not a sorcerer here Casting a silvery spell, Calling the Manitou down In the wrought symbol to dwell ? Surely a poet was he, Seeking a word of his own For the enchantment of night He too had seen and known ! Bidding the silver assume The language of beauty and be Witness of love for the dumb Yet impassioned -- even as he. He too a lover had been, (Does not his handicraft say?) Touched with the glamour of life, And giving his heart away. See where the hammer-marks prove The faith of the artist sublime -- Love and its work must abide, Outlasting the sand storms of time. Yours be this talisman too, Lovers of beauty and light, Leaving your hearts to the care Of the great spirit of night !
×
×
  • Δημιουργία νέου...

Σημαντικές πληροφορίες

Όροι χρήσης