-
Αναρτήσεις
16244 -
Εντάχθηκε
-
Τελευταία επίσκεψη
-
Ημέρες που κέρδισε
26
Τύπος περιεχομένου
Forum
Λήψεις
Ιστολόγια
Αστροημερολόγιο
Άρθρα
Αστροφωτογραφίες
Store
Αγγελίες
Όλα αναρτήθηκαν από kkokkolis
-
Το Dob αυτό είναι μια καλή λύση νομίζω και δεν σε εμποδίζει κανένας αν σώνει και καλά θέλεις να φωτογραφίσεις αύριο- μεθαύριο να πάρεις σιγά σιγά μια πραγματικά καλή στήριξη NEQ6 ή κάτι αντίστοιχο και να το ανεβάσεις πάνω. Αν δεις πως δεν σε ενδιαφέρει θα συνεχίσεις να το χρησιμοποιείς ως έχει. Και από διάμετρο 10'' δεν είναι και άσχημα, έχεις όμως επιλογή και για παραπάνω αν είσαι αχόρταγος.
-
Αγορά τηλεσκοπίου
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της ariadne_ge σε Η γωνιά των νέων αστροπαρατηρητών
Υπάρχει περιπτωση αυτο που λες να μη γίνεται στα κυάλια μου; εχει μόνο μια κεντρικη ροδελα ανάμεσα και τιποτ'αλλο...(δεν ειναι απο τους κινέζους!υπ'οψιν... ειναι ΝΙΚΟΝ) Αποκλείεται. Βάλε τα δάκτυλά σου στο δεξί προσοφθάλμιο και δοκίμασε περιστροφή σε διάφορα σημεία. Κάτι θα περιστρέφεται. Λίγοι άνθρωποι έχουν ακριβώς ίδια όραση δεξιά- αριστερά. Γι αυτό όλα τα κιάλια έχουν αυτή την ρύθμιση. -
Το Monthly Sky Guide πάρτε το με κλειστά μάτια. Η ενημέρωση αφορά τους πλανήτες για τους οποίους υπάρχουν πολλές άλλες πηγές και ''βγάζουν μάτι'' οι περισσότεροι. Εξ' άλλου θεωρώ πως είναι πολύ φθηνό για όσα προσφέρει. Το πρώτο βιβλίο κατά την γνώμη μου για να πάρει κανείς.
-
Καλό είναι το βιβλίο, αλλά μόνο για τους αστερισμούς (αναγνώριση, μυθολογία). Προτείνω: 1. Monthly Sky Guide, Πλανητάριο: γνώση του Ουρανού 2. Αστρονομία, Ελευθερουδάκης- Fullman: Όλες οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις μαζεμένες
-
Αγορά τηλεσκοπίου
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της ariadne_ge σε Η γωνιά των νέων αστροπαρατηρητών
Αν ζαλίστηκες πρέπει να τα ρυθμίσεις στα δικά σου μάτια. Ρύθμισε πρώτα την απόσταση των ματιών σου. Μετά εστίασε μόνο το αριστερό μάτι από την κεντρική ροδέλα (το δεξί να το έχεις κλειστό) Μετά ανάποδα, το δεξί μάτι από την ΔΕΞΙΑ ροδέλα πάνω στο προσοφθάλμιο, -
Το σύμπαν της τέχνης και οι τέχνες τ' ουρανού
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της kkokkolis σε Λοιπές Αστρονομικές Συζητήσεις
A LA GLOIRE DES CIEUX, Emile Verhaeren, 1855-1916 L'infini tout entier transparaît sous les voiles Que lui tissent les doigts des hivers radieux Et la forêt obscure et profonde des cieux Laisse tomber vers nous son feuillage d'étoiles. La mer ailée, avec ses flots d'ombre et de moire, Parcourt, sous les feux d'or, sa pâle immensité; La lune est claire et ses rayons diamantés Baignent tranquillement le front des promontoires. S'en vont, là-bas, faisant et défaisant leurs noeuds, Les grands fleuves d'argent, par la nuit translucide; Et l'on croit voir briller de merveilleux acides Dans la coupe que tend le lac, vers les monts bleus. La lumière, partout, éclate en floraisons Que le rivage fixe ou que le flot balance; Les îles sont des nids où s'endort le silence, Et des nimbes ardents flottent aux horizons. Tout s'auréole et luit du zénith au nadir. Jadis, ceux qu'exaltaient la foi et ses mystères Apercevaient, dans la nuée autoritaire, La main de Jéhovah passer et resplendir. Mais aujourd'hui les yeux qui voient, scrutent là-haut, Non plus quelque ancien dieu qui s'exile lui-même, Mais l'embroussaillement des merveilleux problèmes Qui nous voilent la force, en son rouge berceau. Ô ces brassins de vie où bout en feux épars A travers l'infini la matière féconde ! Ces flux et ces reflux de mondes vers des mondes, Dans un balancement de toujours à jamais ! Ces tumultes brûlés de vitesse et de bruit Dont nous n'entendons pas rugir la violence Et d'où tombe pourtant ce colossal silence Qui fait la paix, le calme et la beauté des nuits ! Et ces sphères de flamme et d'or, toujours plus loin, Toujours plus haut, de gouffre en gouffre et D'ombre en ombre, Si haut, si loin, que tout calcul défaille et sombre S'il veut saisir leurs nombres fous, entre ses poings ! L'infini tout entier transparaît sous les voiles Que lui tissent les doigts des hivers radieux Et la forêt obscure et profonde des cieux Laisse tomber vers nous son feuillage d'étoiles. -
Το σύμπαν της τέχνης και οι τέχνες τ' ουρανού
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της kkokkolis σε Λοιπές Αστρονομικές Συζητήσεις
Πρακτική Αστρονομία, …. συντεθείσα εις μέρη δύω : Πλανητογραφίαν και Ουρανογραφίαν, Διονύσιου Πύρρου Αρχιμ. του Θετταλού, Αθήνα, 1836 -
Το σύμπαν της τέχνης και οι τέχνες τ' ουρανού
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της kkokkolis σε Λοιπές Αστρονομικές Συζητήσεις
APOD 16-6-05, Richard Taillet, 2005 Ο κρυμμένος Vermeer με τον οποίο το APOD γιόρτασε τα 10 του χρόνια, χαρακτηρίζεται από συγκερασμό του Αστρονόμου με τον Γεωγράφο, καθώς και από αναχρονισμούς -
Το σύμπαν της τέχνης και οι τέχνες τ' ουρανού
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της kkokkolis σε Λοιπές Αστρονομικές Συζητήσεις
Κυνήγι σκουπιδιών στην νύκτα με αστροφεγγιά, Ronnie Warner Σε αυτό το ψηφιακό κολάζ της Νύκτας με Αστροφεγγιά του Vincent van Gogh, APOD 15-6-10, μπορείτε να αναγνωρίσετε έναν κομήτη, έναν σπειροειδή γαλαξία, ένα ανοικτό σμήνος και ένα κατάλοιπο υπερκαινοφανούς; Αν σας φανεί εύκολο, προσπαθήστε να αναγνωρίσετε τους δακτυλίους του υπερκαινοφανούς 1987A, το νεφέλωμα Εσκιμώο, το νεφέλωμα του Κάβουρα, το Κράνος του Θωρ, τον γαλαξία τροχό και το νεφέλωμα του Μυρμηγκιού. Αν και αυτό είναι εύκολο, προσπαθήστε να διακρίνετε εικόνες οι οποίες δεν αναφέρονται εδώ, καθώς και το φωτομοντάζ των 10 χρόνων του APOD πάνω στον γνωστό πίνακα του Vermeer To APOD αύριο θα σβήσει 15 κεράκια! -
Εξόρμηση Κιθαιρώνα !!!
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της themis_kart σε Εξορμήσεις και τόποι παρατήρησης
Κιθαιρών Ο χρόνος έπνιξε το γέλιο των Μουσών και των ποιμένων βράχνιασε η φλογέρα ερείπια σκόρπισε ο βυθός των Πλαταιών μύθοι αλέστηκαν στους μύλους του αγέρα. Βραχώδη δόντια στα σαγόνια τ' ουρανού γέρικων πεύκων τα κλωνάρια οπλισμένα λημέρι ζώνουν αιγοπόδαρου θεού και τον βωμό του προστατεύουν πεισμωμένα. Παγές, Ειδύλλια, Αιγόσθενα και Κάστρα πέμπουνε κάποτε αναίμακτους τοξότες κι αναβιώνουν μια τελετή αρχαία στήνοντας δόκανα στα λασπωμένα άστρα στ' άχρονο ξέφωτο του Πάνα κυνηγούν την Ανδρομέδα, τον Βοώτη, τον Κηφέα! -
Εξόρμηση Κιθαιρώνα !!!
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της themis_kart σε Εξορμήσεις και τόποι παρατήρησης
Τσοκ τεσεγκιουλέρ καρντάς. Νταγκ, γκελ μπουρντά, καρσί Λιμάν Ασλάν: Ααλάχ άκμπα. Καντίν τσαούς, Μουσταφά Κεμάλ εφέντ, έβετ. Σεβί ορούμ τσοκ γκιουζέλ χανούμ. Καπάτ καπί, ντοτόρ μπαιλντί. Γκιουνάιντεν λεβέντ. -
Αγορά τηλεσκοπίου
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της ariadne_ge σε Η γωνιά των νέων αστροπαρατηρητών
Οι Πλειάδες φαίνονται τον Χειμώνα. Τώρα θα δεις το M7, M6, M20 και άλλα. Έχεις κιάλια; Αν δεν έχεις δανείσου. Το βράδυ 11:00-12:00 κοίτα στον νότο. Θα δεις έναν αστερισμό σαν τσαγιέρα. Είναι ο Τοξότης. Δεξιά του είναι ο Σκορπιός με ένα κόκινο λαμπρό αστέρι και ένα τόξο αστεριών πάνω δεξιά από αυτόν. Ψάξε με τα κιάλια ανάμεσά τους. Θα δεις πολλά πράγματα, συγκεντρώσεις αστεριών σαν τις Πλειάδες, στρογγυλές θολούρες (σφαιρωτά σμήνη) κλπ. Δεν χρειάζονται γνώσεις, ούτε τηλεσκόπιο, κιάλια δανεικά και είσαι ΟΚ. Ψάξε στο Stellarium Τοξότη & Σκορπιό να δεις πως είναι. Θα τους αναγνωρίσεις εύκολα. -
Κάτω από την δημοσίευσή σου επιλέγεις αρχείο ως 5ΜΒ και πατάς ''Υποβολή''
-
ORION optics Europa 250 f4,8 De Luxe
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της arakel σε Μικρές Αγγελίες - Αρχείο
Τι βάση έχει; -
Αγορά τηλεσκοπίου
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της ariadne_ge σε Η γωνιά των νέων αστροπαρατηρητών
Nightwalker; Αυτό σημαίνει ή πως κυκλοφόρησε νέο σύγγραμμα, είτε πως διάβαζες όλη νύκτα το Nightwatch, παρέα με μια φιάλη Johny Walker! -
Το σύμπαν της τέχνης και οι τέχνες τ' ουρανού
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της kkokkolis σε Λοιπές Αστρονομικές Συζητήσεις
Στην δημοτική ποίηση σχεδόν δεν υπάρχει περιγραφή της ομορφιάς χωρίς την αναφορά στα ουράνια σώματα, όπως και της νεότητας, χωρίς αναφορά στην Άνοιξη Ριζίτικο τση τάβλας Αυγερινός θενά γενώ να ‘ρθω στην καμερή σου να ιδώ την τάβλα’ απου δειπνάς, την κλίν’ απου κοιμάσαι Την κορ’ απ΄ αγκαλιάζεσαι αν ειν’ καλλιά ‘πο μένα, Αν είναι γαιτανόφρουδη κι αλυσιδοπλεμένη κι αν έχει τα μαλίτσιαν της πολίτικα πλε(γ)μένα Κι αν έχ αχείλι κόκκινο Ριζίτικο ερωτικό Μιαν έμορφη χτενίζετε στου φεγγαριού τον δίσκο γη πάει για την εκκλησία γη ένα πουλί αναμένει. Χριστέ μου και να’ μουνε πουλιά , Χριστέ μου να’ μου φεγγάρι...” -
Το σύμπαν της τέχνης και οι τέχνες τ' ουρανού
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της kkokkolis σε Λοιπές Αστρονομικές Συζητήσεις
Διοπτρικό Dollond 92mm, 1815 Ανήκε στον George Fisher Αστρονόμο που πήγε στην Αρκτική με τον David Buchan στο HMS Dorothea, 1818 και τον Captain William Edward Parry στο HMS Fury, 1821-1823. -
Το σύμπαν της τέχνης και οι τέχνες τ' ουρανού
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της kkokkolis σε Λοιπές Αστρονομικές Συζητήσεις
-
Το σύμπαν της τέχνης και οι τέχνες τ' ουρανού
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της kkokkolis σε Λοιπές Αστρονομικές Συζητήσεις
Φεγγαράκι μου λαμπρό Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σκολειό να μαθαίνω γράμματα, γράμματα σπουδάματα του Θεού τα πράματα. -
Tasco, εσύ αγοράζεις, ο Netrionio πουλάει, μήπως να συνεννοηθείτε μεταξύ σας;
-
Το σύμπαν της τέχνης και οι τέχνες τ' ουρανού
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της kkokkolis σε Λοιπές Αστρονομικές Συζητήσεις
-
Το σύμπαν της τέχνης και οι τέχνες τ' ουρανού
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της kkokkolis σε Λοιπές Αστρονομικές Συζητήσεις
Η ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ, Φίλων Κτενίδης Ο Ουρανός με την Γη εκτός από ζωή και λάμψη που χαρίζουν στους ανθρώπους, ελλοχεύουν και τον όλεθρο με τον θυμό τους. Τα φυσικά φαινόμενα και οι καταστροφές που προέρχονται από επάνω όπως και από κάτω συναγωνίζονται και επισημαίνουν την ένταση και έκταση των καταστροφών από το χέρι το ανθρώπινο. I Έναν πουλίν, μαύρον πουλίν, μαύρον άμον την νύχταν, ολονυχτίς τριγύριζεν ολόγερα ‘ς σον κάστρεν, ‘ς σον κάστρεν, ‘ς σα καστρότειχα τη μαυρο-Τραπεζούντας, που έχ’ τα ρίζας ‘ς σον γιαλόν και την κορφήν ατ’ ‘ς σ’ άστρα π’ είχεν δέκα καστρόπορτας κι ούλα χαλκοδεμένα, κι απ’ έξ’ ας σα καστρόπορτας, ορμία και ποτάμια, ντο έδεναν και έλυναν, γεφύρια σιδερένια… Όλεν ο κάστρεν έλαμπεν, άμον ντο λάμπ’ ο Ήλεν, και το παλάτιν έλαμπεν, άμον διαμάντ’ ΄ς σον Φέγκον, τη Βασιλέα το παλάτ’, τοι Κομνηνών, φωλέα, π’ έτον τρανόν και θαμαστόν, κάστρεν απάν’ ΄ς σον Κάστρεν. Κάποτ’ εγέντονε σεισμός, κι η γη όλεν εσείεν, κι έναν Δεκαπενταύγουστον, κι έναν μαύρον ημέραν επάρθαν τα κλειδία θε, κι ο κάστρεν εκρεμίεν… ‘Πέμναν τα πόρτας ανοιχτά, το Παλάτ’, δίχως θρόνον και δίχως τοι παλατιανούς, και χωρίς Βασιλέαν ….κι ο Κάστρεν ο θεόρατον εγέντον κοιμητήρι. Χρόνια έρθαν και ‘δέβανε, καιροί έρθαν και πάγ’νε… ….Έναν πουλίν, μαύρον πουλίν, μαύρον άμον την νύχταν, ολονυχτίς τριγύριζεν γύρω τα καστροπόδια, π’ επέμναν έρμα κι άκλερα γομάτα κολισιάφτρας… ολονυχτίς τριγύριζεν, με τα φτερά ανοιγμένα, και επεστάθεν την Αυγήν, κι εκάτσεν σ’ έναν άκραν μονάκριβου παρασταρί, δίχως επανωθύρι, απομεινάρ’ τη Παλατί, κιντέας ντ’ εγομώθεν. Τερεί απάν, τερεί αφκά, τερεί οπίσ’ και έμπρια… μακρογουλίζ’, καλοτερεί ‘ς σ’ Ανατολήν και Δύσην, κι αρχινά να φτουλίγεται άμον χέρα γυναίκα, κι αρχινά να μοιρολογά, μ’ ανθρώπινον λαλίαν… II «Εσείν πλακία άχαρα, μάρμαρα απαρδάλια, »με μονοκέφαλους Αετούς και Μίτρας Βασιλεάδων »μ’ εγκόλπια Πατριαρχών, με Σταυρούς Δεσποτάδων, »με τα σπαθία στρατηγών, παντέρας καπετάνων. »Μάρμαρα, ντο σκεπάζετεν ολόεν έναν έθνος »αποσκεπάστεν βλαβικά τ’ άγια τα ταφία. »Το χώμαν θ’ ευκαιρώνει ατο, τ’ ανάλαφρον αέρας, »ντ’ εβγαίν’ ας σο ανάσυρμαν κι ας σο μαύρον το κλάμαν, »….ν’ εβγαίνε οι αποθαμέν’, οι ζωντανοί θ’ εμπαίνε… »Οι ζωντανοί, π’ εφήκανε τον τόπον ντ’ εγεννέθαν »κι εφορτώθανε τα στενά τα νεκρικά κασέλας »κι εφόρεσαν τα σάβανα, κι εσέβανε ‘ ς σην στράταν, »‘ς σην στράταν την αγύριστον, ‘ς ση χαμονής τον δρόμον. »… Ο Ουρανόν ελίβωσεν, και παραχαμηλώνει, »αέρας παρεπύκνωσεν κι εγέντον άμον δείσαν, »τα ραχά εγομώθανε, τα κάμπους και τ’ ορμία »τα ακρογιάλια τα υγρά και τα ξερά τουμπία, »καπνόν ας σο θυμίαμαν, λιβάνι μυρωδίαν, »βοήν Κατάρας και βοήν Θεού παρακαλίας »Ν’ αϊλί εμέν… εχ‘ κι έρχουνταν… Ν’ αϊλί εμέν… εφάνθαν »Έμπρια παν οι κοδέσπενες, έμπρια και οι νυφάδες, »μοιρολογούν νοικοκυρές και κλαίγνε τα κορτσόπα »και ακλουθάνε οι αγούρ’, οι γέρ’ και τα παιδόπα. »Σίτ’ κλαίγνε, σίτια ανασύρν’ και σίτια καταρούνταν, »τα ραχία π’ αντιβοούν, τα κάμπους π’ αφουκρούνταν, »εθαρείς ‘κι λαΐσκουνταν, εθαρείς λαταρίζ’νε, »εθαρείς κι εχπάστανε κι εκείνα, και σουμώνε… »Ν’ αϊλί εμέν, να βάϊ εμέν… Τ’ ομμάτια μ’ ντο ελέπνε… »Αποθαμέν’ πως πορπατούν κι εφτάγνε λιτανείαν, »με τ’ Άγια τα ‘ξαπτέρυγα, μ’ αφμένα τα κερία, »με τα ξυλένια τα σταυρά, ‘ς σα λείμψανα ντ’ εβγάλνε, »μακρέα… μαύρα… και τρανά… ψηλά άμον κυπαρίσσα.» III Ποί’ είν’ ατοίν, π’ εγόμωσαν τη Ζύγανας την στράταν; κι η στράτα εγέντονε ποτάμ’ ας σα πολλά τα δάκρα τ’ ελάτα δάκρα έπιγαν κι εγένταν κυπαρίσσα και γονατίζ’ η Ζύγανα, ‘ς ση καμονής το βάρος… Άμον γέρος χιλιόχρονος, το Καν το ασημένεν πάει εμπροστά και ακλουθούν η Χάκαξα κι η Άτρα, η Χάρσερα, η Χερίανα, η Άρδασα, η Χόπσα με τα χωρία τα μικρά, με τα κεφαλοχώρα με τ’ εγκλησίας τα πολλά και με τα Μοναστήρα Ο Αεσέρτς φυτρών’ ανθρώπς, και το Γουλάτ’ ισκιάδες, το μαύρον το Καράκαπαν κι άλλο μαύρο εγέντον. Εμπροδιαβαίνει το ΣΤΑΥΡΙΝ, η Μούζαινα ακλουθά ‘το, με το Παρτίν, τη Βαρενού και το Λυκάστ εντάμαν, η Μασούρα και τη Ζαντόν τ’ Αγεργή, το χωρίον, κι ούλια τα κάστρα και τα τόπς, ολόγερα ντ’ εκείσαν. Ο Κασκαμπάς εβούϊξεν και το Μετζίτ εσείεν, και τ’ Άεν Παύλου το ραχίν, τρανόν μπόραν εξέγκεν, εταρασίγαν τα νερά τη Λιμνή κι εφουσκώθαν κι εκχύγαν έξ’ κι εγόμωσαν μαύρον νερόν τον τόπον… Απέσ’ ‘ς σην δείσαν έκλαιεν ο Άεν Ζαχαρέας, άμον οφιδί σύριγμαν και Κόλασης αέρας το κλάψιμον, εγόμωσεν ολόγερα τ’ ορμία… … Εγρέθεν ας σο σύριγμαν η δείσα, και εσκώθεν… Θεέ μ’! Τσ’ είναι π’ εφάνθανε κι εσέβανε ‘ς σην στράταν; Η Κρώμ’ τη χαράς το πουλίν, τη τραγωδί η μάνα, μωρού κασέλαν έχτισεν, ας ση λύρας το ξύλον, εποίκεν φορτωδέματα τη κεμεντζές τα κόρδας, εφορτώθεν, η άκλερος, το λείμψανον τη ψής ατς… κι ερχίνεσεν το κλάψιμον και την μοιρολογίαν… IV Άεν Παύλον εκλείστεν κα, ο Ταύρον εγονάτσεν, το Μετζήτ εχαμήλωσεν, ο Κασκαμπάς κα έρθεν, και τα Καμένα τ’ έρημα στέκνε και αφουκρούνταν… Αφουκρούνταν και θλίφκουνταν, και κλαίγνε, ούλ’ εντάμαν… «Θέ μ’ δείξον μας την δύναμη Σ’!… Χριστέ μ’ ποίσον το θάμα Σ! »Ποίσον με πετρένεν κρεμόν, άμον τ’ Αλογοστάρια, »Ποίσον με πράσινον λειβάδ’ άμον τα Λειβαδία, »Ποίσον με ασάλευτον ραχίν, άμον τον Άεν Παύλον. »Να μη ‘πορώ και πορπατώ, ‘ς σον τόπο μ’ να ‘πομένω… »Έχω κεπία απότιστα, αθέριστα χωράφια… »Έχω πρόατ’ ανάλμεχτα, κι εγίδια να αλμέγω. »Τα χτήνα μ’ θέλνε το πλυμίν, ροΐν θέλνε τ’ αρνόπα μ’! »Τα σκυλία μ’ γουρνιάγουνταν και το μαλέζ’ περμένε… »‘Φήκα τα πόρτας ανοιχτά, πόρτας και παραθύρια »Θ’ εμπαίν’ αέρας κι άνεμον και θα βζύν’ την καντήλαν. »Θεέ μ’! Δείξον τη δύναμη Σ’! Χριστέ μ’ ποίσον το θάμα Σ’! »Ποίσον με ποταμόπετραν βαρύν τη καταράχτε, »Ποίσον με σπέλιας κατωθύρ’, ‘ς σην γην καταχωμένον, »Ποίσον με, αν θέλτς, μικρόν λιθάρ’, αν θέλτς, ποίσο με χώμαν. »Θεέ μ’… ποίσον με ήνταν θέλτς… Μόνον ‘ς σον τόπο μ’, άφς με. »Άφς με αδά να θάφκουμαι, ‘ς σον τόπον ντ’ εγεννέθα, »‘ς σο μνήμαν όμπου έθαψα την μάνα μ’ και τον κύρη μ’…» Σίτα έλεγεν, σίτ’ έκλαιγεν και σίτα ενεσύρνεν, έρθεν και παραστέκει ατεν η καλοαδελφή ατς, οικοκυρά η Γίμερα, ας σα κοφρακοφώλια, ας σον Αγιάννεν ντ’ αρχινούν, κι έρχουνταν ‘ς ση Σαράντων… Τα δάκρυα ‘τουν ενώθανε, κι εγέντανε ποτάμι… κι εποταμίγαν ‘ς σο ποτάμ’, ‘ς σην δακροχαλαρδίαν… V Η χαλαρδία εγρίλεψεν ολόεν την Ματσούκαν, επέρεν την Λαραχανήν, ς’ ση Κουσπιδή εκχύεν… Εσείεν το Καπίκιοϊν, η Λιβερά ‘χαλάεν, έρθεν κα η Δανίαχα και ούλια τα χωρία, ντ’ ευρίουσαν δεξιά-ζερβά ‘ς σα δύο τα ποτάμια, … Εκεί έρθεν κι η Σουμελά, κι ο Βαζελώντς Αγιάννες. ‘Σ σην Ζύγαναν που έσανε και ‘ς σο Κουλάτ’ π’ εφάνθαν, έρθαν και κοντοστάθανε και με τοι άλλτς ενώθαν, ενώθαν τα κλαψίματα και τα μοιρολογίας, κι εσκέπασαν τη ποταμί τον βοετόν το άγρεν. Απ’ έναν έναν σείσκουνταν, απ’ έναν έναν ρούζνε, τοι χωρίων τα εγκλησιάς και τα καμπαναρία. Τα καμπάνας ραγίσκουνταν, τα σήμαντρα τσακούνταν… … Και κρούγνε χίλια σήμαντρα, και μύρια καμπάνας… Τα ράχα εγκαλιάστανε, τ’ υστερνόν την λαλίαν ντ’ εφήκανε τα σήμαντρα, ντ’ εφήκαν τα καμπάνας, και χτύπον έκρυψαν ‘ς σα σπέλα τα βαθέα, ν’ ακούγν’ σήμαντρα «τη Χριστού» και την Λαμπρήν καμπάναν. Ο Ήλεν να άφτ, το κερίν, κι ο Φέγγον τα καντήλας, και τ’ άστρα κι ο Αυγερινόν, ν’ άφνε τα μανουάλια… να λειτουργίουνταν οι Νέοι, οι Γέρ’ που επεστάθαν και οι Γυναίκ’ και τα Μωρά, π’ επέμναν και ‘κ’ ετάφαν… και ούλ’ εκείν’, ‘ς ση χαμονής ‘ς σην στράταν που εχάθαν… VI Ενώθαν τα κλαψίματα και τα μοιρολογίας, ενώθαν ούλ’… κι επήρανε τη ποταμί τον δρόμον… Η στράτα παρεστένευεν και οι διαβάτ’ ‘κ’ εχώρναν. Σε κάθε βήμαν και ποδάρ’, έρχουσαν κι άλλ’ κι ενούσαν, ας σα χωρία τα μικρά και τα κεφαλοχώρα ας σα ψηλά, ‘ς σα χαμελά, και ας σα ποραμάκρα… Η Σάντα η ‘περήφανος, η δεισοποτισμέντσα, οπίσ’ ας σην Γαλίαναν μοιρολογά και έρται, εντάμωσαν την Όλασσαν, ‘ς ση Τρίχας το γεφύρι, επέρνιξανε το ποτάμ’ και με τοι άλλτς ενώθαν… Εσκώθεν θρήνος και κλαυθμός την ώραν ντ’ ενταμώθαν… Τα δέντρα εχαμήλωσαν κι εντούναν τα κλαδία, τα πέτρας ενεστέναζαν κι έκλαιγαν τα ποτάμια, κι η Σουμελά κι ο Βαζελώντς κι ο Περιστερεώτας πάγνε ‘μπροστά και ευλογούν, πάγν’ από πίσ’ και κλαίγνε. … Κλαίγνε τα τόπς ντ’ επέθαναν, τ’ ανθρώπς π’ εμαυροζήναν. Έφτασαν απάν’ ‘ς σο Τουμπίν, κι η θάλασσα εφάνθεν… Ας σο Τουμπίν ως το Γεφύρ’, ο τόπον εγομώθεν. Σταυρά και εξαπτέρυγα χρυσά και ασημένια… και ‘κ’ έσανε μόνον χρυσά, έσανε και ξυλένια μαύρα άμον τη Θανατή, τρανά άμον τη Χάρου. Αντικρύζει ατς η Θάλασσα, κι ανατριχάζ’ το κύμαν, τ’ αφρούς πίσσα εγέντανε, και το νερόν κατράμι… Εσκέπασανε το γιαλόν σαντάλια και καράβια, τα λαλάτσια τ’ ακρογιαλί, και τη γιαλού τα πέτρας, ούλα ανθρώπ’ εγέντανε κι εκχύαν ‘ς σην Δαφνούνταν, εκχύαν ‘ς σον Αε-Γοργόρ, και ‘ς σην Αε-Μαρίναν, και κι άλλο πλαν, ‘ς σην ‘Παπαντήν και ‘ς σο παλέν το Μώλος. Τ’ Εξώτειχα η θάλασσα, άλλα νουνίζ’ καράβια άλλα σαντάλια έραξαν ‘ς σ’ έρημον το γιαλόν άτς… και το φαρδύν και το πλατύν εκείνο περιγιάλι ‘κ’ εφαίνουτον ας σοι ανθρώπς, ντ’ εξέγκαν τα καράβια… Εκεί άραξεν το Σινάπ, τοι καραβιών η μάνα εκεί άραξεν το Σαμψόν το θαλασσοδερμένον, έμπρια έχ‘ την Αμάσειαν κι οπίσ’ έρται η Μπάφρα με τ’ ούλια τα αρχοντικά τη κάμπου τα χωρία. Η Ορντού η πεντάμορφη η χρυσονοικοκύρα, η Ούνγια το θαλασσοπούλ’, η Ούνγια η μικρέσσα, η Κερασούντα η χλοερή, η λεφτοκαρομάνα, η Τρίπολη που στέκ’ ψηλά, τη θάλασσας αφέντρια η Ελεβή το ήσυχον μικρόν θαλασσοχώρι τα Πλάτανα με το τρανόν και ξακουστόν λιμάνι… Ούλια ατά τ’ ατίμετα, τ’ άξια χρυσοπούλια, άμον κορώνας, ντ’ έδεξεν ο λίβας κι η φουρτούνα έφυγαν, έρθαν, ‘κάτσανε ‘ς σ’ Εξώτειχας ‘ς σην στράταν, ‘ς σην στράταν τη Καστρόπορτας, ντο σύρ’ κι εμπαίν’ ‘ς σον Κάστρεν. VII Ο Άε-Σάββας κρυφοκλαίει, κι Άε-Φίλπον στενάζει όνταν ελέπ’νε να σουμών’ τ’ άκλερα τα καράβια π’ είχαν πανία ολόμαυρα, σκοινία οφιδένια, π’ είχαν κατάρτια άμον σταυρά, μαύρα κι αραχνιασμένα, π’ έρθαν ας σην Ανατολήν, με θάνατου παντέραν. Το πορτοκαλολείβαδον, το πράσινον το Ρίζιον, εφήκεν τα νεράτζια θε, τα χρυσά πορτοκάλια, ετυλίγεν τα φύλλα τουν, σάβανα μυρωμένα, κι έρθεν με τ’ άλλτς, έρθεν με τ’ ούλτς, ‘ς σο μαύρον τ’ ακρογιάλι. Έρθανε και τα Σούρμενα, με τα πολλά καΐκια, με τοι πολλούς τοι ξενητειάντς, με τοι καλούς ψαλτάδες έρθανε και εκχύγανε, κι εγόμωσαν τα στράτας, κι ενώθανε με τ’ αλλουνούς, π’ έρθαν ας σα ραχία… Ν’ αϊλί εμέν… να βάϊ εμέν… ντο είν’ ατά ντ’ ελέπω!!! Ούλ’ απέλεκαν τον γιαλόν κι εφήκαν τα τουμπία, εκείν’ π’ έγκεν Ανατολή, κι άλλ’ π’ έφερεν η Δύση, εκείν’ π’ έρθαν ας σα ψηλά, κι άλλ’ ας σα θαλασσάκρια, π’ έρθαν ας σα γειτονοτόπς, και ας σα σιμοχώρια, ε ν ώ θ α ν ε και έβαλαν ‘ς σην μέσ’ την Τραπεζούνταν… VIII Η Τραπεζούντα, η κυρά, Βασίλισσα κι αφέντρια χιλέχρονος νοικοκυρά και πάντα νέϊσα νύφε, δοξασμέντσα και ξακουστή κι ελεύτερη και σκλάβα, … τα μαλλία τς εξάσπρισαν, τ’ ομμάτια τς εθολώθαν την ώραν ντο εντίκρεσεν ατόσα… καμονάντας… Μαύρα εφόρνεν λώματα, μαύρον μαντήλ’ ‘ς σ’ ωμία τς μαύρον ζωνάρ’ ‘ς σην μέσεν ατς, και κόκκινα σαντάλια… Εγκαλιάστεν ατς ουλουνούς, με την ψην και τ’ ομμάτια, κι αμίλετοι κι εκείν’ κι Ατέ, ‘ς σα κάστρια ανεφόρτσαν. Εποίκαν τόπον, ένοιξαν κι Εκείνε εμπροδέβεν, ψηλή, λεγνή, περήφανη, Λαραχανής ελάτη… IX Από Θεού ερχίνεσαν να κρούγνε τα καμπάνας, χωρίς Δεσπότ’ διαταγήν και Διάκου συνεργίαν… Αγέρτς κι η Θεοσκέπαστος και η Αγιά Μαρίνα ερχίνεσαν με τα μικρά, τ’ ελαφρά καμπανόπα. Με τα βαρέα, τα τρανά τ’ Εξώτειχα Αγιάννες, εβρόντεσενΆε-Γοργόρτς, Άε-Βασίλτς βουΐζει, Υπαπαντή και ο Χριστόν, κι Άε-Γιάννες τη Δαφνούντας… Εξέγκεν λάμψιν θεϊκόν, τ’ Αγιά-Σοφιάς ο τρούλον ο Άγιος Ευγένιος έλαμψεν άμον Ήλες, Αστράφτ’ η Χρυσοκέφαλος κι αντιφεγγίζ’ το Κάστρεν, Άε-Φίλπον λαμποκοπά κι η θάλασσα ασημούται… Τ’ Ελεούσας, αποθαμέν’, έψανε τα κερία… και τ’ Άε-Σάββα φώ ταξεν, μονάχον, η καντήλα… Τα ‘ρημοκλήσια τα μικρά, κι ούλια τα παρεκκλήσια εφώταζαν… κι εφώτιζαν… ‘ς σην Γην εγένταν άστρα… Καμπάνας μικρά και τρανά, ούλια έναν εγένταν. Έναν καμπάναν κρεμαστόν απάν’ ‘ς σην Τραπεζούνταν… Και κρούει… και κρούει… βροντά… και κλαίει… ‘Σ σ’ έναν Αγοίκον Λείμψανον, αγοίκον κλαίει καμπάνα… X Ακόμαν έτον μεσημέρτς κι ερούξεν η σκοτία Ούλια μαύρα εγέντανε ‘ς σην γην και ‘ς σα Ουράνια, εβζήγαν τ’ άστρια τη Νυχτός, και τ’ άστρεν της ημέρας, και οι ανθρώπ’ εφαίνουσαν φαντάσματα κι ισκιάδες και νια λαλίαν έκουγες…, συντζίαν…, για ανιάσμιαν… ‘Εφτασαν ‘ς σον Καστρότοιχον… Ερχίνεσαν ν’ εμπαίνε… Τρανόν φωνήν, τρανόν βοήν, αέρας εγομώθεν. ‘Σ σην αρχήν άμον ντο μουγκρίζ’ν τα βούδια απέσ’ ‘ς σην Δείσαν υστερνά άμον Θάλασσας βοετόν και φουρτούνα… άμον τα ράχια ‘ς σον σεισμόν ντο ρούζνε και κυλίουν… Άμον χίλια βροντέματα και χίλια χαλαρδίας… Τρανόν βοήν, τρανόν φωνήν…, ανθρώπ’ ωτίν ντο έκ’σεν… εξέβεν και εσκέπασεν, το κλάμαν τη καμπάνας… Τρανόν φωνήν… Τρανόν βοήν… Οργή… και Παρακάλια… «Ανοίξτεν νέα μνήματα και παλαιά ταφία, »ανοίξτεν σιδερόπορτας τη Άδ’, αραχνιασμένα. »Ανοίξτεν κλειστά στόματα, δίχως γλώσσαν και χείλα »ανοίξτεν χέρια άκλερα και αγκάλιας στουδένια… »έχ‘ κι έρται τ’ αίμαν το χουλέν, ντ’ εφέκετεν ‘ς σον κόσμον… »Ο Θάνατον και η Ζωή, αγκαλιασμέν’ ας κείνταν… »Μανάδες που εφήκετεν πόρτας καρακωμένα, »Κυρούδες που περμένε σας, ακόμαν τ’ ορφανά σουν »Αδελφόπα που κλαίγνε σας, αδέλφια κι αδελφάδες, »Παιδία που εφέκετεν έκλερους Κύρ’ και Μάναν… »Άντρα, π’ εφέκες άχαρον και χόραν την γυναίκα σ’ »’κοδέσπενα πη απώλεκες τον σύντροφο σ’ ‘ς σην χώραν, »Ούλ’ που εσέβετεν ‘ς σην Γην, κι εσέβετεν ‘ς σο χώμαν, »‘ς σο χώμαν, τη Γενιάς εσουν κτήμαν, καιρούς και χρόνια, »πάππον προς πάππον, ελαφρόν, γονέον προς γονέον… »κληρονομία ας σον Θεόν και ας σα γονικά σουν, »το χώμαν ντ’ επερμένε σας, κι εμας πα επερμένεν… »Σκωσέστε ατο, με το κιφάλ’ με τα στουδένια ωμία, »σείστ’ ατο με τα γόνατα, με τη χερί τα στούδια… »κι εβγάτεν ας σα μνήματα, εβγάτ’ ας σα ταφία… »Εβγάτεν οι αποθαμέν’… Οι ζωντανοί θ’ εμπαίνε… »Εγέντονε Συντέλεια, Δευτέρα Παρουσία… »Εχπάγαν κι εκρεμίγανε τα δέντρα ας σα ρίζας »η ρίζα εγέντονε κορφή, και η κορφή ‘ς σο χώμαν… »Απάν’ αφκά εγύρτσανε τα ράχια και τα κάμπους… »Τα ποτάμια εκλώστανε, πάγν’ ‘ς σα πεγαδομάτια. »Δέχν’ ας σο σπίτια τουν τ’ ανθρώπς, τ’ Άγς ας σα εγκλησίας »και νια ‘ς σα σπέλα αφήν’ εμας και νια ‘ς σα ραχορμία, »νια ‘ς σα ομάλα τ’ ήμερα, και νια σ’ ορμάνα τ’ άγρα. »Ουρανόν επεδέβε μας, κι η μαύρη Γη ‘κι σκών’μας… »η Θάλασσα επέμνε μας, το πέλαγος περμέν’ μας… »Η μαυρο-θάλασσα υγρόν, κι ο βυθόν δίχως χώμαν, »εκεί ταφίν ‘κι ανοίγεται, μνήμαν ‘κι στερεούται, »εκεί κερί ‘κι άφκεται, θυμίαμαν ‘κι καίει »μνημόσυνον ‘κι γίνεται, και σταυρόν ‘κι καρφούται… »…Κι εμείς θέλομε ‘ς σο ταφίν, άμον κι εσάς να κείμες… »το χώμαν ντ’ εγκαλιάστε σας, εμάς πα να σκεπάζ’ μας… »Η βρεχή τ’ Ουρανού εμουν, να ρούζ’ και να δροσίζ’ μας. »Ο Ήλεν τη ραχί εμουν ν’ εβγαίν’ και να χουλαίν’ μας »να πρασινίζ’ το κοιμητήρ’ να σκουτουλίζ’ το χώμαν, »μανουσάκια την άνοιξιν, τουτουγιάδες το Θέρος, »μάραντα τον Μοθόπωρον, τον Χειμωγκόν λιβάνι… »Τζίξτε μας Εσείν… Τζίξτε μας… το αίμαν εσουν είμες… »Βασιλιάδες κι Αρχιερείς, Όσιοι κι Αγιασμένοι »Ποισέστεν τόπον και ‘ς σ’ εμάς… ν’ εμπαίνομε να κείμες… »Για ‘βγάτεν και αφήστε μας εύκαιρα τα ταφία. »Εβγάτεν οι αποθαμέν’… οι ζωντανοί… θ’ εμπαίνε… XI Ο λόγον ‘κ’ ετελείωσεν και η βοή ‘κ’ εστάθεν, έστραψεν και εβρόντεσεν και το κάστρεν εσείεν… Απάν’ ας σον Καστρότοιχον, κι απάν’ ας σο παλάτι, τη Παναγίας το Ζωνάρ’ τ’ εφτάχρωμον επλώθεν και έλαμψεν η Θάλασσα, η Γη και τα Ουράνια Απέσ’ κι απάν ‘ς σα χώματα, ‘ς σην μέσ’ τη φωτασίας ‘φάνθεν η Χρυσοκέφαλος με τον Χριστόν ‘ς σα χέρια. Μαργαριτάρια έλαμπαν ‘ς σην άκριαν τ’ ομματία τς ντ’ εγύριζαν και ολουνούς ετέρνανε θλιμμένα κι ολόγερα τς, επέταναν χίλιοι, μύροι αγγέλοι. Ερούξαν ούλ’ ‘ς σα γόνατα, κι εποίνανε μετάνοιας εψάλνανε το «Ωσανά» και το «Τη Υπερμάχω…» Εντάμαν ψάλνε κι οι αγγέλ’. Και ξαν κρουν τα καμπάνας… …Κι ακούγεται από ψηλά, ψηλά ας σα Ουράνια, έναν φωνήν, τρανόν φωνήν, σαν απ’ αγγέλου στόμαν. »Αποθαμέν’ θα απομέν’ν, αδά όπου εθάφταν »χιλιάδες χρόνια φύλακες, και μέρες μυριάδες… »και άλλα τόσα κι αν διαβαίν’ν, θα μέν’ν και θα περμέν’νε. »Θα αναμένε την Λαμπρήν και το Χριστός Ανέστη… »Θα αναμέν’ν τον γυρισμόν και τη Ξενητεμένε. »Εσάς αλλού θα στείλω σας, άλλο λαλεί σας χώμαν… »άλλο γραμμένον έχετεν, κι η Μοίρα σουν έν’ άλλο. »Με την ευχή μ’… Με την ευχή μ… και με την ευλογία μ… »’Σ σο καλόν και ο δρόμος σουν ομάλ’ και μέλ’ και γάλαν »ο δρόμον ντο ευλόγησα, η στράτα ντο ευχέθα »Θα έν’ στράτα και γυρισμού κι Όρωμαν Ξενητέα. Από Θεού ξαν έρχεψαν να κρούγνε τα καμπάνας, χωρίς Δεσπότ’ διαταγήν και Διάκου συνεργείαν Καμπάνας μικρά και τρανά, κρούγνε δοξολογίαν. Το έναν κρούει και τραγωδεί, το άλλο κρούει και κλαίει κι ας σ’ όλον το τρανύτερον βαρυαναστενάζει, ντο ‘κ’ έχ‘ ανθρώπς, ν’ ακούγν’ ατο, ποπάν ν’ εφτάει μετάνοιας. Χρόνια έρθαν κι επέρασαν, καιροί έρθαν και πάγνε και η καμπάνα το τρανόν, αναμέν…, δίχως γλώσσαν… Εμπαίν’ αέρας και βοά, άνεμος και μουγκρίζει εμπαίν’νε ευχάς και τραγωδεί, μπαίν’νε κατάρας κλαίει, Εμπαίν’νε και τ’ ορώματα τ’ ημέρας και τη νύχτας, και κρούει… και κλαίει… και τραγωδεί και θλίφκεται ο Κόσμον… -
Το σύμπαν της τέχνης και οι τέχνες τ' ουρανού
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της kkokkolis σε Λοιπές Αστρονομικές Συζητήσεις
-
1. Κατεβάζεις το Irfanview 2. Ανοίγεις την εικόνα σου 3. Κάνεις crop τετράγωνο 4. Επιλέγεις paste selection as new file 5. Κάνεις resize 200x200 6. Αποθηκεύεις Έτοιμο Αν θέλεις κάνε εδώ ανάρτηση στην εικόνα σου εδώ για να στο φτιάξω εγώ, άνευ λεφτά φυσικά
-
Το σύμπαν της τέχνης και οι τέχνες τ' ουρανού
kkokkolis απάντησε στην συζήτηση του/της kkokkolis σε Λοιπές Αστρονομικές Συζητήσεις
ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ Οι πρώτοι 5 στίχοι περιγράφουν την μυστηριακή σχέση της Αρετής με την Νύκτα, θα ήταν όμως ασυγχώρητο άγος να μην το παραθέσω στην ολότητά του. Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη, την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη, την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε! Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει, στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της. 5 Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα, να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα. Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει. «Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα, στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω, 10 αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε. - Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης. Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια, κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει; - Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους, 15 αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια, αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω». Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα, κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν, 20 βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο. Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν, στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της. «Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε, οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα! 25 το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις; Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους, αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις». Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα, η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε. 30 Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι, και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει. Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του. Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι. Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει: 35 «Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε. - Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα; Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω, κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω. - Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι». 40 - Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει. Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν, δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια, μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία: «Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος! 45 - Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια; - Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε». Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε: «Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο, να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους! 50 - Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια; πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους. - Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν. - Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις. - Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη, 55 κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι». Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε: «Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο, τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!» Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της. 60 «Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; - Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν. - Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου, και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι; - Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου». 65 Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν. Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη. Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει. Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της. Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα 70 βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο, βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα. Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα, και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα. Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν. 75 «Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε, κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω, κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα. - Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα. - Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα; 80 - Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου». Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.