Ο ΣΠΑΡΤΙΑΤΗΣ Δύο σταγόνες ήταν εκεί, στο χώμα. Η μία ήταν το δάκρυ του, η άλλη... Η άλλη είχε ένα γνώριμο χρώμα. Το είχε δει στο βρέφος μετά το Τέλος. Το είχε δει στον ήλιο μετά την μάχη. Ήταν κόκκινο! Μα δε μπορεί! Οι Σπαρτιάτες είναι αθάνατοι, είναι παντοτινοί. Όχι δε μπορεί να είναι αίμα! Κι όμως ο πόνος; Δεν ήταν μακρυά η ώρα που εισέβαλαν στη αίθουσα με όπλα. Ένας ένας οι Σπαρτιάτες έπεφταν λαβωμένοι. Τι όπλα ήταν αυτά που στράβωναν τους θεούς; Με ποιό θάρρος μπορείς να αντικρύσεις έναν Σπαρτιάτη για να τον σκοτώσεις; Μόνο μια δύναμη φερέφωνο του ΚΑΚΟΥ μπορεί να έχει αυτή την αποστολή. Κι όμως αυτοί το κατάφεραν. Έριξαν κάτω το Σπαθί. Είναι δυνατόν; Το σπαθί του Οδυσσέα δεν είχε πέσει ποτέ κάτω! Ευτυχώς είχε προλάβει να αποστηθίσει το Βιβλίο. Τα είχε όλα στο βαρύ από γνώσεις και κούραση μυαλό του, αλλά ήταν λαβωμένος. Ήθελε να τα πει κάπου. Να μη χαθούν. Ήθελε να καθαρίσει το μυαλό του ώστε να μπορεί να ξαναγγίξει της μνήμες του. Θυμάται τη Βεατρίκη όταν ήταν παιδιά εκεί στο Ανάσκελο, τη πλαγιά του Ταΰγετου, που ξαπλωμένη κοιτούσαν τα άστρα. Κι όμως τώρα η Μεγάλη Άρκτος μοιάζει με φίδι, ο Ορίωνας με θήραμα και η λύρα.... σιγεί. Τι συμβαίνει; Μήπως θα συναντήσει το βρέφος; Ήρθε η Ώρα; «Δε μπορεί! Θέλω να ζήσω! Θέλω να ζήσω!» Του ξεσκίζει τα σωθηκά. Κανείς δεν ακούει. «Θέλω να αγγίξω το χώμα της Σπάρτης πάλι, να ανταμωθώ με τη Κυρία, να χαϊδέψω τα μαύρα μαλλιά της!» Είχαν ένα άρωμα. Όμοιο του ήταν το άρωμα της αμβροσίας που είχε μόλις προλάβει να αναπνεύσει εκεί στον Όλυμπο, στο Σκόλιο, απέναντι από τον Μήτικα, τους θρόνους των δώδεκα! «θέλω να ζήσω...» Ήθελε να προσευχηθεί. Ήταν η ώρα. Μα πως; Η θεά Μοίρα δεν είχε τελειώσει μαζί του ακόμα...